Ευθεία κατάλυση της εισαγγελικής ανεξαρτησίας και λανθάνουσα υπονόμευση του έργου του εισαγγελέα, διαβλέπει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας πίσω από προωθούμενη ρύθμιση την οποία δημοσιεύει η εφημερίδα «Documento». Σύμφωνα με την επίμαχη ρύθμιση θα μπορεί να ασκείται «ποινική δίωξη μόνο κατόπιν αίτησης της Τράπεζας της Ελλάδος, ύστερα από απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τ.τ.Ε.».
Η Ενωση χαρακτηρίζεικάθε σκέψη για παρακώλυσηήεπέμβασηστο έργο της εισαγγελικής αρχής «αποκρουστέα και επικίνδυνη», τονίζοντας ότι «εκλαμβάνεται ως άμεση προσπάθεια χειραγώγησης της Εισαγγελικής Αρχής».
Σε θρυαλλίδα μετατράπηκε και η αναφορά: «μήνυσηήαναφορά για αξιόποινη πράξη η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο στον Εισαγγελέα και δεν συνοδεύεται από αίτηση τίθεται αμέσως στο Αρχείο από τον εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διαβιβάζει στην Αρχή που είναι αρμόδια να υποβάλει την αίτηση αντίγραφο της μήνυσης ή αναφοράς καθώς και αντίγραφα των σχετικών υποβληθεισών στοιχείων, ως γνωστοποίηση πληροφοριών».
Αναλυτικά, η Ενωση υπογραμμίζει στην ανακοίνωση της: «ΗΕισαγγελική αρχή είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 28 του ΚΠοινΔ και του άρθρου 24 παρ.1 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ, ανεξάρτητη έναντι των δικαστηρίων και έναντι των λοιπών αρχών του Κράτους καθώς επίσης και έναντι της εκτελεστικής εξουσίας.
»Η αρχή της νομιμότητας στην άσκηση της ποινικής δίωξης καθιδρύει την υποχρέωση της εισαγγελικής αρχής να προβεί στην ποινική δίωξη κάθε φορά που λαμβάνει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο για τη διάπραξη κάποιου εγκλήματος που διώκεται αυτεπαγγέλτωςήκαι κατ’έγκληση, εφόσον υπάρχει η τελευταία.
»Ο Εισαγγελεύς δεν δεσμεύεται να κινήσει την ποινική δίωξη μόνο εφόσον από τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της σχετικής καταγγελίαςήείδησης για την τέλεση ενός εγκλήματος προκύπτει ότι αυτή «δεν στηρίζεται στο νόμο»ή«είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της»ή«ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης» η «δεν πληροί τον βαθμό επάρκειας των ενδείξεων που απαιτεί ο νόμος για την κίνηση της ποινικής διώξεως».
»Η απαίτηση της αιτήσεως διώξεως του άρθρου 41 ΚΠοινΔ οφείλεται σε λόγους γενικότερης κρατικήςήδιπλωματικής πολιτικής προς έλεγχο της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης. (ενδεικτικά αναφέρουμε τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.3, 118 παρ.5, 153 παρ.1, 154, 155, 156 και 145 του Ποινικού Κώδικος). Η εξάρτηση της ποινικής δίωξης εκ της υποβολής «αιτήσεως αρχής» δεν προσήκει σε εκείνες τις περιπτώσεις για τις οποίες η δίωξη άπτεται οπωσδήποτε του γενικοτέρουδημοσίουσυμφέροντος, αλλά μόνον εκεί, όπου λόγοι γενικότερης κρατικής ήδιοικητικής πολιτικής επιβάλλουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τον έλεγχο της σκοπιμότητας της ποινικής δίωξης.
»Κάθε σκέψη για παρακώλυσηήεπέμβαση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο άμεσο η έμμεσο, στο έργο της εισαγγελικής αρχής είναι για την Ένωση Εισαγγελέων αποκρουστέα και επικίνδυνη και εκλαμβάνεται ως άμεση προσπάθεια χειραγώγησης της Εισαγγελικής Αρχής ιδιαίτερα όταν, «οι δημόσιοιυπάλληλοιτης παρ.2 του άρθρου 37 ΚΠοινΔκαθίστανται έτσιαρμόδιοι για την αξιολόγηση καταγγελίας αξιοποίνων πράξεων».