Η Γαλλία έχει αποτελέσει, διαχρονικά και στο βάθος των αιώνων, μήτρα αλλαγών μείζονος σημασίας για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Δεν χρειάζεται να μεταφερθεί κανείς τόσο πίσω στον χρόνο και να φθάσει στη Γαλλική Επανάσταση. Μπορεί να αρκεστεί στο γεγονός ότι ήταν από τη Γαλλία που ξεπήδησε, μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μπορεί επίσης να θυμηθεί ότι η Γαλλία «ευθύνεται» για τις περισσότερες από τις καλές αλλά και τις κακές στιγμές της Ενωμένης Ευρώπης.
H κινητήριος δύναμη της Ευρώπης
Αυτή ήταν που αρχικώς πρότεινε (το 1950) και στη συνέχεια απέρριψε (το 1954) την ιδέα της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας. Εκείνη ήταν η κινητήριος δύναμη για την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957, της ιδρυτικής πράξης της τότε ΕΟΚ, από την οποία συμπληρώθηκαν εφέτος 60 χρόνια. Η Γαλλία και ο Κάρολος Ντε Γκωλ ήταν που προκάλεσαν την πρώτη μείζονα κρίση στην ιστορία της ΕΕ –την κρίση της «κενής καρέκλας», που οδήγησε με τη σειρά της στον «Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου». Το Παρίσι πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, αλλά και της ευρωζώνης. Η Γαλλία αρχικώς ηγήθηκε και στη συνέχεια «ενταφίασε» (με το αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2005) τη θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Ολα τα προαναφερθέντα γεγονότα μάλλον αποδεικνύουν χωρίς δυσκολία για ποιον λόγο το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών, ο πρώτος γύρος των οποίων διεξάγεται σήμερα, θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικό για το ίδιο το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Γαλλία δεν είναι Βρετανία –όπερ σημαίνει ότι οι επιπτώσεις του Brexit θα ωχριούν, από πολιτικής απόψεως, σε σχέση με ένα πιθανό Frexit που θα μπορούσε να πυροδοτήσει η είσοδος της ηγέτιδας του Εθνικού Μετώπου, της Μαρίν Λεπέν, στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Αν το Παρίσι αμφισβητήσει ευθέως τη βιωσιμότητα και τον πυρήνα της ΕΕ, αυτό θα έχει βαθιές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα και αναμφισβήτητα θα απελευθερώσει φυγόκεντρες δυνάμεις. Σε ένα περιβάλλον μείζονος γεωπολιτικής αστάθειας, ευρωπαίοι διπλωμάτες από την έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες προσπαθούν, σε ιδιωτικές τους συνομιλίες, να υποβαθμίσουν το ενδεχόμενο μια νίκη της Μαρίν Λεπέν να οδηγήσει στο Frexit. Ωστόσο, προβληματίζονται σφόδρα από το γεγονός ότι η εκλογή της θα καταστήσει ενδεχομένως ακόμη δυσκολότερη τη συνεννόηση σε επίπεδο «27».
Με ανοιχτά τόσα μέτωπα, όπως οι διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση της Βρετανίας, το Προσφυγικό, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, οι σχέσεις με την Τουρκία, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή και φυσικά η διαχείριση των «μετασεισμών» της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, η εκλογή Λεπέν ή, σε ένα ακόμη πιο εφιαλτικό σενάριο, η «επιλογή» στον δεύτερο γύρο μεταξύ της κυρίας Λεπέν και του ακροαριστερού Ζαν-Λικ Μελανσόν θα δημιουργούσε μείζονες επιπλοκές, αφού θα υποχρέωνε την ΕΕ σε περαιτέρω ενδοσκόπηση και θα ματαίωνε πρωτοβουλίες για βελτίωση της λειτουργίας της Ενωσης τις οποίες αρκετοί αναμένουν από το 2018.

Η εκλογική εξίσωση και το διακύβευμα
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις αλλά και τις εκτιμήσεις έγκυρων αναλυτών, όπως του Eurasia Group και του Teneo Intelligence, το πλέον πιθανό δίδυμο για να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών είναι η Μαρίν Λεπέν και ο Εμανουέλ Μακρόν. Από σχετικά κοντινή απόσταση ακολουθούν ο Φρανσουά Φιγιόν (που έχει καταφέρει να αντιπαρέλθει με το πέρασμα του χρόνου τις αποκαλύψεις για τα οικογενειακά σκάνδαλα με τη σύζυγό του) και ο ακροαριστερός Ζαν-Λικ Μελανσόν. Ο τελευταίος έχει ουσιαστικά απορροφήσει μεγάλο μέρος των απογοητευμένων ψηφοφόρων της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο αποσυντίθεται. Το άλλοτε κραταιό κόμμα και ο υποψήφιός του Μπενουά Αμόν βιώνει, κατά μία έννοια, ό,τι και το ΠαΣοΚ στην Ελλάδα και συντρίβεται υπό το βάρος της καταστροφικής θητείας του απερχόμενου προέδρου Φρανσουά Ολάντ, ενώ τα κορυφαία μετριοπαθή στελέχη έχουν ήδη εκδηλωθεί υπέρ του κ. Μακρόν.
Παρακολουθώντας τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, η πολιτική μάχη στη Γαλλία διεξάγεται γύρω από τα ακόλουθα διλήμματα: απομονωτισμός – διεθνισμός, προστατευτισμός – ανοιχτή οικονομία, ΕΕ – εθνικό κράτος/λαϊκισμός. Ισως αυτός να είναι ο λόγος που ο εκλογικός αγώνας, ο οποίος θα έχει και δεύτερο στάδιο, καθώς ακολουθούν και βουλευτικές εκλογές, αποτελεί «crash-test» στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης φιλοευρωπαϊκών και αντιευρωπαϊκών δυνάμεων. Τούτη είναι κρίσιμη, καθώς οι τάσεις στην κοινή γνώμη δεν είναι διόλου ενθαρρυντικές. Τον περασμένο Νοέμβριο, έρευνα του Ευρωβαρόμετρου στα κράτη-μέλη έδειξε ότι το ποσοστό των ευρωπαίων πολιτών που έχει θετική εικόνα για την ΕΕ έχει μειωθεί στο 35% από το 50% στο οποίο βρισκόταν πριν από 10 χρόνια. Συγκεκριμένα, στη Γαλλία, το σχετικό ποσοστό ήταν μόλις 29%, μειωμένο κατά 7%.

Φιλοευρωπαϊσμός εναντίον απομονωτισμού
Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο Εμανουέλ Μακρόν διακινδυνεύει υιοθετώντας μια τόσο φιλοευρωπαϊκή πολιτική, μιλώντας για στενότερη ολοκλήρωση στην οικονομία και στην άμυνα/ασφάλεια. Σύμφωνα πάντως με τον Τσαρλς Γκραντ, αναλυτή στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (CER) στο Λονδίνο, μια επικράτηση του Μακρόν «θα έδειχνε ότι φιλελεύθεροι, φιλοευρωπαίοι κεντρώοι πολιτικοί έχουν ακόμη μέλλον στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ο Μακρόν», προσθέτει ο κ. Γκραντ μιλώντας πρόσφατα στον βρετανικό «Guardian», «θέλει μεταρρυθμίσεις για να αναζωογονήσει την οικονομία της Γαλλίας και να ενισχύσει τη θέση της στην Ευρώπη».
Εχοντας στο πλευρό του ως βασικό σύμβουλο τον γνωστό αναλυτή Ζαν-Πιζανί Φερί, ο Μακρόν εμφανίζεται υπέρμαχος της θέσπισης ενός προϋπολογισμού για την ευρωζώνη ώστε να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις και να δημιουργηθεί ένα «μαξιλάρι» απορρόφησης του σοκ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τα κράτη-μέλη. Αυτές οι ιδέες, που κινούνται στην περίμετρο του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού, τον διαφοροποιούν και από τον κεντροδεξιό Φρανσουά Φιγιόν, ο οποίος, πιστός στην γκωλική παράδοση, κινείται σε πιο διακυβερνητική γραμμή και στην υπεράσπιση της πρωτοκαθεδρίας των εθνών κρατών.

Το στοίχημα της Μέι και οι εκλογές της 8ης Ιουνίου

Ανεξαρτήτως των εξελίξεων στη Γαλλία, το νέο στοιχείο στην εξίσωση είναι η απόφαση της βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι να ζητήσει και η Βουλή των Κοινοτήτων να εγκρίνει με συντριπτική πλειοψηφία τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στις 8 Ιουνίου. Η κυρία Μέι, η οποία είναι σαφές ότι συνδέει ευθέως την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας του Brexit με την πολιτική κυριαρχία της τα επόμενα χρόνια, αιφνιδίασε με την επιλογή της – αν και ψίθυροι περί πρόωρων εκλογών είχαν καταγραφεί σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης.

Η ίδια επεσήμανε ότι θέλει να ενισχύσει την εντολή που ήδη είχε και η χώρα να πορευθεί ενωμένη στις δύσκολες διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις, το Συντηρητικό Κόμμα αναμένεται να καταγάγει περιφανή νίκη, καθώς οι Εργατικοί βρίσκονται σε κρίση υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν. Η Μέι, που στην προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος για το Brexit υποστήριξε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, αν και μάλλον απρόθυμα (εξ ου και το προσωνύμιο «Reluctant Remainer» που της αποδίδεται), εμφανίστηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας ως οπαδός ενός σκληρού Brexit. Κατά τη διαμόρφωση της αρχικής διαπραγματευτικής της θέσης αντιμετώπισε αντιδράσεις εντός των Τόρις, αλλά πλέον, με νωπή λαϊκή εντολή, οι αμφισβητίες θα σιγήσουν.

Παράλληλα, η Μέι θα μπορεί να προβεί και σε ενδεχόμενες υποχωρήσεις που θα είναι αναγκαίες για να κλείσει μια συμφωνία με τις Βρυξέλλες, οι οποίες εμφανίζονται αμετακίνητες και μάλλον σκληρές σε ζητήματα όπως π.χ. το κόστος του διαζυγίου που θα πρέπει να επωμιστεί το Λονδίνο. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, η Μέι εμφανίζεται να αντιλαμβάνεται ότι ίσως χρειαστεί μια μεταβατική περίοδος για να υπάρξει μια ομαλή έξοδος και να τακτοποιηθούν ζητήματα όπως η ελευθερία μετακίνησης εργαζομένων και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της ΕΕ. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου, η Μέι θα έχει καθαρό εκλογικό πεδίο μέχρι το 2020 και το χρονικό όριο του 2019 δεν θα είναι πλέον τόσο ασφυκτικό.

Η Μέρκελ, ο Σουλτς και οι εξελίξεις στο Παρίσι

Η πρωτεύουσα η οποία παρακολουθεί στενότερα από οποιαδήποτε άλλη τις γαλλικές πολιτικές εξελίξεις είναι το Βερολίνο. Με τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές να είναι οι τελευταίες σε ένα γεμάτο ευρωπαϊκό εκλογικό ημερολόγιο (διεξάγονται στις 24 Σεπτεμβρίου), η καγκελαρία και το γερμανικό κατεστημένο ελπίζουν ότι η Μαρίν Λεπέν δεν θα αναδειχθεί νικήτρια μετά τον δεύτερο γύρο της 7ης Μαΐου. Ο γερμανικός προβληματισμός δεν περιορίζεται όμως μόνο στο πρόσωπο του νικητή, αν και φαίνεται να υπάρχει μια συγκρατημένη προτίμηση στον Εμανουέλ Μακρόν. Πολλοί γερμανοί αξιωματούχοι δεν είναι βέβαιοι ότι ο 39χρονος πρώην υπουργός Οικονομίας έχει τη δυνατότητα να αναβαθμίσει πολιτικά και οικονομικά το «δεύτερο μισό» του γαλλογερμανικού άξονα.
Κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία, ο κ. Μακρόν δεν συναντήθηκε μόνο με την Ανγκελα Μέρκελ. Είχε συνομιλίες και με τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία, τον Μάρτιν Σουλτς. Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τόνωσε τη βάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), αλλά δεν έχει ακόμη πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση έναντι της καγκελαρίου των Χριστιανοδημοκρατών. Οι επερχόμενες τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας τον Μάιο κρίνονται σημαντικές για τις προοπτικές του Σουλτς εν όψει των ομοσπονδιακών εκλογών του φθινοπώρου. Το SPD παραδοσιακά κυριαρχεί στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, αλλά το ακριβές αποτέλεσμα θα δείξει τις υπάρχουσες τάσεις.

Ορισμένες από τις ιδέες του Μακρόν, όπως π.χ. αυτή για έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης, κάνουν την καγκελάριο να αισθάνεται άβολα, καθώς φαίνεται ότι η πλειοψηφία των Γερμανών δεν τις συμμερίζεται. Αντίθετα, στο Βερολίνο και ιδιαίτερα στο υπουργείο Οικονομικών εξακολουθεί να επικρατεί η άποψη ότι το Παρίσι πρέπει να προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, να ελαστικοποιήσει την αγορά εργασίας και να μειώσει τη φορολογία αν θέλει να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα, να τονώσει τις εξαγωγές και να περιορίσει το ποσοστό ανεργίας.

Γερμανοί και κοινοτικοί αξιωματούχοι παραδέχονται στο «Βήμα» ότι το Βερολίνο πάντα επιθυμεί μια ισχυρή Γαλλία, ώστε να μη φαίνεται ότι μονοπωλεί τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναφέρουν χαρακτηριστικά το ζήτημα του Προσφυγικού, όπου η αδυναμία του Φρανσουά Ολάντ υποχρέωσε τη Μέρκελ «να πάρει επάνω της» την κατάσταση και να δεχθεί ισχυρή κριτική από όλες τις πλευρές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση Μακρόν θα ήταν η καλύτερη δυνατή εξέλιξη, αν και υπάρχουν ανησυχίες. Αυτές επικεντρώνονται στο γεγονός ότι ακολουθούν βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία. Ακόμη και αν ο 39χρονος Μακρόν γίνει πρόεδρος, δεν έχει ούτε τη μακρά πολιτική εμπειρία για να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις ούτε το κόμμα του διαθέτει τη δομή που θα του επέτρεπε να κερδίσει την πλειοψηφία. Θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες – πιθανότατα με την Κεντροδεξιά – ώστε να περάσει δύσκολες μεταρρυθμίσεις.

Ισως μια εκλογή Σουλτς να ήταν ευνοϊκότερη εξέλιξη για τον Μακρόν, αν και δεν είναι βέβαιο ότι το SPD θα έχει τους συμμάχους που θα επιθυμούσε μετεκλογικά. Ακόμη και να έλθει στη δεύτερη θέση όμως, θα μπορεί να επιβάλλει όρους, αρκεί η διαφορά να είναι μικρή από το CDU, που λογικά θα έλθει πρώτο. Ωστόσο, οι Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονται να θέλουν να τοποθετήσουν τα ευρωπαϊκά ζητήματα στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας εκμεταλλευόμενοι τόσο τον Σουλτς όσο και την παρουσία του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών.

Το SPD εμφανίζεται να θέλει να προωθήσει δυναμικά την «κοινωνική διάσταση» της ΕΕ και σε αυτό έχει σύμμαχο την Επιτροπή και προσωπικά τον πρόεδρό της, τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Η Κομισιόν σχεδιάζει μάλιστα να παρουσιάσει στα τέλη Απριλίου τις προτάσεις της για έναν «Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων» που εκτιμά ότι θα απονευρώσουν το οπλοστάσιο των ευρω-λαϊκιστών.

Το επιτελείο της καγκελαρίου Μέρκελ βλέπει με σκεπτικισμό τέτοιες ιδέες, και αυτό φάνηκε στις διαβουλεύσεις για το τελικό κείμενο της πρόσφατης Διακήρυξης της Ρώμης, στο οποίο η «κοινωνική διάσταση» σχεδόν δεν υπήρχε. Σε αυτό το πλαίσιο, το SPD και το δίδυμο Σουλτς – Γκάμπριελ εκτιμούν ότι το Βερολίνο θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του ενισχύοντας, μεταξύ άλλων, τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ανεξαρτήτως πάντως των τελικών αποτελεσμάτων στις δύο χώρες, το ξεκαθάρισμα του εκλογικού χάρτη είναι αναγκαίο ώστε να μπορέσουν να αναληφθούν κάποιες πρωτοβουλίες εντός του 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ