Η πύκνωση του ενδιαφέροντος και της εμφάνισης επιστημονικών προσεγγίσεων υποδηλώνει την ανάδυση της δεκαετίας του ’60 ως αυτόνομου αντικειμένου ιστορικής έρευνας που φαίνεται να διαδέχεται τη διεξοδική διερεύνηση της εμφυλιακής περιόδου. Τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά της ανασυγκρότησης της ελληνικής Αριστεράς μετά την ήττα του Εμφυλίου, η μετάβαση από τον μεταπολεμικό αντιφασισμό στη διαιρετική τομή Δεξιά – Αντιδεξιά που καθόρισε και τη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή, η διασταύρωση της υπό διαμόρφωσης αντιδεξιάς ιδεολογίας με την αναδιαμόρφωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος με αφετηρία το εμβληματικό 1956 και την αποσταλινοποίηση αποτελούν κύριες κατευθύνσεις έρευνας του βιβλίου της Κατερίνας Λαμπρινού, διδάκτορος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με τίτλο «ΕΔΑ, 1956-1967» που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πόλις.
Στο παρακάτω απόσπασμα που δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα» παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις στο εσωτερικό της ΕΔΑ μετά το 1965 για τη συνάφεια και την πρόσληψη σε ένα ενιαίο δυνητικά συνεχές μεταξύ εκδοχών «πραξικοπήματος»: των εκλογών του 1961, της ανατροπής της κυβέρνησης Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 και μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής δικτατορίας πριν από τις εκλογές του 1967.

Το πραξικόπημα ως συνεχής υπόμνηση
Δύο είναι οι εκτιμήσεις για την πιθανή έκβαση της ιουλιανής εκτροπής: είτε ο εκδημοκρατισμός είτε ο εκφασισμός της χώρας. Οσο οι όποιες κινητοποιήσεις χαρακτηρίζονται «φυσική συνέχεια των θυσιών κατά της νεοφασιστικής τυραννίας», άλλο τόσο ο «εκφασισμός» χρησιμοποιείται καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσει τη δεξιά διακυβέρνηση συνολικά. Η έννοια δεν προβάλλεται σε έναν μαζικό εκφασισμό, κοινωνικό ή συνειδησιακό, αλλά χρησιμοποιείται με αναφορά στον κρατικό μηχανισμό, σε επιλογές στην ηγεσία και τη λειτουργία του στρατεύματος αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος, στην ενίσχυση της καταστολής και των έκτακτων μέτρων, στις ενέργειες υπαγωγής της δικαστικής εξουσίας στην εκτελεστική.
Αν οι εκλογές «νοθείας» του 1961, και η βασιλική παρέμβαση και ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου το 1965, είναι οι χαρακτηριστικότερες ενέργειες στις οποίες αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «πραξικόπημα», δεν είναι ωστόσο οι μόνες. Η υπόμνηση του «κινδύνου» είναι συνεχής. Ενδεικτική επ’ αυτού είναι η απόφαση της μετα-ιουλιανής Συνόδου της ΕΔΑ, τον Σεπτέμβριο του 1965, που εκτιμά ότι ελλοχεύει το ενδεχόμενο «στρατοκρατικού πραξικοπήματος», καθώς θεωρείται ότι η ΕΡΕ δεν πρόκειται να συναινέσει στη διεξαγωγή «ελεύθερων εκλογών».
Σε μια άλλη του εκδοχή, το πραξικόπημα νοείται σαν «εκλογικό». Η αλλοίωση των εκλογικών αποτελεσμάτων καταχωρίζεται σαν διαχρονική πρακτική στο «οπλοστάσιο» της Δεξιάς: η τρίτη αυλική κυβέρνηση, θα γράψει η Ελληνική Αριστερά, δεν μπορεί παρά να κινείται στη γραμμή προετοιμασίας ενός νέου εκλογικού πραξικοπήματος, ίδιου ή παρεμφερούς με του 1961.
Ακόμη πιο γλαφυρά, η πολιτική εκτίμηση της ΕΔΑ για το ενδεχόμενο πραξικοπήματος, λίγο πριν από την πραγματική εκδήλωσή του, τον Απρίλιο του 1967, αποτυπώνεται σε αρθρογραφία του Κώστα Φιλίνη, ο οποίος διακρίνει δύο τάσεις: αφενός, την επιθυμία ενός τμήματος του στρατού για επιβολή «ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας» και, αφετέρου, την ευρύτερη τάση για εκδήλωση ενός «εκλογικού πραξικοπήματος» κατά την εκλογική διαδικασία του Μαΐου. Η επιλογή μιας δικτατορικής λύσης θεωρείται λιγότερο πιθανή από τη συνέχιση μιας «χαλκευμένης» κοινοβουλευτικής οδού –ή τουλάχιστον θεωρείται ότι δεν θα προτιμηθεί, πριν από μια ενδεχόμενη αποτυχία της ΕΡΕ στην εκλογική αρένα και την παραποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Η άποψη αυτή καθοδηγεί και την εδαϊκή τακτική μέχρι την 21η Απριλίου. Ετσι, η διεξαγωγή των εκλογών του Μαΐου 1967 υπό την κυβέρνηση Π. Κανελλόπουλου, σε αγαστή συνεργασία με το Παλάτι και τον στρατό, εκτιμάται πως στόχευε στην επανάληψη της νοθείας.
[…] Από την άλλη πλευρά, το πραξικόπημα θεωρείται σχεδόν εγγενές στο ρεπερτόριο δράσης στα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Σε ένα αδιαβάθμητο και ομογενοποιητικό ιστορικό συνεχές, οι στιγμές εκλογικής επικράτησης της Δεξιάς συνυπάρχουν με γεγονότα πολιτικής και κοινοβουλευτικής εκτροπής: «Η 4η Αυγούστου, το Λαϊκό Κόμμα στα 1946, ο Συναγερμός στα 1952, η ΕΡΕ το 1956, με αποκορύφωμα το εκλογικό πραξικόπημα του 1961 και, τέλος, το αυλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου είναι σταθμοί της αντεπανάστασης στη χώρα μας» [σ.σ.: Από άρθρο του Απ. Παπανδρέου στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά» τον Νοέμβριο του 1965].
Η σύνδεση επιλογών εχθρικών προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία χρωματίζεται πολιτικά, αναδεικνύοντας τη «φυσική» εκλεκτική συγγένεια μεταξύ φασισμού και ΕΡΕ, καθιστώντας την τελευταία μετωνυμία του αυταρχισμού, του αντικοινοβουλευτισμού και του ολοκληρωτισμού. Ωστόσο, μολονότι δεν είναι αναλυτικά εκλεπτυσμένη, η διαφοροποίηση ανάμεσα στα πολιτικά συστήματα, όπως κωδικοποιούνται στους όρους «αστική δημοκρατία» και «φασιστική δικτατορία», υπάρχει και επιβεβαιώνεται. Αλλωστε, το γεγονός ότι στο «αστικό δημοκρατικό πλαίσιο» υπάρχουν στοιχεία πλουραλισμού και ένα μίνιμουμ πολιτικών δικαιωμάτων, που παρέχει «περιθώρια για την ελεύθερη διαπάλη των ιδεών και των προγραμμάτων μπροστά στον λαό», καταγράφεται σαν μια εμπεδωμένη κληρονομιά της αντιφασιστικής εμπειρίας.

Το βιβλίο της Κατερίνας Λαμπρινού «ΕΔΑ, 1956-1967: Πολιτική και ιδεολογία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις την ερχόμενη εβδομάδα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ