Οσο και αν ακούγεται οξύμωρο ή αντιφατικό, οι έμπειροι παρατηρητές των τουρκικών εξελίξεων συγκλίνουν σε μια διαπίστωση εν όψει του αυριανού δημοψηφίσματος στην Τουρκία. Είτε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κερδίσει και εκπληρώσει το όνειρό του για εγκαθίδρυση ισχυρού προεδρικού συστήματος, είτε χάσει, η επόμενη ημέρα θα είναι γεμάτη αστάθεια και κινδύνους, ίσως και χαοτική. Μετά από μια πολύμηνη εκστρατεία εκκαθαρίσεων και διώξεων σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας από την επαύριο του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και μετά, ο Ερντογάν έχει αποσαρθρώσει το κράτος στην προσπάθεια να διαλύσει την επιρροή του δικτύου του Φετουλάχ Γκιουλέν. Μικρές εξαιρέσεις αποτελούν ο στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας, όπου ακόμη διατηρείται ένας σχετικός έλεγχος. Αυτό συμβαίνει χάρη σε ορισμένες ευκαιριακές συμμαχίες με άλλοτε αντιπάλους του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) εντός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατιωτικούς που είχαν διωχθεί για την υπόθεση «Βαριοπούλα», αλλά αργότερα αποκαταστάθηκαν.
Ανασφάλεια και απομόνωση
Η οικονομία βαίνει την κατιούσα, καθώς οι επενδυτές αισθάνονται ανασφάλεια και αποχωρούν, η ανάπτυξη καθηλώνεται, επιχειρήσεις έχουν κλείσει. Οσο και αν η κυβέρνηση επιδιώκει με διάφορους ελιγμούς, όπως ο υπολογισμός του ΑΕΠ και της ανάπτυξης με διαφορετική μεθοδολογία, να ρίξει «στάχτη στα μάτια», το γεγονός είναι ότι η τουρκική οικονομία ασθμαίνει ήδη βαριά. Στο τρίτο τρίμηνο του 2016 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1,8%, ενώ το υψηλό χρέος της χώρας την καθιστά ευάλωτη. Τα δε έσοδα από τον τουρισμό αναμένονται σημαντικά μειωμένα καθώς η χώρα δεν θεωρείται ασφαλής λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Παράλληλα, η Τουρκία και ο ίδιος ο Ερντογάν επιμένει με τη συμπεριφορά του να απομονώνεται από τους παραδοσιακούς συμμάχους της χώρας του, τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι νεκρή, παρά τις τεχνητές αναπνοές. «Κρέμεται από μία κλωστή», και αυτή δεν είναι άλλη από τη διατήρηση της Συμφωνίας για το Προσφυγικό. Στα κέντρα αποφάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και στο Πεντάγωνο, το φλερτ του με τη Μόσχα και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του στη Μέση Ανατολή με έμφαση στο Συριακό, η Αγκυρα θεωρείται πλέον πλήρως αναξιόπιστη και οι αρχικές ελπίδες της τελευταίας, ότι με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ τα πράγματα θα άλλαζαν, διαψεύδονται. Η ρητορική του Ερντογάν έχει προκαλέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς ακόμη και όσοι θα ήταν διατεθειμένοι να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι η σημερινή Τουρκία έχει εισέλθει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.
Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί παρά να προβληματίζει την Αθήνα. Η εσωτερική αστάθεια στη γειτονική χώρα θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της, από τη στιγμή μάλιστα που ο Ερντογάν εργαλειοποιεί συστηματικά την εσωτερική πολιτική κατάσταση. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι δεν είναι τόσο το Αιγαίο που πρέπει να ανησυχεί την ελληνική πλευρά όσο το Κυπριακό. Πρόκειται για ζήτημα στο οποίο ο Ερντογάν θα μπορούσε να σκληρύνει κι άλλο τη στάση του, για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με αυτό το ιδιόμορφο μείγμα «ισλαμικού εθνικισμού» που έχει εμποτίσει την πολιτική του. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες πηγές από την Τουρκία, στο περιβάλλον του προέδρου έχει αρχίσει να κυκλοφορεί ακόμη και σενάριο προσάρτησης των Κατεχομένων –στοιχείο που θα άλλαζε καταλυτικά τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της περιοχής, καθώς η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδια να αποτελέσει εκείνη την οδό από την οποία αυτοί οι ενεργειακοί πόροι θα διοχετευθούν προς την ευρωπαϊκή αγορά.

Προεκλογική εκστρατεία με περιορισμούς
Οι τούρκοι πολίτες θα ψηφίσουν υπό κατάσταση εκτάκτου ανάγκης η οποία ισχύει στη χώρα από τις 20 Ιουλίου 2016. Οσοι, κυρίως από το στρατόπεδο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, ανέμεναν ότι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης θα αίρονταν σύντομα, διαψεύστηκαν οικτρά. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης επηρέασε και την εκστρατεία της αντιπολίτευσης στο δημοψήφισμα, καθώς η κάλυψή της, σε σχέση με αυτή των οπαδών του «Ναι», υπήρξε όμηρός της. Ανθρωπος με βαθιά γνώση της τουρκικής πραγματικότητας έλεγε προς «Το Βήμα» ότι «από το 1989 που ζω στην Τουρκία είναι η πρώτη φορά που βλέπω τόσους περιορισμούς σε μια προεκλογική εκστρατεία». Δεν είναι μόνο η απαγόρευση διαδηλώσεων των οπαδών του «Οχι», είναι και οι φυσικές επιθέσεις που δέχθηκαν άνθρωποι που διαφωνούν με το προεδρικό σύστημα που προωθεί ο ισλαμιστής ηγέτης.
Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι ότι ο Ερντογάν συνεχίζει μέχρι την τελευταία ημέρα να κάνει προεκλογική εκστρατεία με αμείωτους ρυθμούς, ενώ χρησιμοποιεί αφειδώς κρατικούς πόρους στην καμπάνια του. Τούτο σημαίνει ότι και ο ίδιος δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αν και αυτό που ονομάζουμε παράσταση νίκης δείχνει ότι ο τούρκος πρόεδρος θα πετύχει αυτό που θέλει. Γενικότερα όμως, υπάρχει και φόβος να δημοσιεύονται δημοσκοπήσεις, ενώ και όσες δημοσιεύονται πάσχουν από άποψη φερεγγυότητας. Ο λόγος είναι σαφής. Οπως εξηγεί τούρκος αξιωματούχος που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, «στο παρελθόν, μόνο δύο ή τρεις σε σύνολο 10 ερωτώμενων απέφευγαν να απαντήσουν σε δημοσκοπήσεις. Σήμερα, οι επτά ή οκτώ δεν απαντούν διότι φοβούνται».
Η αποχή, οι Κούρδοι και οι φόβοι νοθείας
Σύμφωνα με άλλη πηγή που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, όλο το πολιτικό σκηνικό μοιάζει με… κινούμενη άμμο. Τις τελευταίες ημέρες, ορισμένες έρευνες έφερναν το «Ναι» να κινείται οριακά πάνω από το 50%, αλλά όσοι γνωρίζουν, επιμένουν ότι το πρόβλημα για τον Ερντογάν είναι η χαμηλή συσπείρωση τόσο του ΑΚΡ όσο και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Κατά ορισμένους, ως και 20% των ψηφοφόρων του ΑΚΡ και το 70% των ψηφοφόρων του ΜΗΡ κινούνται προς το «Οχι». Από ορισμένες πλευρές εκφράζονται φόβοι για εκτεταμένη νοθεία. Ενημερωμένες πηγές θεωρούν ότι αυτή δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει το 3%-4%, διότι διαφορετικά θα είναι οφθαλμοφανής. Αγνωστο είναι επίσης το ποσοστό της αποχής που θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικό και ίσως κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του Ερντογάν.
Επιπλέον, το ποσοστό των Κούρδων ή των νέων που θα προσέλθει στις κάλπες επίσης θα κρίνει πολλά. Οι Κούρδοι ψηφίζουν παραδοσιακά τουρκικά συντηρητικά και εθνικιστικά κόμματα και μόνο το 2015 ψήφισαν το κουρδικό HDP. Αυτό συνέβη όμως λόγω της προοπτικής της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Κουρδικό και όχι λόγω οικονομικών συμφερόντων. Δεν αποκλείεται όμως, αυτή τη φορά, ο φόβος ότι η καταστροφή και η ερήμωση στις νοτιοανατολικές επαρχίες θα συνεχιστούν, να οδηγήσει κούρδους ψηφοφόρους να ψηφίσουν υπέρ του «Ναι» ώστε η κατάσταση να μη χειροτερεύσει.
Ολοι οι αναλυτές προσπαθούν να προβλέψουν τι θα κάνει ο Ερντογάν σε περίπτωση που κερδίσει το δημοψήφισμα (κάτι που θα του επέτρεπε να μείνει στην προεδρία ως το 2029), καθώς και στην περίπτωση που ηττηθεί. Συγκλίνουν δε στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία θα παραμείνει σε τροχιά αστάθειας. Στο σενάριο του «Ναι» δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι η καταρράκωση των θεσμών στην Τουρκία θα συνεχιστεί και ο αυταρχισμός θα επιδεινωθεί. Αλλωστε, διεθνείς θεσμοί όπως η Επιτροπή της Βενετίας δεν αφήνουν αμφιβολία σχετικά με το «αυταρχικό DNA» των συνταγματικών προτάσεων, οι οποίες δεν εμπεριέχουν ελέγχους στην άσκηση της προεδρικής εξουσίας, μειώνουν την ισχύ του Κοινοβουλίου και απονευρώνουν τη δικαστική εξουσία. Δεν αποκλείεται δε ο ισχυρός άντρας της γείτονος να κινηθεί προς πρόωρες εκλογές για να ενισχύσει την κοινοβουλευτική δύναμη του ΑΚΡ πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2019. Οι πρόωρες εκλογές μπορεί όμως να είναι όπλο στα χέρια του Ερντογάν και στο σενάριο του «Οχι». Με το ΜΗΡ και το HDP να κινδυνεύουν να μην πιάσουν το όριο του 10% για να μπουν στην Εθνοσυνέλευση, το ΑΚΡ θα μπορέσει να διεκδικήσει την ενισχυμένη πλειοψηφία των 367 εδρών που θα επέτρεπε την αλλαγή του Συντάγματος μέσω Βουλής.
Το ΑΚΡ και το «φαινόμενο» Ακσενέρ
Ο σκληρός αυταρχισμός του Ερντογάν και η συμμαχία του με τον εθνικιστή Μπαχτσελί έχουν φουντώσει τη δυσαρέσκεια εντός του ΑΚΡ –αν και ουδείς μπορεί σε αυτή τη φάση να εκδηλωθεί. Πολλά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος δεν θέλουν την αλλαγή πολιτεύματος σε προεδρικό. Οι αντιδράσεις δεν προέρχονται τόσο από τους κυβερνητικούς βουλευτές όσο από την επονομαζόμενη «παλαιά φρουρά» του ΑΚΡ και συγκεκριμένα από τρία πρόσωπα: τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, τον πρώην πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Μπουλέντ Αρίντς. Και οι τρεις δεν εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας διότι φοβούνται. Παράλληλα, δεν είναι λίγοι όσοι εντός του ΑΚΡ ανησυχούν ότι η σημερινή κοινωνική και πολιτική πόλωση θα μπορούσε να μετατρέψει σε μπούμερανγκ τις συνταγματικές αλλαγές. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, αν οι συνθήκες αλλάξουν ως το 2019, όταν τυπικά θα ισχύσουν οι νέες προβλέψεις για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η εκλογή ενός αντιπάλου του ΑΚΡ θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκδικητική συμπεριφορά με απρόβλεπτες προεκτάσεις.
Στο ΜΗΡ, το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση του Μπαχτσελί με τη Μεράλ Ακσενέρ. Η 60χρονη πολιτικός, άλλοτε στέλεχος του Κόμματος του Ορθού Δρόμου και υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση της Τανσού Τσιλέρ, έχει αμφισβητήσει ευθέως τον Μπαχτσελί και πλέον δεν ανήκει στο ΜΗΡ. Εχει όμως μεγάλη απήχηση και ορισμένες έρευνες της δίνουν ποσοστό μεταξύ 12%-18% σε περίπτωση που ηγείτο ενός κόμματος.
Πολλοί ψηφοφόροι του ΜΗΡ συντάσσονται με τις απόψεις της. Εχει επίσης απήχηση σε ξένους επενδυτές, ενώ έχει ως σύμβουλό της επί των οικονομικών τον πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Ντουρμούς Γιλμάζ. Θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο σε περίπτωση που το «Οχι» επικρατήσει και ο Ερντογάν δεν ελέγξει την κατάσταση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δύσκολη..
Οι σχέσεις με το τρίγωνο ΕΕ – ΗΠΑ – Ρωσία

Το δημοψήφισμα της Τουρκίας παρακολουθείται με τεράστιο ενδιαφέρον από όλους τους κορυφαίους διεθνείς παίκτες. Οι πάντες όμως έχουν πλέον εντάξει στους σχεδιασμούς τους ότι ο Ερντογάν θα παραμείνει ο απρόβλεπτος και αναξιόπιστος εταίρος που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γραφειοκρατία στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας δεν σκοπεύει προς το παρόν να του χαριστεί και δυστυχώς για τον Ερντογάν ο «λομπίστας» της Αγκυρας Μάικλ Φλιν δεν έχει πλέον κεντρικό ρόλο στην Ουάσιγκτον. Ειδικά στο μέτωπο της Συρίας οι Αμερικανοί δεν θα θυσιάσουν τους κούρδους συμμάχους του PYD στο πλαίσιο της προσπάθειας κατάληψης της Ράκα, «πρωτεύουσας» του Ισλαμικού Κράτους. Τα πρόσφατα πυραυλικά πλήγματα των ΗΠΑ κατά των δυνάμεων του Μπασάρ αλ Ασαντ προκάλεσαν ικανοποίηση στην Αγκυρα, αλλά αυτή μάλλον υπήρξε πρόσκαιρη.

Ανάλογα δύσκολες θα είναι οι σχέσεις με τη Ρωσία και την ΕΕ. Η αποκατάσταση των σχέσεων με τη Μόσχα δεν έχει φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η σχέση του Ερντογάν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν έχει χαρακτηριστικά λυκοφιλίας, ενώ παράλληλα έχει δυσαρεστήσει σφόδρα τους Αμερικανούς που βλέπουν μία σημαντική χώρα του ΝΑΤΟ να… φλερτάρει με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO), όπου κυριαρχούν Ρωσία και Κίνα. Οσο για τους Ευρωπαίους, η νέα realpolitik περιορίζεται στη διατήρηση εν ζωή της Συμφωνίας για το Προσφυγικό. Ηδη στις Βρυξέλλες, οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις έχουν αρχίσει να πείθονται ότι ο Ερντογάν ίσως να εννοεί τελικά τις απειλές του περί επαναφοράς της θανατικής ποινής και δημοψηφίσματος για την ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κινήσεις καλής θέλησης θα είναι προσεκτικές, ενώ οι αναφορές σε ναζιστές έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα στις ευρωτουρκικές σχέσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ