Μια «παγωμένη» εικόνα. Η σύγκριση των δημοσκοπήσεων της Κάπα Research με διαφορά ενός έτους (Απρίλιος 2016 – Απρίλιος 2017) δείχνει την Ελλάδα σε ακινησία, σε στασιμότητα, ανήμπορη να κλείσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν και να προχωρήσει στο μέλλον. Οι Ελληνες παραμένουν απογοητευμένοι (72%), ανήσυχοι (71%), θυμωμένοι (64%) και το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι βυθισμένο στην ανυποληψία. Η πλειονότητα των πολιτών απαντά ότι εμπιστεύεται περισσότερο τους φίλους και τις προσωπικότητες που ακολουθεί στα social media (26,5%), ακόμα και την τρόικα (19,5%), και ελάχιστα τους πολιτικούς (7,5%). Παρά τις διαφορές των κομμάτων, κυρίαρχο αφήγημα δεν υπάρχει, η κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη απέναντι στους μικρούς και στους μεγάλους στόχους. Μέσα στη συλλογική σύγχυση και στην υποχώρηση του πνεύματος προόδου και δημιουργίας αναβιώνουν τα αρχαϊκά στερεότυπα· η Ελλάδα υπήρξε θύμα των μεγάλων δυνάμεων (68%), οι Ευρωπαίοι τήρησαν τιμωρητική στάση (41,5%), δεν άξιζαν στη χώρα επτά χρόνια μνημόνια (56,5%) –όπως και ο διεθνής έλεγχος σε προηγούμενες χρεοκοπίες.
Αυτές οι ιστορικά επίμονες πεποιθήσεις που πηγάζουν από τα σπλάχνα της κοινωνίας λειτουργούν σαν οξύ που διαβρώνει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, κάθε δομική αλλαγή και σιγοκαίει ακόμα και το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας.
«Ποια κατεύθυνση πιστεύετε ότι πρέπει να ακολουθήσει η χώρα την επόμενη πενταετία;» ρωτούν οι ερευνητές. «Θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από τη ζώνη του ευρώ» απαντά το 44% –πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 44,5%. Να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ τηρώντας το μνημόνιο είναι η επιλογή του 48% –πριν από έναν χρόνο ήταν 49,5%.
Οσο παρατείνεται η μη κανονικότητα γκρεμίζονται ισχυρά κάστρα, όπως το κοινό νόμισμα: Το 45% (ήταν 43% το 2016) των πολιτών, περίπου οι μισοί Ελληνες, πιστεύει ότι πρέπει να γίνει δημοψήφισμα με θέμα την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Οι υπόλοιποι (52,5%) απορρίπτουν αυτήν την ιδέα. Αν γινόταν σήμερα δημοψήφισμα «Οχι στο ευρώ» δηλώνει ότι θα ψήφιζε το 37% και «Ναι» το 46,6% (πέρυσι ήταν 47,5%). Η τάση για απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι βαθύτερη καθώς το 28% ζητεί την κατάργησή της –το 69% διαφωνεί. Αν αυτό το εύρημα συνδυαστεί με το ποσοστό όσων θέλουν να καταργηθεί η ευρωζώνη, το οποίο εκτινάσσεται στο 47% έναντι 49% που προτιμούν τη διατήρησή της, προβάλλει ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό αντιευρωπαϊκό ρεύμα χωρίς πειστική εναλλακτική λύση, πλην της ανεπίγνωστης σεναριολογίας για τη δραχμή.
Η επιστροφή στον εθνικισμό αποτελεί πανευρωπαϊκή τάση και όχι ελληνική ιδιαιτερότητα, ωστόσο μέσα από τις παράδοξες απαντήσεις προβάλλει ακόμα ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό του έθνους: η μετάθεση της ευθύνης στους άλλους.
Υπάρχουν ταυτόχρονα και η συλλογική ευθύνη και η ατομική αθωότητα. Σήμερα, 23 Απριλίου, συμπληρώνονται επτά χρόνια από την ανακοίνωση του Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο για προσφυγή της χώρας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.
Πώς αποτιμούν την ψήφο τους οι πολίτες στις τέσσερις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν; «Ψήφισα σωστά» απαντά σχεδόν χωρίς διακυμάνσεις το 68,5%. Και πώς ψήφισε το σύνολο του εκλογικού σώματος στις αντίστοιχες αναμετρήσεις; «Ψήφισε λάθος» απαντά το 60,5% –72,5%. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι απόψεις για τη διαχείριση των οικονομικών πριν από την κρίση. Η κοινωνία ξόδευε περισσότερα από όσα μπορούσε να παραγάγει, δηλώνει το 72%, αλλά όταν η ερώτηση αφορά προσωπικά τους ερωτηθέντες η απάντηση «ξόδευα όσα έπρεπε» συγκεντρώνει ποσοστό 75,5%.
Η ελληνική κοινωνία, εγκλωβισμένη στο καθαρτήριο, ούτε καταστρέφεται ούτε σώζεται, απλώς πετροβολάει τους «άλλους» και τελικά τον εαυτό της.
Το ενδιαφέρον για την πολιτική έχει ατονήσει εφόσον ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά κατάφεραν να αλλάξουν την πολιτική της λιτότητας, και οι Ελληνες περιορίζονται στον μικρόκοσμο της οικογένειας και της εργασίας τους. Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης δεν πείθουν. Τεχνοκράτες, ακαδημαϊκοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, τροϊκανοί, τραπεζίτες, δημοσκόποι, συνδικαλιστές απορρίπτονται σχεδόν καθολικά από την ελληνική κοινωνία και όπως φαίνεται συνδιαλέγονται περισσότερο μεταξύ τους παρά με τον κόσμο.
Οι πολίτες αποφεύγουν να κάνουν απολογισμό της κρίσης, να αντιληφθούν τι συνέβη και να κατανείμουν τις ευθύνες όπου ανήκουν. Επιπλέον πιστεύουν ότι όλες οι επιλογές τους σε ατομικό επίπεδο ήταν σωστές. Παράλληλα, εξαιτίας του κλίματος «θυματοποίησης» στη σχέση με τους εταίρους, παγιώνεται ο διχασμός απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και στο κοινό νόμισμα.
Η έρευνα δείχνει μια κοινωνία χωρίς εμπιστοσύνη στους θεσμούς που την εκπροσωπούν, χωρίς στηρίγματα, περισσότερο εξουθενωμένη και απελπισμένη από κάθε άλλη φορά, η οποία μπορεί, αν πειστεί, να κάνει μια ηρωική προσπάθεια σωτηρίας ή μπορεί με εξίσου «ηρωική» αδιαφορία να αφεθεί στην καταστροφή. Στο παρελθόν έχουν συμβεί και τα δύο.
Βουλιάζει στη δυσαρέσκεια ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεβαίνει η ΝΔ
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πνίγεται στη δυσαρέσκεια από την πολιτική που ακολουθεί και στην αντιφατικότητα με την οποία προσέγγισε την κοινωνία, που τώρα την πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Η Νέα Δημοκρατία έχει αναπτύξει ισχυρή δυναμική καθώς το 59,5% πιστεύει ότι θα έβγαινε πρώτο κόμμα αν γίνονταν σήμερα εκλογές και διατηρεί σταθερά μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα δεν θέλει να γίνουν πρόωρες εκλογές. Το 47% ζητεί να δοθεί περισσότερος χρόνος στην κυβέρνηση και το 40,5% τάσσεται υπέρ της άμεσης προσφυγής στην κάλπη.
Η ΝΔ προηγείται κατά 7,1% του ΣΥΡΙΖΑ (23,5% έναντι 16,4%) ενώ με την αναγωγή τής αδιευκρίνιστης ψήφου η διαφορά των δύο κομμάτων ανεβαίνει στο 9,6% (31,8% έναντι 22,2%). Για την τρίτη θέση δίνεται σκληρή μάχη ανάμεσα στη Δημοκρατική Συμπαράταξη και στη Χρυσή Αυγή. Επίσης, δεν αλλάζει η πρόβλεψη ότι η επόμενη Βουλή θα είναι πεντακομματική που αν επαληθευθεί σημαίνει περισσότερα κέρδη για το πρώτο κόμμα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκτιμάται ότι θα είναι καλύτερος πρωθυπουργός από τον Αλέξη Τσίπρα, από το 31% των ερωτηθέντων. Το 23,5% προτιμά τον σημερινό Πρωθυπουργό. Το crash test των δύο πολιτικών καταγράφει τα κέρδη που κεφαλαιοποίησε ο καθένας τους στο διάστημα ενός έτους. Ο κ. Τσίπρας θεωρείται ότι προστάτευσε καλύτερα τα ασθενέστερα στρώματα, έχασε όμως τη μάχη για το ηθικό πλεονέκτημα. Ο κ. Μητσοτάκης προβάλλεται ως μεταρρυθμιστής και προστάτης της μεσαίας τάξης, ωστόσο δεν έχει πείσει ακόμα τα φτωχότερα στρώματα ότι δεν θα επιδεινώσει την κατάστασή τους.
Υπάρχει ωστόσο ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα: το 40,5% πιστεύει ότι η τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ (που συγκυβέρνησε με το ΠαΣοΚ) μπορεί να μην έκανε όσα υποσχέθηκε αλλά τουλάχιστον βελτίωσε την κατάσταση που παρέλαβε. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις απαντήσεις στο ερώτημα «πώς αξιολογείτε καθεμία από τις κυβερνήσεις της κρίσης;». Τις περισσότερες θετικές γνώμες συγκεντρώνει η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου (26,5%) και ακολουθούν η κυβέρνηση Παπαδήμου (25,5%), η κυβέρνηση Τσίπρα (21%) και η κυβέρνηση Παπανδρέου (12%).
Με τον κ. Τσίπρα να ακροβατεί συνεχώς μεταξύ της συμφωνίας και της ρήξης με τους εταίρους, η κοινωνία έχει χωριστεί στα δύο ασκώντας αντίρροπες πιέσεις στην κυβέρνηση.
Το 30,5% ζητεί να ολοκληρώσει άμεσα την αξιολόγηση έστω και με επώδυνα μέτρα για να μειωθεί η ζημιά στην οικονομία και το 34% πιστεύει ότι η κυβέρνηση πρέπει να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές γιατί η κατάσταση δεν πάει άλλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ συγκρούονται σκληρά για το κατάλληλο μείγμα μέτρων που θα βοηθήσει τη χώρα να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Μείωση συντάξεων και κρατικών δαπανών ή αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών; Οι πολίτες, σε ποσοστό 66,5%, απορρίπτουν και τις δύο προτάσεις. Μάλιστα το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 11,5% από πέρυσι που ήταν 55%.
Συμπέρασμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει και η ΝΔ, παρότι προηγείται, δεν ενθουσιάζει. Ωστόσο, τα διλήμματα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμα και η εκλογική σύγκρουση θα κριθεί κατά κύριο λόγο όταν προκηρυχθούν οι βουλευτικές εκλογές. Σήμερα το 40% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι θα λάβει την οριστική απόφασή του μετά την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ