Η εκλογική εξίσωση και το διακύβευμα
Φιλοευρωπαϊσμός εναντίον απομονωτισμού
Το στοίχημα της Μέι και οι εκλογές της 8ης Ιουνίου
Ανεξαρτήτως των εξελίξεων στη Γαλλία, το νέο στοιχείο στην εξίσωση είναι η απόφαση της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι να ζητήσει και η Βουλή των Κοινοτήτων να εγκρίνει με συντριπτική πλειοψηφία τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 8 Ιουνίου. Η κυρία Μέι, η οποία είναι σαφές ότι συνδέει ευθέως την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας του Brexit με την πολιτική κυριαρχία της τα επόμενα χρόνια, αιφνιδίασε με την επιλογή της – αν και ψίθυροι περί πρόωρων εκλογών είχαν καταγραφεί σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης.
Η ίδια επεσήμανε ότι θέλει να ενισχύσει την εντολή που ήδη είχε και η χώρα να πορευθεί ενωμένη στις δύσκολες διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις, το Συντηρητικό Κόμμα αναμένεται να καταγάγει περιφανή νίκη, καθώς οι Εργατικοί βρίσκονται σε κρίση υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν. Η Μέι, που στην προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος για το Brexit υποστήριξε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, αν και μάλλον απρόθυμα (εξ ου και το προσωνύμιο «Reluctant Remainer» που της αποδίδεται), εμφανίστηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας ως οπαδός ενός σκληρού Brexit. Κατά τη διαμόρφωση της αρχικής διαπραγματευτικής της θέσης αντιμετώπισε αντιδράσεις εντός των Τόρις, αλλά πλέον, με νωπή λαϊκή εντολή, οι αμφισβητίες θα σιγήσουν.
Παράλληλα, η Μέι θα μπορεί να προβεί και σε ενδεχόμενες υποχωρήσεις που θα είναι αναγκαίες για να κλείσει μια συμφωνία με τις Βρυξέλλες, οι οποίες εμφανίζονται αμετακίνητες και μάλλον σκληρές σε ζητήματα όπως π.χ. το κόστος του διαζυγίου που θα πρέπει να επωμιστεί το Λονδίνο. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η Μέι εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται ότι ίσως χρειαστεί μια μεταβατική περίοδος για να υπάρξει μια ομαλή έξοδος και να τακτοποιηθούν ζητήματα όπως η ελευθερία μετακίνησης εργαζομένων και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου, η Μέι θα έχει καθαρό εκλογικό πεδίο μέχρι το 2020 και το χρονικό όριο του 2019 δεν θα είναι πλέον τόσο ασφυκτικό.
Η Μέρκελ, ο Σουλτς και οι εξελίξεις στο Παρίσι
Η πρωτεύουσα η οποία παρακολουθεί στενότερα από οποιαδήποτε άλλη τις γαλλικές πολιτικές εξελίξεις είναι το Βερολίνο. Με τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές να είναι οι τελευταίες σε ένα γεμάτο ευρωπαϊκό εκλογικό ημερολόγιο (διεξάγονται στις 24 Σεπτεμβρίου), η καγκελαρία και το γερμανικό κατεστημένο ελπίζουν ότι η Μαρίν Λεπέν δεν θα αναδειχθεί νικήτρια μετά τον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου. Ο γερμανικός προβληματισμός δεν περιορίζεται όμως μόνο στο πρόσωπο του νικητή, αν και φαίνεται να υπάρχει μια συγκρατημένη προτίμηση στον Εμανουέλ Μακρόν. Πολλοί γερμανοί αξιωματούχοι δεν είναι βέβαιοι ότι ο 39χρονος πρώην υπουργός Οικονομίας έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει πολιτικά και οικονομικά το «δεύτερο μισό» του γαλλογερμανικού άξονα.
Κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία, ο κ. Μακρόν δεν συναντήθηκε μόνο με την Ανγκελα Μέρκελ. Είχε συνομιλίες και με τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, τον Μάρτιν Σουλτς. Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τόνωσε τη βάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), αλλά δεν έχει ακόμη πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση έναντι της καγκελαρίου των Χριστιανοδημοκρατών. Οι επερχόμενες τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας τον Μάιο κρίνονται σημαντικές για τις προοπτικές του Σουλτς εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών του φθινοπώρου. Το SPD παραδοσιακά κυριαρχεί στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, αλλά το ακριβές αποτέλεσμα θα δείξει τις υπάρχουσες τάσεις.
Ορισμένες από τις ιδέες του Μακρόν, όπως π.χ. αυτή για έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης, κάνουν την καγκελάριο να αισθάνεται άβολα, καθώς φαίνεται ότι η πλειοψηφία των Γερμανών δεν τις συμμερίζεται. Αντίθετα, στο Βερολίνο και ιδιαίτερα στο υπουργείο Οικονομικών εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη ότι το Παρίσι πρέπει να προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να ελαστικοποιήσει την αγορά εργασίας και να μειώσει τη φορολογία αν θέλει να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, να τονώσει τις εξαγωγές και να περιορίσει το ποσοστό ανεργίας.
Γερμανοί και κοινοτικοί αξιωματούχοι παραδέχονται στο «Βήμα» ότι το Βερολίνο πάντα επιθυμεί μια ισχυρή Γαλλία, ώστε να μη φαίνεται ότι μονοπωλεί τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναφέρουν χαρακτηριστικά το ζήτημα του Προσφυγικού, όπου η αδυναμία του Φρανσουά Ολάντ υποχρέωσε τη Μέρκελ «να πάρει επάνω της» την κατάσταση και να δεχθεί ισχυρή κριτική από όλες τις πλευρές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση Μακρόν θα ήταν η καλύτερη δυνατή εξέλιξη, αν και υπάρχουν ανησυχίες. Αυτές επικεντρώνονται στο γεγονός ότι ακολουθούν βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία. Ακόμη και αν ο 39χρονος Μακρόν γίνει πρόεδρος, δεν έχει ούτε τη μακρά πολιτική εμπειρία για να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις ούτε το κόμμα του διαθέτει τη δομή που θα του επέτρεπε να κερδίσει την πλειοψηφία. Θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες – πιθανότατα με την Κεντροδεξιά – ώστε να περάσει δύσκολες μεταρρυθμίσεις.
Ισως μια εκλογή Σουλτς να ήταν ευνοϊκότερη εξέλιξη για τον Μακρόν, αν και δεν είναι βέβαιο ότι το SPD θα έχει τους συμμάχους που θα επιθυμούσε μετεκλογικά. Ακόμη και να έλθει στη δεύτερη θέση όμως, θα μπορεί να επιβάλλει όρους, αρκεί η διαφορά να είναι μικρή από το CDU, που λογικά θα έλθει πρώτο. Ωστόσο, οι Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονται να θέλουν να τοποθετήσουν τα ευρωπαϊκά ζητήματα στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας εκμεταλλευόμενοι τόσο τον Σουλτς όσο και την παρουσία του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών.
Το SPD εμφανίζεται να θέλει να προωθήσει δυναμικά την «κοινωνική διάσταση» της ΕΕ και σε αυτό έχει σύμμαχο την Επιτροπή και προσωπικά τον πρόεδρό της, τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Η Κομισιόν σχεδιάζει μάλιστα να παρουσιάσει στα τέλη Απριλίου τις προτάσεις της για έναν «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων» που εκτιμά ότι θα απονευρώσουν το οπλοστάσιο των ευρω-λαϊκιστών.
Το επιτελείο της καγκελαρίου Μέρκελ βλέπει με σκεπτικισμό τέτοιες ιδέες, και αυτό φάνηκε στις διαβουλεύσεις για το τελικό κείμενο της πρόσφατης Διακήρυξης της Ρώμης, στο οποίο η «κοινωνική διάσταση» σχεδόν δεν υπήρχε. Σε αυτό το πλαίσιο, το SPD και το δίδυμο Σουλτς – Γκάμπριελ εκτιμούν ότι το Βερολίνο θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ανεξαρτήτως πάντως των τελικών αποτελεσμάτων στις δύο χώρες, το ξεκαθάρισμα του εκλογικού χάρτη είναι αναγκαίο ώστε να μπορέσουν να αναληφθούν κάποιες πρωτοβουλίες εντός του 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ