Στις κάλπες του ιστορικού δημοψηφίσματος της Κυριακής «παίζεται» το μεγαλύτερο στοίχημα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και γράφεται με ενδεχόμενη επικράτηση του «ναι» η μεγαλύτερη πολιτειακή αλλαγή μετά τη θεμελίωση του σύγχρονου τουρκικού κράτους από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος και οι υποστηρικτές του προτάσσουν την ανάγκη «ισχυρού κράτους» και «ισχυρού προέδρου» απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς «εχθρούς». Οι αντίπαλοι και η Δύση βλέπουν την Τουρκία να διολισθαίνει σε ντε φάκτο δικτατορία.
Και το «κλειδί» βρίσκεται στα χέρια των 58 εκατ. ψηφοφόρων που καλούνται την Κυριακή να απαντήσουν «ναι» ή «όχι» στην προτεινόμενη συνταγματική μεταρρύθμιση για την μετατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε «ενός ανδρός αρχή», με συνέπειες που εκτείνονται πολύ πέραν των τουρκικών συνόρων.
Ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη εποχή δεν είχε η Τουρκία, η μόνη εκ των μουσουλμανικών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, τόσο κεντρικό ρόλο στη διεθνή σκηνή -από την προσφυγική κρίση με την οποία βρίσκεται η Ευρώπη (υπό τις διαρκείς απειλές και παζαρέματα του Ερντογάν) έως την μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους σε Ιράκ και Συρία, αλλά και τις μεταβαλλόμενες συμμαχίες της Άγκυρας με Μόσχα και Ουάσινγκτον.
Η νίκη στο δημοψήφισμα της Κυριακής θα σηματοδοτήσει απόλυτη κυριαρχία για τον Ερντογάν, ο οποίος θεωρητικά θα μπορεί να παραμείνει στη θέση του προέδρου έως το 2029 (ο πρόεδρος θα μπορεί να υπηρετήσει δύο πενταετείς θητείες, βάσει της συνταγματικής αναθεώρησης). Αντίθετα, το «όχι» στο δημοψήφισμα θα θεωρηθεί προσβολή για τον ίδιο και τους ένθερμους υποστηρικτές του που θεωρούν τη νίκη ως «δίκαιη ανταμοιβή».
Έχοντας στρώσει το έδαφος με το πογκρόμ -σε δημόσιο τομέα, δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατό, μέσα ενημέρωσης και την κουρδική αντιπολίτευση- που ακολούθησε την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου, ο Ερντογάν έχει ρίξει όλο του το βάρος στην εκστρατεία ως «εγγυητής» της σταθερότητας και της τουρκικής ισχύος, δίνοντας «μάχη» απέναντι σε πραξικοπηματίες, τρομοκράτες και «τρομοκράτες», και πάσης φύσεως «εχθρούς».
Και όλα αυτά οδηγώντας παράλληλα στο «κόκκινο» τις σχέσεις με την Ευρώπη -με κορόνες κυρίως κατά της.. «ναζιστικής» Γερμανίας της Άνγκελα Μέρκελ σε εκρήξεις οργής για την ακύρωση προεκλογικών συγκεντρώσεων υπέρ του σε ευρωπαϊκό έδαφος, απειλές για ακύρωση της συμφωνίας για το Προσφυγικό αν δεν «πάρει» τη βίζα, υπαινιγμούς ότι θα θέσει ο ίδιος τέλος στην ούτως ή άλλως τελματωμένη προενταξιακή διαδικασία, αλλά και διακηρύξεις περί επαναφοράς της θανατικής ποινής… «αν το θέλει ο λαός». Κάτι που θα επέφερε αυτόματα και το τέλος της όποιας διαδικασίας.
«Έχουμε αρχίσει τον μεγάλο αγώνα για να εξαλείψουμε τις τρομοκρατικές οργανώσεις όπως το ΡΚΚ, την οργάνωση του Γκιουλέν, το DHKPC. Εξουδετερώσαμε 11.000 τρομοκράτες μέχρι τώρα. Θα τους εξολοθρεύσουμε τελείως. Θα τους θάψουμε στα χαντάκια που έσκαψαν οι ίδιοι στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Με τη βοήθεια του Θεού, την Κυριακή το βράδυ η Ευρώπη θα ακούσει τη φωνή μας. Τότε θα πουν ότι η Τουρκία είναι μια χώρα με την οποία δεν μπορούν να παίζουν παιχνίδια»…
Σε αυτές τις δηλώσεις του σε προεκλογική συγκέντρωση συνοψίζεται το μήνυμα που στέλνει στους ψηφοφόρους σε μία βαθιά διχασμένη Τουρκία μεταξύ εκείνων που τον θαυμάζουν και θεωρούν ότι οι εξουσίες του δεν είναι ποτέ αρκετές και εκείνων που βλέπουν να εγκαθιδρύεται και με τη «βούλα» ένα απολυταρχικό καθεστώς υπό έναν πρόεδρο εθισμένο στην εξουσία χωρίς καμία ανοχή στη διαφωνία.
Επικράτηση του «evet» σημαίνει ότι η εκτελεστική εξουσία θα συγκεντρωθεί στα χέρια του Ερντογάν με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις αντίθετες φωνές απ’ όπου και αν προέρχονται, τη Δικαιοσύνη και την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου στην οποία έχει ήδη περάσει «θηλιά», αλλά και για το Κουρδικό.
Η θέση του πρωθυπουργού θα καταργηθεί. Ο ίδιος θα διορίζει το υπουργικό συμβούλιο και αντιπρόεδρο ή αντιπροέδρους, ενώ θα μπορεί όχι μόνο να είναι μέλος αλλά να «κρατά» και την ηγεσία κόμματος.
Θα μπορεί να εκδίδει διατάγματα για τη σύσταση και τη λειτουργία υπουργείων και να διορίζει ή να απομακρύνει ανώτατους δημόσιους λειτουργούς, όλα αυτά χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση. Για την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης δεν θα χρειάζεται πλέον το «πράσινο φως» κανενός. Ο πρόεδρος θα μπορεί να διαλύει την Εθνοσυνέλευση (που θα αυξηθεί στα 600 από 550 μέλη), αν και αυτό θα επιφέρει αυτόματα και προεδρικές εκλογές.
Εάν ο πρόεδρος θεωρηθεί ύποπτος για κάποιο αδίκημα, η Εθνοσυνέλευση θα μπορεί να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας με πλειοψηφία να στείλει την υπόθεση στο Συνταγματικό Δικαστήριο με πλειοψηφία δύο τρίτων στην αντίστοιχη ψηφοφορία.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα έχει την εξουσία να δικάσει τον πρόεδρο. Δώδεκα από τα μέλη του θα διορίζονται από τον πρόεδρο και τρία από τη Βουλή…
Παράλληλα, τα μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (HSYK) θα μειωθούν σε 13 από 22. Τέσσερα μέλη θα διορίζει ο πρόεδρος και η Εθνοσυνέλευση επτά. Ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο υφυπουργός θα είναι αυτομάτως μέλη.
To Εποπτικό Συμβούλιο του Κράτους (DDK), προεδρικός θεσμός που επιβλέπει τις δραστηριότητες δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και σωμάτων, θα δύναται να διενεργηθεί διοικητικές έρευνες δίνοντας στον πρόεδρο άμεσο έλεγχο σε ευρύ φασμα δομών, περιλαμβανομένων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Όσο για τις βουλευτικές εκλογές θα πραγματοποιούνται κάθε πέντε χρόνια, αντί για τέσσερα σήμερα, ταυτόχρονα με τις προεδρικές.
Ο ίδιος ο Ερντογάν αναγκάστηκε σε απόσταση αναπνοής από την κάλπη να αρνηθεί ότι έχει οποιαδήποτε πρόθεση να μετατρέψει την Τουρκία σε ομοσπονδιακό κράτος για να «καθησυχάσει» τους ακροδεξιούς Γκρίζους Λύκους του Ντεβλέτ Μπαχτσελί με τους οποίους συμμάχησε για να οδηγήσει τη χώρα σε δημοψήφισμα και στη στήριξη των οποίων υπολογίζει για να κερδίσει.
Οι τριγμοί εμφανίστηκαν λόγω υπαινιγμού συμβούλου του Ερντογάν πως μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο ομοσπονδιοποίησης μετά το δημοψήφισμα, με τον Μπαχτσελί να ζητά την κεφαλή επί πίνακι του συμβούλου Σουκρού Καράτεπε. Το υπερεθνικιστικό MHP του Μπαχτσελί είναι αντίθετο σε κάθε μορφή ομοσπονδιοποίησης που θα απέδωσε κυρίως στις κουρδικές περιοχές της Νοτιοανατολικής Τουρκίας ένα είδος αυτονομίας.
Οι παρατηρητές εκτιμούν πως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις ψήφους των εθνικιστών που είναι αντίθετοι σε κάθε παραχώρηση προς τους Κούρδους και φοβούνται πως μετά το δημοψήφισμα ο Ερντογάν ίσως υιοθετήσει πιο μετριοπαθή θέση.
Ενδεικτικό της ανησυχίας που προκάλεσαν στην τουρκική ηγεσία τα σχόλια του Μπαχτσελί είναι το γεγονός πως ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ δήλωσε πως θα υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του «αν υπήρχε ένα και μόνο άρθρο [στη συνταγματική αναθεώρηση] που θα άνοιγε τον δρόμο για ομοσπονδιακό κράτος».
Ως προς την εικόνα των δημοσκοπήσεων, οι μετρήσεις κυμαίνονται στα όρια στατιστικού λάθους και η μάχη προδιαγράφεται αμφίρροπη σύμφωνα τουλάχιστον με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Το ποσοστό επικράτησης του «ναι» μειωνόταν αισθητά όσο πλησίαζαν οι κάλπες με δύο δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη να εμφανίζουν το «evet» μόλις πάνω από το 51%, με τους αναποφάσιστους (8%) να εκτιμάται ότι θα κρίνουν το αποτέλεσμα.
Οι δημοσκόποι παράλληλα αναγνωρίζουν ότι μπορεί να υπάρχει μία κρυφή ψήφος υπέρ του «όχι» μεταξύ παραδοσιακών υποστηρικτών του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) που ανησυχούν για τα απολυταρχικά ένστικτα Ερντογάν, ιδίως μετά την φυλάκιση, καθαίρεση ή προσωρινή παύση πάνω από 120.000 δημοσίων υπαλλήλων μετά τη νύχτα της 15ης Ιουλίου.