Η τζιχάντ και ο θάνατος
Μετάφραση Κίττυ Ξενάκη, Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 176, τιμή 14 ευρώ
«Ο τρόμος δεν είναι στρατηγική, είναι παραλήρημα» (σελ. 130)
Ο γάλλος κοινωνικός επιστήμονας Ολιβιέ Ρουά, καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις: ανήκει στους πλέον επιφανείς και διεισδυτικούς αναλυτές του πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία. Με το πρόσφατο βιβλίο του Le djihad et la mort (2016) επιχειρεί, μέσα στο τεταμένο κλίμα που έχει δημιουργήσει η πύκνωση των τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ευρώπη, μια διπλή παρέμβαση: να αναδείξει αφενός τον χαρακτήρα της εξελισσόμενης τζιχαντιστικής έξαρσης χρησιμοποιώντας εμπειρικά δεδομένα και αφετέρου να προκαλέσει μια μετατόπιση στον δημόσιο διάλογο (όχι μόνο στη Γαλλία) προς μια κατεύθυνση που θεωρεί πιο ουσιαστική: μας προτρέπει να σκεφτούμε το Ισλάμ όχι ως μια δομική αιτία της τρομοκρατικής βίας, αλλά ως το βολικότερο στην εποχή μας πλαίσιο για την εκδήλωση ενός πεισιθάνατου χιλιαστικού μηδενισμού. Βασική του θέση είναι ότι «η τρομοκρατία δεν πηγάζει από τη ριζοσπαστικοποίηση του Ισλάμ, αλλά από την ισλαμοποίηση της ριζοσπαστικότητας». Και η φράση αυτή συμπυκνώνει (και κωδικοποιεί) την επιχειρηματολογία του στο πολύ χρήσιμο δοκίμιό του Η τζιχάντ και ο θάνατος (Εκδόσεις Πόλις) που καλομεταφράστηκε στα ελληνικά από τη δημοσιογράφο Κίττυ Ξενάκη.
Η θρησκεία και ο θάνατος
Εν προκειμένω, ο Ολιβιέ Ρουά υιοθετεί μια «εγκάρσια προσέγγιση» για να ερμηνεύσει τη σύγχρονη ισλαμική βία παράλληλα με τις άλλες μορφές βίαιης ριζοσπαστικότητας, οι οποίες κρίνει ότι είναι συγγενείς με το φαινόμενο που εξετάζει , δηλαδή «εξέγερση των νέων εναντίον των γονιών τους, αυτοκαταστροφή, ριζική ρήξη με την κοινωνία, αισθητική της βίας, ένταξη του αποκομμένου ατόμου σε ένα μεγάλο παγκοσμιοποιημένο αφήγημα, αιρέσεις που προφητεύουν την επερχόμενη συντέλεια του κόσμου». Δεν αρνείται, βεβαίως, πως ένα φονταμενταλιστικό Ισλάμ αναπτύσσεται εδώ και σαράντα χρόνια, υποστηρίζει απλώς ότι «αυτός ο φονταμενταλισμός δεν αρκεί για να παραγάγει βία».
Τη διαπίστωσή του αυτή –με την οποία δεν συμφωνούν όλοι οι συνάδελφοί του, ειδικοί ισλαμολόγοι όπως λ.χ. ο Ζιλ Κεπέλ –την εγγράφει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτό της ανάπτυξης όλων των θρησκευτικών φονταμενταλισμών και, πρωτίστως, σε μια διαδικασία «αποσύνδεσης της θρησκείας από την κουλτούρα» (déculturation, στα γαλλικά) στη διάρκεια μιας ιστορικής περιόδου (της δικής μας) που θριαμβεύουν τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και η κοσμικότητα. Ναι, μεν, υπάρχει θρησκευτικός φονταμενταλισμός, όμως δεν καταλήγει αναγκαστικά στην τρομοκρατία και στην πολιτική βία. Κοντολογίς, «η βίαιη ριζοσπαστικοποίηση δεν αποτελεί συνέπεια της θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης» κατά τον Ολιβιέ Ρουά. Αυτούς τους νέους τζιχαντιστές «κανένα θρησκευτικό κίνημα δεν τους ριζοσπαστικοποίησε «θρησκευτικά», προτού περάσουν στην τρομοκρατία», ούτε καν ο σαλαφισμός, που είναι ο συνήθης ύποπτος.
Αλλωστε –όπως προκύπτει και μέσα από την ακτινογράφηση της «δεύτερης γενιάς της τζιχάντ», η οποία ενσωματώνει κατά κύριο λόγο τους γεννημένους στη Δύση, τους «δυτικοποιημένους» και τους «προσήλυτους» μαχητές που έχουν ένα «απολύτως παγκόσμιο» πεδίο δράσης –η θρησκεία δεν είναι παρά το πρόσχημα. Η σχέση των νέων τζιχαντιστών με τη θρησκεία, το Ισλάμ, είναι από ανύπαρκτη έως ελαστική, είναι βασικώς μια σχέση ευκαιριακή και εξυπηρετική, η οποία (συν)διαμορφώνεται από ένα είδος αποκαλυψιακής μεταστροφής, που δεν έχει άλλο τέλος από τον αφανισμό και την καταστροφή.
Ο Ολιβιέ Ρουά εστιάζει σε ό,τι περιγράφει ως «μετάβαση» των τζιχαντιστών στον θρησκευτικό φανατισμό, πρόκειται για μια διαδικασία που «λαμβάνει χώρα εκτός κοινοτικών πλαισίων, είναι όψιμη, σχετικά αιφνίδια, και συμβαίνει λίγο πριν από το πέρασμα στη δράση». Δεν υπάρχει κοινό προφίλ, όμως το προφίλ του μέσου τρομοκράτη/τζιχαντιστή «παραμένει αξιοσημείωτα σταθερό», από τον Χαλίντ Κελκάλ, τον πρώτο homegrown τρομοκράτη (περιφέρεια της Λυών, 1995), ως τους αδελφούς Κουασί (Charlie Hebdo, 2015), οι οποίοι μοιράζονταν κάποια πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, «δεύτερη γενιά, μάλλον καλά ενσωματωμένοι αρχικά, περίοδος μικροεγκληματικότητας, ριζοσπαστικοποίηση στη φυλακή, επίθεση και θάνατος, με το όπλο στο χέρι, απέναντι στην αστυνομία».
Στο βιβλίο όλοι αυτοί (οι δράστες της τελευταίας εικοσαετίας) περιγράφονται λίγο-πολύ ως δυσοίωνοι οπορτουνιστές του θανάτου, του δικού τους και των άλλων. Η βία δεν είναι μέσο για αυτούς, είναι ο μοναδικός σκοπός τους. Ο θάνατος ως αυτοσκοπός είναι το κλειδί, κατά τον Ολιβιέ Ρουά, για να κατανοήσουμε τη σημερινή ριζοσπαστικοποίηση στην οποία «η μηδενιστική διάσταση παίζει κεντρικό ρόλο». Η άλλη διάσταση που διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ανάλυσή του είναι η γενεακή, «είναι το μίσος για τις υπάρχουσες κοινωνίες, είτε δυτικές είτε μουσουλμανικές».
Ο loser και ο υπερήρωας
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου «Το φαντασιακό των τζιχαντιστών» είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον, όπου γίνεται και η διάκριση μεταξύ «θρησκείας» και «θρησκευτικότητας». Οι νέοι ριζοσπαστικοποιημένοι είναι τέτοιοι από επιλογή και δεν βασίζονται σε πραγματική γνώση της θρησκείας, αλλά στην αυθεντία. Το Ισλάμ των νέων τζιχαντιστών –οι οποίοι, αλίμονο, απέχουν από το να είναι ουτοπιστές που θα ήθελαν έναν άλλο κόσμο –αρθρώνεται γύρω από ένα μεγάλο εκδικητικό αφήγημα που εγγράφεται και σε μια πολύ μοντέρνα αισθητική του ηρωισμού και της βίας. Ολα αυτά τους τα προσφέρει απλόχερα το εσχατολογικό Ισλαμικό Κράτος (Daesh, στα αραβικά) με την υποτιθέμενη παγκοσμιότητα του χαλιφάτου, επειδή ακριβώς, όπως σημειώνει ο Ολιβιέ Ρουά, «η αποκάλυψη μετατρέπει την ατομική μηδενιστική διαδρομή τους σε συλλογικό πεπρωμένο».
Το τρίτο κεφάλαιο γίνεται εντυπωσιακό όταν ο συγγραφέας κάνει λόγο για τη «διολίσθηση» από τον αριστερισμό στον ισλαμισμό. Γιατί; «Οι δύο μορφές αμφισβήτησης (άκρα Αριστερά και ριζοσπαστικός ισλαμισμός) έχουν κοινή δομή», κάτι που μας βοηθά λ.χ. να καταλάβουμε και γιατί υπάρχουν ακόμη και στον δυτικό κόσμο οι (εκ του ασφαλούς, εννοείται) συμπαθούντες την «τριτοκοσμική ιδεολογία». Παραθέτουμε όμως τον ίδιο τον Ολιβιέ Ρουά: «Οι νέοι επαναστάτες σε αναζήτηση αιτίας δεν έχουν πλέον παρά την Αλ Κάιντα και το Daesh διαθέσιμα στην αγορά. Δεν επιλέγουν ανάλογα με τη στρατηγική του καθενός, αλλά με τις προοπτικές που προσφέρουν για μεταμόρφωση του loser σε υπερήρωα». Αξίζει, τέλος, ο αναγνώστης να σταθεί στα σημεία της ανάλυσης που αφορούν τον «εμφύλιο πόλεμο» της αλληλοσπαρασσόμενης Μέσης Ανατολής (Σαουδική Αραβία – Ιράν, σουνίτες – σιίτες) αλλά και τη ρεαλιστική «δομική αδυναμία» του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο παραπήραμε στα σοβαρά. Το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη αποσυντεθεί έχει να κάνει ακριβώς με το παιχνίδι της επιρροής των μεγάλων παικτών στη σκακιέρα της αιματοβαμμένης αυτής επικράτειας. «Η δύναμη του Daesh είναι ότι εκμεταλλεύεται τους φόβους μας. Και αυτός ο φόβος είναι ο φόβος του Ισλάμ. Ο μόνος στρατηγικός αντίκτυπος των επιθέσεων είναι το ψυχολογικό τους αποτέλεσμα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ