Σε περιόδους θρησκευτικών εορτών, ιδιαίτερα το Πάσχα, πιστοί και άθεοι, εκούσια ή ακούσια, αναστοχάζονται για το ποιος έχει το «επάνω» χέρι στον «επίγειο» κόσμο. Αν δηλαδή ο αυτόνομος άνθρωπος είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τις πράξεις του και, κατά συνέπεια, αν συνιστά ο ίδιος την αρχή συγκρότησης του κόσμου τούτου ή, όπως υποστηρίζει η Εκκλησία, αρχή του επίγειου βασιλείου είναι το προπατορικό αμάρτημα και θεμέλιό του η θεία χάρη.
Ο Αυγουστίνος γνώριζε πολύ καλά ότι στην «επίγεια πόλη» κυρίαρχος δεν μπορεί να είναι άλλος από τον άνθρωπο. Προσπάθησε όμως να το αποκρύψει. Γι’ αυτό και φρόντισε να υποβαθμίσει τη σημασία της επίγειας πόλης, της πραγματικότητας δηλαδή. Πραγματική είναι μόνο η ουράνια πόλη. Γιατί η επίγεια πόλη «στηρίζεται στην αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του και οδηγεί ακόμη και μέχρι την περιφρόνηση του Θεού, ενώ η ουράνια πόλη στηρίζεται στην αγάπη προς τον Θεό, πράγμα που οδηγεί στην περιφρόνηση του εαυτού μας». (La Cité de Dieu, Livre ΧΙ, σελ. 465.) Αυτή η άποψη είναι κοινή σε όλα τα χριστιανικά δόγματα και αποτυπώνεται γλαφυρά στη θεολογία του Καρλ Μπαρτ, κεντρική θέση του οποίου ήταν η επίγνωση του χάσματος μεταξύ Θεού και ανθρωπότητας: «Ο Θεός είναι στον ουρανό και εσύ επάνω στη γη».
Η φιλοσοφία της νεωτερικότητας δίνει πολύ διαφορετικές απαντήσεις από αυτή της θεολογίας για το ποια είναι η αρχή συγκρότησης του κόσμου ή, με άλλα λόγια, για το τι είναι «πραγματικό» και «καλό». Στην επανάσταση του Μακιαβέλι το καλό συνίσταται στην αποτελεσματική δράση για το δημόσιο αγαθό, όπως αυτό εκφράζεται με την αγάπη προς την πατρίδα. Η αγάπη προς την πατρίδα είναι η δική του αρχή συγκρότησης του κόσμου. Ο πατριώτης δεν μπορεί να είναι πιστός σε τίποτα άλλο, παρά μόνο στην πατρίδα του. Για τον Γαλιλαίο, όμως, αρχή της πραγματικής συγκρότησης του κόσμου είναι η φύση, η οποία είναι και το καλό. Και οι δύο όμως συμφωνούν ότι το κακό δεν είναι απόρροια του προπατορικού αμαρτήματος, ούτε βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου ή στη διαφθορά του ίδιου του Λόγου.
Οπως θα έδειχνε ο Χομπς, στα μέσα του 17ου αιώνα, στην κοινωνία που περιέγραφε ο Αυγουστίνος, η κυριαρχία του φόβου από τον θάνατο (το προπατορικό αμάρτημα) οδηγούσε τους ανθρώπους στο να παραχωρούν την ελευθερία τους στη θρησκευτική πίστη (ουράνια πόλη), ενώ στη νεωτερική κοινωνία, στην κοινωνία του Αγγλικού Εμφυλίου (1642 – 1651), που τον έζησε ο ίδιος, οι άνθρωποι παραχωρούν την ελευθερία τους σε ό,τι εγγυάται ότι θα τους προστατέψει από τους άλλους. Ο προνεωτερικός Θεός-Λεβιάθαν παραχωρούσε τη θέση του στο νεωτερικό-αστικό κράτος θεό-Λεβιάθαν.
Τον 19ο αιώνα, πλέον, ο Καντ υποστήριζε ότι το κακό συνίσταται στις κυρίαρχες ροπές του ανθρώπου, όπου και όταν αυτός θέτει την ευδαιμονία του πάνω από την ηθική του καλού. Το θεμέλιο του κακού βρίσκεται στους κανόνες της θέλησης, όπως αυτές πηγάζουν από την ίδια την ελευθερία. Αν όμως το κακό δεν βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου αλλά στην ελευθερία του, τότε ο νεωτερικός άνθρωπος βρίσκει το καλό στην αυτονομία του. Για δε τον Χέγκελ, ορθολογικό, πραγματικό και καλό ταυτίζονταν. Βεβαίως, παρενέβη ο Ντοστογέφσκι με τους «Δαιμονισμένους» του για να καταδείξει σε τι ολοκληρωτισμούς μπορεί να οδηγήσει η βία υπέρ του καλού. Για να φτάσουμε στον 20ό αιώνα και στον Πόπερ που εντοπίζει το καλό στην ελευθερία.
Τι γίνεται όμως τώρα με το θρησκευτικό συναίσθημα, με τους πιστούς στον Θεό; Εξαφανίζονται; Οπως αναγγέλθηκε με τον νιτσεϊκό θάνατο του Θεού; Κάθε άλλο. Οι πιστοί υπάρχουν. Μόνο που, ακόμη και αυτών πλέον, η δράση δεν καθορίζεται από την πίστη τους, αλλά από την πορεία της «αγοράς». Οι πρακτικές όλων και των πιστών καθορίζονται από τη λογική του κέρδους, του οφέλους, της ανέλιξης, του χρήματος, του κεφαλαίου, της εργασίας, του ανταγωνισμού, της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας και από πολλές άλλες κοσμικές αρχές. Ακόμη και ο φασισμός, αλλά και οι τόσο αντινεωτερικοί σκοποί των τζιχαντιστών στηρίζονται στη χρήση των «τεχνικών» και των «σκοπών» της νεωτερικότητας.
Αν επομένως το κριτήριο για την αξιολόγηση του ανθρώπου είναι οι πράξεις του και όχι η πίστη του (Βέμπερ), τότε υπό αυτή την έννοια όντως ο θεός ως αρχή συγκρότησης της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου γράφεται με μικρό θήτα, γιατί έχει προ πολλού πεθάνει. Με την έννοια όμως της πίστης σε αυτόν εξακολουθεί να γράφεται με μεγάλο Θήτα. Ως πίστη εξακολουθεί να ζει, αν και είναι αμφιλεγόμενο, αν ακόμη βασιλεύει.
Οσο όμως και να επιδιώκουν οι χριστιανικές εκκλησίες να αντιταχθούν στην εκκοσμίκευση θα αποτυγχάνουν. Γιατί αυτές σήμερα είναι περισσότερο κοσμικές από όσο θρησκευτικές. Από την άλλη, ο Λόγος για να παραμείνει τέτοιος οφείλει να αντιμετωπίζει με επιχειρήματα και όχι αφορισμούς την πίστη αυτή καθαυτή. Αν και βεβαίως η σχέση του Λόγου ή της Πραγματικότητας με την Πίστη θα παραμένει πάντα ασυμφιλίωτη, όπως συμφωνούσε με αυτή τη διαπίστωση και ο Νοβάλις από τη θέση του υποστηρικτή της πίστης.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ