Την περασμένη εβδομάδα στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης χωριστήκαμε, για άλλη μία φορά, σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: οι μισοί υποστήριζαν πως ο Στάθης Ψάλτης ήταν καλός ηθοποιός, οι άλλοι μισοί πως δεν ήταν. Η κουβέντα πέρασε και αλλού: είναι σωστό να μιλάμε αρνητικά για ανθρώπους που δεν είναι πια στη ζωή ή καλά θα κάνουμε να πλένουμε το στόμα μας με αγιασμό κάθε φορά που προφέρουμε το όνομά τους; Αλλοι διαφώνησαν πολιτισμένα, άλλοι βρίστηκαν, δημοσιεύτηκαν και κάτι παρανοϊκοί μονόλογοι με απειλές προς όσους δεν αναγνώριζαν το υποκριτικό μεγαλείο του νεκρού που δεδικαίωται, ή έστω προς εκείνους που δεν στέκονται με σεβασμό μπροστά στην προσφορά του…
Οταν διαβάζεις τόσο ακραία πράγματα και όταν βλέπεις τόσο φανατισμένες αντιδράσεις, θέλει αυτοσυγκράτηση για να μην μπεις και εσύ στον χορό. Αν το κάνεις, και θα εκτεθείς και θα λοιδορηθείς και θα στεναχωρηθείς χωρίς (στην πραγματικότητα) λόγο. Κατόπιν τούτου, παρότι έχω συγκεκριμένη άποψη για το αν ο Ψάλτης ήταν καλός ή όχι ηθοποιός, επιλέγω να μην μπω στην κουβέντα. Πολλές οι απόψεις που ακούστηκαν, ούτε υπάρχει λόγος να ακουστεί μία ακόμα, ούτε έχω διάθεση να σταδιοδρομήσω τις επόμενες ημέρες ως υβριστής του εκλιπόντος.
Ομως, βλέποντας και ανθρώπους που περίμενα να είναι πιο ψύχραιμοι και πιο κριτικοί, να αναφέρονται σχεδόν με συγκίνηση στην προσφορά του, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως χάσαμε την ουσία: το θέμα δεν ήταν το ταλέντο, αλλά η αισθητική. Η αισθητική που και ο Ψάλτης, όπως και άλλοι συνάδελφοί του, πέρασαν μέσα από τις δουλειές τους. Μαθαίνοντάς μας πώς το αμετροεπές, το φτηνό και το συχνά αγοραίο, συστατικά της εν Ελλάδι βιντεοκασέτας, είναι και τα κύρια συστατικά της ψυχαγωγίας. Ολο αυτό, το αθυρόστομο, που όμως δεν ήταν έξυπνο αλλά ωμό, ντυμένο στη συνέχεια με το άλλοθι της «αριστοφανικής αισθητικής» που έσπευσαν να του χαρίσουν κάποιοι από τους «διαβασμένους» προκειμένου να μη μείνουν έξω από το παιχνίδι, να έχουν ρόλο, βαφτίστηκε λαϊκή διασκέδαση. Και έχασαν την πραγματική σημασία τους και η λέξη «λαϊκή» και η λέξη «διασκέδαση».
Τυχαία, επειδή, λόγω της οικονομικής ένδειας που τη μαστίζει, η τηλεόραση άρχισε να προβάλλει βιντεοκασέτες της εποχής που ο Ψάλτης, όπως και άλλοι ηθοποιοί, σταδιοδρομούσαν γυρίζοντας μία ταινία κάθε εβδομάδα, παρακολούθησα (ξανά) ορισμένες τέτοιες παραγωγές –αποσπασματικά, γιατί ομολογώ πως αυτές τις ταινίες, ολόκληρες, δεν αντέχω πλέον να τις δω. Επιβεβαίωσα ό,τι θυμόμουν: δεν είναι λαϊκή διασκέδαση, είναι κακή διασκέδαση. Με κακά σενάρια, κακές σκηνοθεσίες, κακές ερμηνείες. Δουλειές προχειροστημένες και προχειρογυρισμένες. Με καλούς ηθοποιούς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου να περιφέρουν την αμηχανία τους και την παρακμή τους, και με μια νέα γενιά ηθοποιών, αρκετοί εκ των οποίων δεν ήταν ατάλαντοι, να εθίζονται στην ευκολία, στο «άρπα-κόλλα» και στο χοντροκομμένο χιούμορ.
Παρατηρώντας τώρα, με τον θάνατο του Ψάλτη, τη διάθεση πολλών να υπερασπιστούν αυτή την παρακμιακή για τον ελληνικό κινηματογράφο εποχή (η οποία επηρέασε και το θέατρο, ειδικά την επιθεώρηση και την κωμωδία), επιβεβαίωσα, δυστυχώς, πως η ευτέλεια δεν είναι ρουχαλάκι που όποτε θέλουμε το φοράμε και όποτε θέλουμε το πετάμε από πάνω μας. Ενίοτε γίνεται δεύτερο δέρμα μας, που όσο και αν το κρύβουμε κάτω από τα καλά μας ρούχα αποτελεί «συστατικό» της ύπαρξής μας.