Ως θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές, χαρακτηρίζει τη συμφωνία που επετεύχθη σήμερα με τους θεσμούς το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Όπως σημειώνει στην τριμηνιαία έκθεσή του, η κατάσταση απαιτεί διπλή προσπάθεια: Από μεν την ελληνική πλευρά να «ενστερνισθεί» το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, από δεν την ευρωπαϊκή να αναθεωρήσει τη στάση της στο ζήτημα του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτή η διπλή προσπάθεια θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός.

Η έκθεση χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση το πρώτο τρίμηνο 2017 απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες. Όπως σημειώνει, η κατάσταση στις επενδύσεις είναι συγκεχυμένη. Αναγγέλλονται μεν επενδυτικά σχέδια κυρίως στον τουρισμό, σε super-markets και σε υποδομές (λόγω ιδιωτικοποιήσεων), αλλά γενικά υποθέτουμε ότι η αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας, την έκβαση των διαπραγματεύσεων και επομένως την οικονομική πολιτική των επόμενων ετών (βλ. συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα), καθιστούν επιφυλακτικούς πολλούς επενδυτές, παρά το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα δεν λείπουν οι ευκαιρίες για επενδύσεις.

Οι εξαγωγές -και λόγω των δομικών τους προβλημάτων- αδυνατούν να παίξουν ρόλο ατμομηχανής, έστω βοηθητικής. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων, παραμένουν στάσιμες σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρονται στον Ιανουάριο των ετών 2015, 2016 και 2017.

Οι στόχοι για το ΑΕΠ

Όπως σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού, διάφοροι οργανισμοί πάντως προβλέπουν πλέον ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί από 0,5% έως 2,2% το 2017. Τον Απρίλιο 2017 το ΔΝΤ τροποποίησε μεν προς τα κάτω τις προβλέψεις του για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 σε 2,2% από 2,8% αλλά προβλέπει (υπό όρους) επιτάχυνση στο 2,7 % για το 2018. Αυτό σημαίνει ότι αναμένεται απώλεια ΑΕΠ το 2017 περίπου €1 δισ. Με δεδομένη την εξέλιξη, το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και τη μεταφορά της στο νέο έτος, θα πρέπει η ελληνική οικονομία τα επόμενα τρίμηνα να κάνει άλματα, πράγμα βέβαια που εξαρτάται από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης (και ειδικά την ταχύτητα και ποιότητα των μεταρρυθμίσεων) και των εταίρων (ως προς την ελάφρυνση του χρέους και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων).

Η παγίδα

Όπως σημειώνει, η οικονομία έχει επομένως βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ και αυξάνουν το χρέος. Το πρόβλημα των θεσμών και της εξαγωγικής βάσης μπορεί να λυθεί μόνο με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν αποδίδουν αμέσως ακόμα και όταν πραγματοποιούνται με συνεκτικό τρόπο.

Τα πλεονάσματα και η υπεραπόδοση του 2016

Οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν ότι αμφιβάλλουν αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018, χωρίς ζημία για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου 2% ΑΕΠ όπως προ- τείνουν μεταξύ άλλων το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος, αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Δεδομένου ότι η επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα ≥ 3,5% του ΑΕΠ) είναι σχεδόν ανέφικτη για μεγάλες χρονικές περιόδους (≥ 5 έτη), όπως είναι ευρέως αποδεκτό (και το ΓΠΚΒ έχει επανειλημμένα επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτού), η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2016 (που ξεπερνά ακόμα και τον στόχο του 2018), ειδικά αν αυτή συνεχιστεί και το 2017, υποσκάπτει τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα (όπως δεσμεύεται από το μνημόνιο).

Με την υπεραπόδοση του 2016 ουσιαστικά χάθηκε ένα βασικό πλεονέκτημα του τρίτου μνημονίου, που ήταν οι χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα (πολύ θετική εξέλιξη για την ουσία της οποίας υπάρχει ευρεία συναίνεση). Η ελληνική οικονομία, αν και δεν προβλεπόταν από τους στόχους του μνημονίου, πέτυχε σχεδόν το πλεόνασμα που είχε παλαιότερα συμφωνηθεί και μάλιστα υπό χειρότερες οικονομικές συνθήκες σε σχέση με αυτά που τότε προβλέπονταν.