Η στρατηγική της Λεπέν και των επιτελείων της είναι σαφής: καταγγέλλοντας τον Μακρόν ως πιόνι της «βασιλείας του χρήματος» και της «απορύθμισης», θέλει να προσελκύσει τις λαϊκές ψήφους μιας ορισμένης Αριστεράς. Συγχρόνως, βέβαια, παρουσιάζοντας τον Μακρόν ως υποχωρητικό έναντι του Ισλάμ ή ως εκφραστή της κοινοτιστικής διάσπασης της χώρας προς όφελος των «εχθρών της Γαλλίας», υπενθυμίζει στους συντηρητικούς δεξιούς μια συγγένεια ηθικών ευαισθησιών.
Η Γαλλία μεταξύ των δύο γύρων είναι μια πολύ διαιρεμένη χώρα. Τα γεωγραφικά και κοινωνικο-εισοδηματικά ρήγματα συνυπάρχουν με γενεακά χάσματα. Οι πιο νέοι ψήφισαν Μελανσόν, Λεπέν και λιγότερο Μακρόν, οι ηλικιωμένοι τον Φιγιόν. Οι καθολικοί προτίμησαν κατά πλειοψηφία τον υποψήφιο της κοινοβουλευτικής Δεξιάς, οι προτεστάντες τον Μακρόν και τα προάστια (με το ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο) τον Ζαν-Λικ Μελανσόν.
Η κρίση του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου και οι λαϊκοί φόβοι είναι η αδιάψευστη πραγματικότητα της συγκυρίας. Και ο πιθανός (αλλά όχι βέβαιος) νικητής των εκλογών, ο Μακρόν, έρχεται στο προσκήνιο ως μια προσωπικότητα που ενσαρκώνει την ιδεολογική πτητικότητα των καιρών, την κρίση της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και τις αποστάσεις ανάμεσα στην εξωστρεφή «αστική» Γαλλία και σε μια χώρα κλεισμένη στον εαυτό της και στις πληγές της.
Ο κίνδυνος για τον Μακρόν, μετά τη νίκη, δεν θα είναι απλώς η έλλειψη μιας σταθερής κομματικής πλειοψηφίας. Δεν θα είναι, δηλαδή, μόνο η «μοναξιά» του σε ένα τοπίο διαιρετικών σπασμών στην Αριστερά και στη Δεξιά. Ο κίνδυνος του προοδευτικού Κέντρου το 2017 είναι να εμφανιστεί ως μια απλή ρεπλίκα του σοσιαλφιλελευθερισμού των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’90. Σαν να μην έχουν αλλάξει ριζικά οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και το διεθνές περιβάλλον.
Είναι, για παράδειγμα, απλουστευτική η εκδοχή της μάχης ανάμεσα στους λαϊκισμούς και στη δημοκρατία, ανάμεσα σε δυο «στρατόπεδα» όπου από τη μία βρίσκεται ο ορθός λόγος και από την άλλη διάφοροι πολιτικοί και ιδεολογικοί παραλογισμοί. Ακόμα και αν μπορεί κανείς να μιλήσει αυτή την τόσο ’90ς γλώσσα, το θέμα είναι ότι, μιλώντας την, αυτοϋπονομεύεται ως ένας ελιτιστής της χώρας των εξασφαλισμένων ευπόρων, κι έτσι γίνεται ένα βολικό ξόανο για τους «λαϊκιστές». Αυτό φαίνεται ευτυχώς να το αντιλαμβάνεται ο Εμανουέλ Μακρόν, όπως δείχνει η έμφαση που δίνει πια στην προστασία των χαμένων της κρίσης και σε έναν ρεπουμπλικανικό πατριωτισμό ικανό για πολιτικές συνθέσεις.
Το προηγούμενο της αποτυχίας Ολάντ είναι διδακτικό. Μια προεδρία χωρίς επαφή με την πραγματικότητα και με τις εύλογες ανησυχίες των ανθρώπων, δεν μπορεί να γεφυρώσει συμβολικά τις διαφορετικές «επικράτειες».
Στον δρόμο για τον δεύτερο γύρο έχει μεγάλο ενδιαφέρον η στάση των ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν με ενθουσιασμό για τον Μελανσόν. Το ότι ο ίδιος ο υποψήφιος της «Ανυπότακτης Γαλλίας» δεν πήρε θέση, ενίσχυσε τις φωνές και τις πρωτοβουλίες της διπλής άρνησης: το ούτε Μακρόν, ούτε Λεπέν. Εκλεισε έτσι το μάτι στην αποχή ή σε μια στάση «αντισυστημικής» αδιαφορίας για το αν θα κατισχύσει η «Σκύλλα του λεπενισμού» ή η «Χάρυβδη του νεοφιλελευθερισμού». Στις ομαδοποιήσεις των social media, αυτές οι ολέθριες τάσεις δείχνουν ισχυρές αλλά αυτό δεν είναι κριτήριο για το πού θα κατευθυνθεί αυτός ο κόσμος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ