Βασίλης Λάσκος – Αντιπλοίαρχος
Πρόλογος Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Εκδόσεις Εστία, 2017
σελ. 414, τιμή 18 ευρώ
Ο πατέρας τους, ο πολύτεκνος Παμεινώντας, είχε κρεμάσει μια χρωμολιθογραφία του θωρηκτού «Αβέρωφ» στο σαλόνι του σπιτιού τους στη Λεψίνα και προσδοκούσε πως ο «σοφός» Αγησίλαος θα έκανε το σωστό, θα γινόταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Μα ήταν ο μικρότερος –ο ζωηρός, ο καβγατζής κι απειθάρχητος –Βάσος που μέστωσε μ’ αυτό το όνειρο και το έκανε σκοπό της ζωής του. Είχε γεννηθεί το 1899 και έκτοτε δεν βρέθηκε τίποτα να τον φοβίσει, «εξόν απ’ το Θεό και τη μάνα του», την επιβλητική κυρα-Μαριγώ, μια γνήσια Αρβανίτισσα. «Βρε Βασίλη! Το σταυρό βλαστημάς μωρέ! Θα ρίξει φωτιά ο σταυρός, να σε κάψει!» του φώναζε εκείνη τότε που, μικρός ακόμα, διεξήγαγε τον «μερμηγκοπόλεμο» στην αυλή. Απλούστατα, τον εκνεύριζε το προκαθορισμένο δρομολόγιο των μυρμηγκιών και –απλούστατα, για να περάσει το δικό του –πάσχιζε με τεχνάσματα να το αλλάξει. Ετσι ήταν όμως ο Βάσος! Λίγο έλειψε να αφήσει στον τόπο τον συμμαθητή του τον Στέφανο επειδή ο τελευταίος δεν τον θεωρούσε άξιο να του ρίξει μια πέτρα. Ο Βάσος τού απέδειξε –χωρίς να σκοτώσει τον άλλο, ευτυχώς –ότι μπορούσε. Κι όταν αργότερα, στο πλαίσιο της ταραχώδους σταδιοδρομίας του, ως κυβερνήτης ενός μικροσκοπικού τορπιλοβόλου, εστάλη στην Κέρκυρα για να «τηρήσει την τάξιν», προέβη σε μια «βάρβαρη και απάνθρωπη τιμωρία». Κρέμασε πισθάγκωνα ψηλά στο κατάρτι τον κλέφτη μάγειρα και δεν τον κατέβασε παρά μόνο όταν του το ζήτησε ο δεσπότης (που επικαλέστηκε τον σταυρό και του θύμισε τη μάνα του), γιατί όταν του το ζήτησαν οι πολιτικές κεφαλές της περιοχής τις εξεδίωξε κακήν κακώς. Πάντως ο ίδιος δεν ήταν κακός. Παράφορος ήταν. Ηταν, όπως σκεφτόταν ο αδερφός του, ένα χαριτωμένο και ευγενέστατο κτήνος. «Αμετρος φιλοδοξία, συνυφασμένη με ενστικτώδη πρωτογονισμό. Ή μεγάλος άνθρωπος θα γίνει. Ή μεγάλος παλιάνθρωπος» πίστευε ο Αγησίλαος, που δεν έζησε αρκετά ώστε να διαπιστώσει πού θα σταματούσε η ρουλέτα στην περίπτωση του Βασίλη, ούτως ειπείν «χρυσούς κανών ανάμεσα σε ύλη και ιδέα».
Ο «Βασίλης Λάσκος» (τον οποίο προλογίζει εξαίρετα ο πεζογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης, συντονισμένος με τον παλμό του δημιουργού) είναι μια «μυθιστορηματική βιογραφία», η μοναδική του Μ. Καραγάτση, που γράφτηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, πέντε χρόνια δηλαδή μετά τον ηρωικό θάνατο του (πραγματικού προσώπου και) πρωταγωνιστή της. Ηταν Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου του 1943 (ανήμερα της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού) όταν ο Βασίλης Λάσκος σκοτώθηκε, κοντά στη Σκιάθο, πολεμώντας με αυταπάρνηση ένα γερμανικό σκάφος, ως κυβερνήτης του υποβρυχίου «Κατσώνης» το οποίο βυθίστηκε.
Και είναι κομβικό λάθος να διαβάσουμε τον «Βασίλη Λάσκο» μέσα από «το φθοροποιό μικρόβιο της πολιτικής που φαρμακώνει όλες τις ψυχές», για να χρησιμοποιήσουμε μια πολύ χαρακτηριστική φράση του Μ. Καραγάτση. Ο τελευταίος –που ασφαλώς αναδεικνύει τη «στρατοκρατία» και τον «παραγοντισμό» της περιόδου, που κάνει λόγο για «μια φατρία ματαιόδοξων ιδιοτελών» που κοιτάζει να εκμεταλλευτεί την «ανιδιοτελή ιδεολογία» του ήρωά του –ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον τρόπο που ο Βασίλης Λάσκος υπερφαλαγγίζει την εποχή του, έστω ασυνείδητα, έστω λόγω της ιδιοσυγκρασίας του: ως μια αγνή καρδιά που αλόγιστα διψάει για δράση (ενδεικτική είναι και η εμπλοκή του στη ριψοκίνδυνη μεταφορά 700 Εβραίων με προορισμό την Παλαιστίνη) και κυνηγάει με πείσμα τη δόξα (ώσπου στο τέλος την πετυχαίνει όπως πετυχαίνει το εχθρικό βόλι τον ίδιο). Κοντολογίς, εκείνος βαριόταν τα παρασκήνια της πολιτικής, δεν ήταν φτιαγμένος να σπαταλήσει τη ζωή του σ’ αυτά, εκείνος ο σύγχρονος κουρσάρος που πάσχιζε να ξεφύγει απ’ την «αιώνια γκίνια» του.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ