Αντζη Σαλταμπάση
Μπερλίν

Εκδόσεις Πόλις, 2017
σελ. 110, τιμή 11 ευρώ

Δόκιμη μεταφράστρια, γερμανοσπουδαγμένη, η συγγραφέας πέρασε αποφασιστικά το κατώφλι που τη χώριζε από τα γερμανικά κείμενα στα οποία χάρισε ελληνική φωνή, με την ίδια πυξίδα: τα μεσοπολεμικά χρόνια της Βαϊμάρης, τη μετέπειτα περιδίνηση, την ανεξίτηλη ενοχή για τον εβραϊκό αφανισμό, ενίοτε καλά κρυμμένη σε μιαν ανύποπτη καθημερινότητα. Το σημερινό Βερολίνο, ζηλευτό επίκεντρο μιας σφύζουσας και πολυεπίπεδης ανάπτυξης, γίνεται ένας τεράστιος χάρτης όπου η αφηγήτρια του κειμένου καρφιτσώνει τις πινέζες της μνήμης επάνω σε κτίρια, δρόμους, πλατείες, σταθμούς: τοπόσημα μικρών προσωπικών ιστοριών που αναδύονται μέσα από συζητήσεις με ανθρώπους εμπλεκομένους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο αποσιωποιημένο και απωθημένο παρελθόν.

Εντοιχισμένες επιγραφές, προφορικές μαρτυρίες, μισοξεχασμένες φωτογραφίες και κουβέντες γίνονται Stolpersteine, «λίθοι μνήμης», κυβόλιθοι τοποθετημένοι στο οδόστρωμα με χαραγμένα τα ονόματα όσων χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: πέτρες που σκοντάφτεις επάνω τους, που σταματούν το βήμα σου και ενεργοποιούν απότομα την παρουσία των απόντων στις αμέριμνες διαδρομές ανά την πόλη (χιλιάδες τέτοιες πέτρες έχουν σφηνωθεί σε περίπου 500 ευρωπαϊκές πόλεις έως σήμερα –πρόσφατα, το 2015, τοποθετήθηκαν και στη Θεσσαλονίκη, σε σημεία όπου κατοίκησαν ή εργάστηκαν οι εκτοπισθέντες). Το Μπερλίν είναι λοιπόν ένα περίεργο οδοιπορικό καθώς, παράλληλα με την περιδιάβαση στην πόλη και την ανίχνευση ενός δεύτερου επιπέδου πίσω από την πρόσοψη σαν να διαβάζει κανείς διπλότυπο βιβλίο, επιχειρείται συνάμα και μια κατάδυση στα σώψυχα έγκατα εγγραφόμενη σε συνεχόμενες ψυχιατρικές συνεδρίες που προσπαθούν να συμβιβάσουν άλλες αντιπαραθέσεις και άλλα ερωτήματα. Σκάψιμο ταυτόχρονο στην τραυματική μνήμη της πόλης και στη μνήμη ενός τραυματισμένου, εγκλωβισμένου εγώ.

Επαναφορά των αφανών
Την αφήγηση επωμίζεται σε πρώτο πρόσωπο μια ελληνίδα δημοσιογράφος που παρεπιδημεί στο Βερολίνο, ευαισθητοποιημένη με το ζήτημα του αντισημιτισμού, καθότι σύζυγος (Ελληνο)εβραίου και μητέρα παιδιών που πηγαίνουν εκεί σε εβραϊκό σχολείο. Η πόλη αυτή «μυρίζει παρελθόν και το φοράει σαν άρωμα που την έχει ποτίσει […] Κι εγώ ήθελα να το μυρίσω αυτό το παρελθόν, ήθελα να το ρουφήξω, να το μάθω με ένα πείσμα σχεδόν εμμονικό και το σκάλιζα αδιάλειπτα και ένα μόνο πράγμα είχα αρνηθεί να κάνω, να επισκεφθώ ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης». Την απωθεί η ιδέα μιας πληθωρικής ολοκαυτωματολογίας: «Ολα αυτά τα συνέδρια και οι επέτειοι και οι συγγνώμες και τα μνημεία, οι πανομοιότυπες ομιλίες, το κακό, η φρίκη, τα τρένα, οι αριθμοί, τα άδεια κρεματόρια, τα άδεια ρούχα, οι άδειες βαλίτσες και τα ορφανά παπούτσια –δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάρει μέρος σε αυτή την πορνογραφία, να ανατριχιάσει με ευχαρίστηση που όλα αυτά συνέβησαν σε άλλους και τώρα μπορεί να τα βλέπει σαν επισκέπτης».

Η επίσκεψη που, παρά ταύτα, κάνει στο Ράβενσμπρουκ, γυναικείο στρατόπεδο, την πείθει ότι αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, δεν πρόκειται να το επαναλάβει ποτέ. Αντίθετα, τη γοητεύει να κοντοστέκεται έξω από τις εντυπωσιακές επαύλεις, τις βίλες και τα μέγαρα ή τις απλές κατοικίες, να περιφέρεται στους δρόμους της συνοικίας που προπολεμικά ονομαζόταν «εβραϊκή Ελβετία» με μια λίστα των διάσημων αρχοντικών όπως την έχει εντοπίσει στο Internet και να τα ανακαλύπτει ένα – ένα. Διαβάζει τις αναμνηστικές πλακέτες επάνω στα κτίσματα και γυρεύει τη συγκεκριμένη και μοναδική ιστορία τους: ποιος και πότε τα έχτισε, ποιοι τα κατοίκησαν, τι απέγιναν όλες αυτές οι οικογένειες που χωνεύτηκαν μέσα στους απρόσωπους αριθμούς της ανωνυμίας. Ψάχνει στον υπολογιστή την παραμικρή σωζόμενη σχετική μαρτυρία ή πληροφορία. Εχει αποκτήσει τη συνήθεια να διαβάζει τα ονόματα στα κουδούνια των σπιτιών. Ετσι, μια απλή επιγραφή στην είσοδο μιας πολυκατοικίας («Στους 28 γείτονες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που έμεναν σε αυτό το σπίτι και εκτοπίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς») με ονόματα και ημερομηνίες γίνεται αφορμή για να ανακαλύψει ότι αυτούς τους «εξαφανισμένους» γείτονες της διπλανής πόρτας τους αναζήτησαν, ψάχνοντας παλιά έγγραφα σε αρχεία, συμπληρώνοντας αιτήσεις, καταρτίζοντας λίστες, τηλεφωνώντας στα πέρατα του κόσμου σε συγγενείς και εναπομείναντες, οι σημερινοί ένοικοι των διαμερισμάτων.

Δεκαετίες μετά το έγκλημα, απλοί, αφανείς πολίτες αποφάσισαν να δώσουν το φιλί της ζωής σε άλλους αφανείς, να φέρουν στο φως την ξεχωριστή ιστορία τους, μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες και συνήθειες της καθημερινότητάς τους, να βρουν ποιοι έμεναν πριν από αυτούς στα σπίτια τους, να αποδείξουν ότι δεν «έφυγαν» έτσι απλά και ανώδυνα, δεν εξαερώθηκαν αναίτια –άφησαν πίσω τους μια τεράστια κηλίδα ντροπής, ενοχής, βαριάς οφειλής σε όσους σιώπησαν, αγνόησαν, λησμόνησαν. Ανασυστήνοντας το δίκτυο των εξαφανισμένων, γεφυρώνοντας τις χαμένες με τις σημερινές ζωές, ορθώνουν ένα έμπρακτο ανάχωμα στη λήθη, καμωμένο από αναρίθμητες τελίτσες που οι ίδιοι έχουν ενώσει και συνεχίζουν να συνδέουν, εντάσσοντας την καθημερινότητα των άλλων στη δική τους, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το παρόν.



Από το υπόγειο στο φως
Το περίεργο αυτό κείμενο της πρωτοεμφανιζόμενης στη συγγραφική σκηνή Αντζης Σαλταμπάση, κράμα ημερολογιακής καταγραφής, δημοσιογραφικής έρευνας, αυτομυθοπλασίας, δοκιμίου ή σπουδής σε δεδομένο θέμα, οδεύει προς το τέλος του με αναφορά στην αρχιτεκτονική διάταξη του εβραϊκού τμήματος στο Μουσείο του Βερολίνου: δεν υπάρχει πόρτα, ο επισκέπτης πρέπει να μπει υπογείως, γιατί η εβραϊκή ιστορία είναι κρυμμένη. Εχοντας περιπλανηθεί στους λαβυρίνθους αυτής της συλλογικής και συνάμα προσωπικής αναζήτησης, προσθέτοντας το δικό της λιθαράκι σε αυτό το πλέγμα που αγκαλιάζει τις ζωές των άλλων, έχοντας ολοκληρώσει κωμικοτραγικά τον κύκλο των ψυχιατρικών συνεδριών («μόνο εγώ με τις εμμονές μου μπορούσα να έχω βρει έναν αντισημίτη ψυχίατρο»), μουδιασμένη, μπερδεμένη, αλλά με κάπως μεγαλύτερη αυτογνωσία, η αφηγήτρια προχωρεί προς την έξοδο με μια τρισέλιδη ανάμνηση από την εκδρομή στο «Νησί των παγονιών». Είναι ένα ειδυλλιακό μικροσκοπικό νησάκι στον ποταμό Χάβελ, συνηθισμένη απόδραση των Βερολινέζων, σε απόσταση αναπνοής από την πόλη, κατάφορτο και αυτό από γλυκόπικρες ιστορίες του παρελθόντος. Το Μπερλίν κλείνει σε ένα ολάνθιστο περιβάλλον, ανάμεσα στην οικογένεια, στα παιδιά, στους φίλους, διαπορθμεύοντας το χθες στο σήμερα, με μια κίνηση ομαλής συνέχειας και αποδοχής.
Ενα διαφορετικό, προσωπικό βιβλίο, ψηφίδα μνήμης και ειλικρίνειας σε ένα αναμνηστήριο οικοδόμημα, εργοτάξιο εν εξελίξει.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ