To 1945, μία ομάδα βρετανών κινηματογραφιστών πήγε στη Γερμανία για να καταγράψει τη φρίκη που συνάντησαν οι δυνάμεις των συμμάχων όταν μπήκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την σκηνοθεσία επέβλεπε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το ντοκιμαντέρ θεωρήθηκε πολύ σκληρό για να προβληθεί και θα έπρεπε να περάσουν 70 χρόνια μέχρι να τελικά να δει το φως της δημοσιότητας. Το «Θα Πέσει η Νύχτα» του Αντρέ Σίνγκερ αφηγείται αυτή την ιστορία.
Το ντοκιμαντέρ «Θα Πέσει η Νύχτα» που προβάλλεται αυτές τις ημέρες στον κινηματογράφο Τριανόν, ξεκινά με τις βρετανικές δυνάμεις να φτάνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν – Μπέλσεν. Το τοπίο είναι ειδυλλιακό, αλλά η μυρωδιά όσο πλησιάζει κανείς στο στρατόπεδο είναι φρικτή. Ακόμα πιο φρικτό το θέαμα μέσα στο στρατόπεδο. Τα πτώματα ήταν άλλα στοιβαγμένα και άλλα καμένα, οι ζωντανοί έμοιαζαν και αυτοί μισοπεθαμένοι.
Επρόκειτο για μία πραγματική κόλαση. Όσο οι Αμερικάνοι, οι Βρετανοί και οι στρατιώτες της Σοβιετικής Ένωσης απελευθέρωναν στρατόπεδα σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, το παζλ της φρίκης συμπληρωνόταν.
Τότε ο Σίντνεϊ Μπέρνσταϊν που εργαζόταν για το βρετανικό υπουργείο Πληροφοριών ανέλαβε να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ που θα παρουσίαζε τις αποδείξεις του εγκλήματος που είχαν διαπράξει οι Ναζί.
Η ομάδα του Μπέρνσταϊν αποτελείτο από τους καλύτερους: ανάμεσά τους ο Ρίτσαρντ Κρόσμαν -μετέπειτα υπουργός με τους Εργατικούς- έγραψε το σενάριο και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, που ήδη έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ ανέλαβε τη σκηνοθεσία.
Η ομάδα συγκέντρωνε τα πλάνα που τραβούσαν οι βρετανοί, αμερικανοί και σοβιετικοί εικονολήπτες, εικόνες τρομακτικές από τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, του Νταχάου, του Μπούχενβαλντ.
Δεν είναι ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο τελικά το ντοκιμαντέρ δεν προβλήθηκε ποτέ. Από τη μία, οι εβραίοι πρώην κρατούμενοι επιθυμούσαν να μεταβούν στην Παλαιστίνη -υπό βρετανική διοίκηση τότε- και να ιδρύσουν το δικό τους κράτος. Οι Βρετανοί φαίνεται ότι δεν ήταν πολύ θετικοί στο ενδεχόμενο και φοβήθηκαν ότι το ντοκιμαντέρ θα προκαλέσει κύμα συμπάθειας για τους εβραίους και προβλήματα για τους ίδιους.
Από την άλλη, οι σύμμαχοι επιθυμούσαν την ανοικοδόμηση της Γερμανίας και στην προσπάθεια αυτή, η βοήθεια των Γερμανών θεωρείτο κρίσιμης σημασίας. Εκτιμούσαν, λοιπόν, ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ που θα στοχοποιούσε τους Γερμανούς.
Το ντοκιμαντέρ έμεινε στα συρτάρια για 70 χρόνια και μόνο πρόσφατα το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο στη Βρετανία ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να το προβάλλει ολοκληρωμένο. Μια ημιτελής εκδοχή του είχε προβληθεί το 1984 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου με τίτλο «Μνήμες των Στρατοπέδων».
Όπως μας λέει το «Θα Πέσει η Νύχτα», οι εικόνες της ταινίας που δεν ολοκληρώθηκε είχαν έναν ακόμα ρόλο να παίξουν. Υπήρξαν πολύτιμα στοιχεία στις δίκες των διοικητών των στρατοπέδων στη Νυρεμβέργη και στο Λίνενμπουργκ.
Ωστόσο, οι Αμερικάνοι ήθελαν να φτιάξουν μια μικρότερη εκδοχή αυτού του ντοκιμαντέρ και να την προβάλλουν στη Γερμανία. Βλέποντας την απροθυμία των Βρετανών να ολοκληρώσουν το ντοκιμαντέρ, ζήτησαν από τον σκηνοθέτη Μπίλι Ουάιλντερ να χρησιμοποιήσει τα πλάνα που είχαν τραβήξει οι αμερικανοί εικονολήπτες για να φτιάξει το δικό του ντοκιμαντέρ. Το αποτέλεσμα ήταν μία ταινία που είχε ως στόχο να κατηγορήσει τους Γερμανούς για τα εγκλήματά τους. Σε αντίθεση, το ντοκιμαντέρ του Μπερνστάιν θα ήταν ένας «συναγερμός» προς όλη την ανθρωπότητα, μια προσπάθεια καταγραφής της αλήθειας, προκειμένου να μην επαναληφθεί αυτό το φρικτό έγκλημα.
«Εάν ο κόσμος δεν μάθει τα μαθήματα που διδάσκουν αυτές οι εικόνες, θα πέσει η νύχτα. Αλλά, με τη χάρη του Θεού, εμείς που ζήσαμε, θα μάθουμε». Με αυτές τις λέξεις τελειώνει η λυρική αφήγηση του Κρόσμαν. Και παρόλο που η πραγματικότητα των πολέμων σε ολόκληρο τον πλανήτη μοιάζει καθημερινά να τον διαψεύδει, υπάρχει ακόμα ελπίδα σε αυτές τις εικόνες. Ελπίδα ότι η φρίκη μπορεί να αποτελέσει προειδοποιητικό «καμπανάκι» για το μέλλον.
* Το ντοκιμαντέρ «Θα Πέσει η Νύχτα» προβάλλεται στον κινηματογράφο Τριανόν στο πλαίσιο του αφιερώματος Camera Documento – Κινηματογραφώντας την ιστορία.