Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μου στη Νότια Γαλλία βρέθηκα και στην Τουλόν. Εφτασα στην παραθαλάσσια γειτόνισσα της Μασσαλίας ένα πρωί που στο κέντρο της είχε στηθεί μια τεράστια λαϊκή αγορά. Οι πρώτες εντυπώσεις (και οι δεύτερες και οι τρίτες…) ήταν σοκαριστικές. Νόμιζα πως ξαφνικά είχα βρεθεί στην Αλγερία, στην Αίγυπτο, σε κάποιο φτωχό Αραβικό Εμιράτο. Ολος ο πεζόδρομος όπου είχαν στηθεί οι πάγκοι των μανάβηδων, ένα ποτάμι από μουσουλμάνους –ελάχιστα τα γαλλικά που άκουσα -, το οποίο έμοιαζε να εκβάλλει στη θάλασσα, όπου και σταματούσε η αγορά. Εκεί, στο λιμάνι, τα παγκάκια που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στο νερό, με θέα στη Μεσόγειο, ήταν κατειλημμένα από κακογερασμένες μαντιλοφορούσες γυναίκες που είχαν βγάλει τα στραβοπατημένα πασούμια τους και με τα πόδια τους γυμνά λιάζονταν τρώγοντας σπόρους και πετώντας τα φλούδια κάτω. Παρόμοιες οι εικόνες και στα στενά γύρω από το κέντρο: Καφενεία όπου κάθονταν αποκλειστικά και μόνο άνδρες, κορίτσια καλυμμένα από την κορφή έως τα νύχια μπροστά στα μαγαζιά των γονιών τους –ανάμεσά τους καταστήματα που πωλούσαν από χιτζάμπ έως τσαντόρ. Και, ναι, είδα και γυναίκες με μαύρα τσαντόρ να περπατούν στους δρόμους και να μπαίνουν σε εισόδους παρηκμασμένων πολυκατοικιών που μύριζαν υγρασία και απλυσιά.
Στην πραγματικότητα αυτή την αίσθηση, της «εισβολής» του πιο εξαθλιωμένου μουσουλμανικού στοιχείου την είχα από την πρώτη ημέρα του ταξιδιού μου: Φθάνοντας στην Αρλ, την οποία μου είχαν περιγράψει ως μία από τις πιο κομψές και γοητευτικές πόλεις της Γαλλίας, ένιωσα με έκπληξη σαν να βρέθηκα σε υποβαθμισμένο προάστιο του Καΐρου. Η εγκατάσταση στην πόλη (σε πολύ κεντρικές γειτονιές της) πλήθους εξ Ανατολών μεταναστών είχε αλλοιώσει δραματικά τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της. Αυτό όμως που συνάντησα στην Τουλόν ήταν ακόμη πιο έντονο και τρομακτικό. Επρόκειτο για μια πόλη που μόνο αν κοίταζες προσεκτικά τα παλιά (και σε μεγάλο βαθμό ασυντήρητα) κτίριά της καταλάβαινες πως ανήκει στην Ευρώπη. Παρατηρώντας τις (ελάχιστες) ηλικιωμένες Γαλλίδες που κυκλοφορούσαν μέσα στο πλήθος, κομψές, καλοντυμένες, αρωματισμένες, κρατώντας τα περιποιημένα σκυλάκια τους, αναρωτήθηκα πώς να αισθάνονταν σήμερα, ως αυτόπτες μάρτυρες της παρακμής (διότι περί παρακμής επρόκειτο) της πόλης τους, της καθημερινότητάς τους.
Τις θυμήθηκα ξανά τις τελευταίες ημέρες με τον θόρυβο που έγινε σχετικά με τα ποσοστά της Λεπέν στις Γαλλικές Εκλογές. Δεν απόρησα όταν είδα την επικράτησή της στον πρώτο γύρο σε Αρλ και σε Τουλόν. Το αντίθετο θα μου προξενούσε έκπληξη. Επειτα από εκείνο το ταξίδι, ακόμη και αν δεν θέλω να δικαιολογήσω όσους την ψηφίζουν (που δεν θέλω), ανθρώπους που ζουν σε πόλεις σαν την Τουλόν, μπορώ, φοβάμαι, να τους καταλάβω σε μεγάλο βαθμό. Λειτούργησε αποκαλυπτικά η ολιγοήμερη περιήγησή μου στα μέρη τους. Ναι, οι ομορφιές της Γαλλίας και τα απομεινάρια του ιστορικού παρελθόντος της ήταν εκεί, άριστα συντηρημένα, για να εντυπωσιάσουν τους τουρίστες. Δεν διαμορφώνουν όμως τα αξιοθέατα την εκλογική συνείδηση του ψηφοφόρου, αυτή τη διαμορφώνει το επίπεδο ζωής και η πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστών που του παρέχουν οι κυβερνήσεις του, με όλα τα δικαιώματα και με όλες τις υποχρεώσεις του.
Η παρακμή που είδα σε αρκετά σημεία του Γαλλικού Νότου –τι να πω και για τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Μασσαλίας όπου φοβόσουν να περπατήσεις! –είναι, νομίζω, μια απάντηση στα ερωτήματα σχετικά με την άνοδο της Ακροδεξιάς (σε όλη την Ευρώπη). Δεν το λέω με τη γνώση του ανθρώπου που έχει εξαντλήσει τη σχετική βιβλιογραφία, αλλά με τις εμπειρίες που έχω αποκομίσει ταξιδεύοντας, παρατηρώντας, έχοντας (θέλω να πιστεύω) ορθάνοιχτα τα μάτια και την ψυχή μου σε ό,τι συμβαίνει γύρω μου. Και δεν αμφισβητώ την αλληλεγγύη που καλούμαστε όλοι να έχουμε απέναντι στον πρόσφυγα ή στον μετανάστη, αυτή είναι δεδομένη. Ομως, η (ρομαντική) αλληλεγγύη άνευ όρων και ορίων, η αλληλεγγύη που συχνά συνεπάγεται, όχι την αναβάθμιση της ζωής των μεταναστών αλλά την υποβάθμιση της δικής μας ζωής, μπορεί να κρύβει κινδύνους θανάσιμους για τις κοινωνίες. Ενίοτε, κινδύνους με ονοματεπώνυμο –βλέπε Μαρίν Λεπέν. Αυτό ένιωσα περπατώντας στο κέντρο της Τουλόν. Αυτό, δυστυχώς, νιώθω όλο και πιο έντονα, περπατώντας (και το κάνω καθημερινά) στο κέντρο της Αθήνας.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Απριλίου 2017.