Η συζήτηση των τελευταίων ημερών για τα κρίσιμα μακροοικονομικά «λάθη» του ΔΝΤ στον σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής, με αποτέλεσμα η επίπτωση των περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων στην ύφεση να είναι πολύ μεγαλύτερη από την προβλεφθείσα, με φοβίζει. Γιατί εάν πράγματι η ελληνική κοινή γνώμη και οι πολιτικοί της διαμορφωτές έχουν τόσο βραχεία μνήμη γύρω από κρίσιμες στιγμές της προηγούμενης δραματικής τριετίας, θα δυσκολευτούμε να εφαρμόσουμε με σταθερότητα το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και οριστικής εξόδου από την κρίση, τώρα που φτάσαμε με κόπους, θυσίες και βάσανα του λαού μας στο σημείο της στροφής.
«Στήριξη και τιμωρία»
Προφανώς και το πρώτο πρόγραμμα προσαρμογής είχε τεράστια σχεδιαστικά λάθη. Το θεμελιώδες λάθος ήταν ο συνδυασμός «στήριξης και τιμωρίας» της Ελλάδας και των άλλων χωρών που εντάχθηκαν σε παρόμοια προγράμματα. Η επιλογή αυτή των εταίρων μας είχε και εξακολουθεί να έχει πρωτίστως ιδεολογικά χαρακτηριστικά, καθώς εκπηγάζει από τον συνδυασμό μιας δημοσιονομικά συντηρητικής και μιας οικονομικά νεοφιλελεύθερης αντίληψης που οδηγεί στο να επιβληθούν προκυκλικά προγράμματα προσαρμογής στις δημοσιονομικά προβληματικές χώρες. Δηλαδή, προγράμματα που επιβάλλουν ταχύρρυθμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος υπό συνθήκες ύφεσης, με συνέπεια ακόμη βαθύτερη και μάλιστα σωρευτική ύφεση.
Στην περίπτωση της Ελλάδας –που ήταν η πρώτη στη σειρά χώρα και χρησιμοποιήθηκε δυστυχώς ως πειραματόζωο –αυτό προσέλαβε ακραία μορφή, καθώς, υπό την απειλή της χρεοκοπίας και της απόλυτης εκμηδένισης εισοδημάτων (ιδίως συντάξεων) και περιουσιών (κινητών και ακινήτων), την άνοιξη του 2010, επιβλήθηκε ένα πρόγραμμα:
l Περιορισμένης έκτασης, καθώς τα 110 δισ. ευρώ εθεωρούντο τότε πάρα πολλά και κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει περισσότερα, και μάλιστα 240 δισ. ευρώ που δόθηκαν τον Οκτώβριο του 2011.
l Εντυπωσιακά βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα που προέβλεπε επάνοδο στις αγορές ήδη από το 2011.
l Υψηλού κόστους δανεισμού και από την ευρωζώνη και από το ΔΝΤ.
l Χωρίς πρόβλεψη για μείωση του δημοσίου χρέους και χωρίς πραγματική μέριμνα για τη βιωσιμότητά του, χωρίς ολοκληρωμένο μηχανισμό προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τον κίνδυνο απόσυρσης καταθέσεων.
Ακόμη και οι διαρθρωτικές αλλαγές που τραβούσαν το ενδιαφέρον των εταίρων μας ήσαν έντονα στραμμένες στη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (κάτι που έχει γρήγορη επίπτωση σε χώρες με μεγάλο εξαγωγικό δευτερογενή τομέα) και όχι εξίσου σε άλλους συντελεστές του κόστους παραγωγής, με στόχο τη μείωση των τιμών.
Αυτός ο προφανώς εσφαλμένος σχεδιασμός δεν έγινε όμως μόνο από το ΔΝΤ, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και από την ΕΚΤ και επικυρώθηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης που διαθέτουν τις κεντρικές τους τράπεζες και άλλους –υποτίθεται –μηχανισμούς οικονομικού, δημοσιονομικού και χρηματοπιστωτικού σχεδιασμού.
Μάλιστα, η ΕΚΤ ήταν αυτή που μέχρι τον Ιούλιο του 2011 αντιδρούσε με δραματικούς τόνους σε κάθε ιδέα μείωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους θεωρώντας την «έγκλημα καθοσιώσεως» σε βάρος του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και της δανειοληπτικής ικανότητας των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Ας μη βλέπουμε τις τωρινές δυναμικές παρεμβάσεις της ΕΚΤ. Ας θυμηθούμε πώς αντιδρούσε έως τα μέσα του 2011.
Αυτό που λέω συνεπώς είναι, πρώτον, ότι τα σχεδιαστικά προβλήματα του προγράμματος προσαρμογής δεν οφείλονται μόνο στο ΔΝΤ, αλλά σε όλους τους θεσμικούς μας εταίρους και, δεύτερον, ότι τα «σφάλματα» αυτά δεν ήταν τεχνικά αλλά ανάγονται στις κυρίαρχες διεθνώς οικονομικές, δηλαδή ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις. Ποτέ δεν είπαμε ότι διαπραγματευόμαστε με την Ευρώπη των ονείρων μας ή μέσα σε ένα πλαίσιο διαφανούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Πάντοτε λέγαμε και λέμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να κινηθεί και εξακολουθεί να κινείται μέσα σε δυσμενείς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, δεν υπάρχει όμως διαθέσιμο κανένα καλύτερο ή ασφαλέστερο πλαίσιο αναφοράς για τη χώρα μας.
Στο σχεδιαστικό αυτό πρόβλημα προστέθηκε πολύ γρήγορα ένα ακόμη μεγαλύτερο: η αβεβαιότητα για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, που προσέλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας ως προς τον λεγόμενο νομισματικό κίνδυνο της Ελλάδας. που εμφανιζόταν από τους ίδιους τους εταίρους μας με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω από ευρώ, με όσα αρνητικά αυτό συνεπάγεται για την Ελλάδα, πολλές άλλες χώρες της ευρωζώνης και τελικά την ίδια την ευρωζώνη συνολικά. Μεσολάβησε μάλιστα η περιβόητη δήλωση της Deauville που εκλήφθηκε ως απειλή προς τις αγορές που δανείζουν δημοσιονομικά ασθενείς χώρες.
Δεν αφέθηκε στην Ελλάδα κανένα περιθώριο αναπνοής, με εξαίρεση την πολύ μικρή περίοδο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου 2010. Ο ίδιος ο δημόσιος λόγος των θεσμικών μας εταίρων υπονόμευσε συνεπώς πολύ γρήγορα την αποτελεσματικότητα του προγράμματος και επιδείνωσε το υφεσιακό αποτέλεσμά του. Αυτό δεν αποσιωπά, βέβαια, ούτε μειώνει τις εσωτερικές ευθύνες για έλλειψη εμμονής, αποφασιστικότητας, συναίνεσης και στήριξης που κατανέμονται μεταξύ της τότε κυβέρνησης και της τότε «αντιμνημονιακής» αντιπολίτευσης. Το τραγικό είναι ότι τώρα αυτό επαναλαμβάνεται με οξύ τρόπο για καθαρά εσωτερική χρήση, παρότι κανείς δεν τολμά να πει στα σοβαρά ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Αντιθέτως, με απεριόριστο πολιτικό θράσος κάποιοι περιφέρουν τη διγλωσσία τους διεθνώς δίνοντας εξετάσεις αμερικανικής και ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης.
Τα μεγάλα όμως αυτά ζητήματα δεν περιμέναμε να μας τα πει τον Ιανουάριο του 2013 ο κ. Blanchard ή ο εκπρόσωπος Τύπου του ΔΝΤ. Αυτά τα ζητήματα ήταν το διαρκές και σκληρό πεδίο των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, τις ηγεσίες των θεσμών που μετέχουν σε αυτήν, τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και ιδίως τη γερμανική και άλλες κυβερνήσεις, όπως των ΗΠΑ.
Για να αλλάξουμε αυτά τα αρνητικά δεδομένα δέχθηκα να αναλάβω τον Ιούνιο του 2011 τα επώδυνα και επικίνδυνα καθήκοντα του υπουργού Οικονομικών. Ψηφίσαμε στις 29 Ιουνίου 2011 το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής για να μπορέσουμε να πάμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Ιουλίου 2011, οπότε και έγιναν δεκτές κρίσιμες νέες παραδοχές:
l Το κούρεμα του χρέους, έστω με τη μορφή του πρώτου PSI στο επίπεδο του 21%.
l Η μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου που είχε ήδη τεθεί στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου.
l Η ανάγκη δέσμης μέτρων αναπτυξιακής στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Ακριβώς δε λόγω της διάψευσης των μακροοικονομικών προβλέψεων της τρόικας και της βαθύτερης ύφεσης οδηγηθήκαμε στη μεγάλη σύγκρουση των τελευταίων ημερών του Αυγούστου-πρώτων ημερών του Σεπτεμβρίου 2011, όταν η τρόικα αποχώρησε από το γραφείο μου και κάποιοι με κατηγορούσαν γιατί έθεσα τόσο έντονα το ζήτημα της ύφεσης και των εσφαλμένων προβλέψεων όχι μόνο του ΔΝΤ, αλλά όλων των θεσμικών μας εταίρων.
Αυτή όμως η σύγκρουση είναι που μας επέτρεψε να πάμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 26ης/27ης Οκτωβρίου 2011 που έθεσε τη βάση του δεύτερου προγράμματος το οποίο οριστικοποιήθηκε, μετά από δύσκολες και σκληρές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας και τον διεθνή ιδιωτικό τομέα, στο Eurogroup της 21ης Φεβρουαρίου με το νέο δάνειο από το EFSF 130 δισ. ευρώ (σύνολο 240 δισ. ευρώ) με καλύτερα επιτόκια και όρους πληρωμής.
l Μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου.
l Επιμήκυνση της μέσης διαρκείας και μείωση του μέσου κόστους του ελληνικού δημοσίου χρέους.
l Κούρεμα του δημοσίου χρέους κατά 53,5% της ονομαστικής αξίας του κατεχόμενου από τον διεθνή ιδιωτικό τομέα τμήματός του με το PSI, δηλαδή μείωση κατά 106 δισ. ευρώ, κατά 50 μονάδες του ΑΕΠ.
l Δέσμευση για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας μέχρι την επάνοδό της στις αγορές.
l Ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να υπάρχει μοχλός ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας.
Από το βιβλίο του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου «Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος 2012-2017».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ