Από τα πιο ελπιδοφόρα σημάδια για το μέλλον της χώρας είναι η αυξανόμενη δημοφιλία του καινοτόμου επιχειρείν, με την αντίστοιχη πτώση σε ελκυστικότητα της παρασιτικής απασχόλησης στο Δημόσιο ή εις βάρος του. Ειδικά οι νεοφυείς τεχνολογικές επιχειρήσεις, «στάρταπ», τείνουν να γίνουν για μια γενιά Ελλήνων (και όχι μόνο βέβαια) ό,τι ήταν ο Νίκος Γκάλης για μια άλλη: μια πραγματική κλωτσιά αφύπνισης, ένα νέος ορισμός τού τι σημαίνει επιτυχία, πρότυπο για ολόκληρες ζωές. Είναι όμως και η λύση για τα βαθιά οικονομικά προβλήματα της χώρας; Ενώ επικροτώ τις startup ηθικά και τις βρίσκω χρήσιμες οικονομικά παγκοσμίως, θεωρώ ότι τείνουν να υπερτιμηθούν ως εργαλείο δημόσιας πολιτικής.
Δεν αμφισβητώ την αλλαγή που έφεραν στον κόσμο η Google, το Facebook ή και ο Στιβ Τζομπς (αν και η Apple δύσκολα μετράει ως νεοφυής εδώ και δεκαετίες, η ζωή του Τζομπς τον εντάσσει στους ρηξικέλευθους τεχνο-πρωτοπόρους). Οι δυνατότητές μας να σκεφθούμε, να ενημερωθούμε, να παραγάγουμε και να ζήσουμε έχουν πολλαπλασιασθεί χάρη στις τεχνολογικές καινοτομίες που ξεκίνησαν σε κάποια καλιφορνέζικα γκαράζ.
Είναι μάλιστα σπάνιος στην ιστορία αυτός ο ιδιαίτερος συνδυασμός επαναστατικής αντι-κουλτούρας και δημιουργίας που ελκύει τα μυαλά των ανήσυχων νέων. Επιτυχία χωρίς να κάνεις κακό (do no evil το, ομολογουμένως αλαζονικό, μότο της Google), σκληρή δουλειά αλλά με τους δικούς σου όρους, χωρίς αφεντικά και εκμετάλλευση. Για όσους τα καταφέρνουν στον κόσμο των startup, η ζωή πλησιάζει την ουτοπία. Τι γίνεται όμως με όσους δεν τα καταφέρνουν;
Οσο και να πανηγυρίζουμε επιτυχίες των ελληνικών startup (με την πρόσφατη πώληση της Taxibeat να κάνει την ηλικιακή σειρά μου ιδιαίτερα περήφανη, ως νίκη της γενιάς μας και της αντι-ιδεοληπτικής μετα-μεταπολιτευτικής κοσμοθεωρίας της), είναι αραιές και σπάνιες. Για κάθε Taxibeat υπάρχουν και χίλιες ΗΦοβερήΙδέαΜου.com που δεν πήγαν πουθενά.
Παγκοσμίως ελάχιστες νεοφυείς επιχειρήσεις συνεχίζουν να υπάρχουν πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή τους. Υπερβολικά συχνά, η ίδρυση μιας επιχείρησης είναι αποτέλεσμα υπερ-αυτοπεποίθησης, δηλαδή υπερβολικής εμπιστοσύνης των ιδρυτών στις ίδιες τους τις δυνάμεις (βλ. Camerer & Lovallo, 1999). Για κάποιους ανθρώπους η περιπέτεια με το νεοφυές επιχειρείν είναι μια κακή ιδέα, καταλήγουν να χάνουν μερικά από τα δυναμικότερά τους χρόνια με μόνο αντάλλαγμα έναν άδειο τραπεζικό λογαριασμό και βαθιά έλλειψη χρήσιμης επαγγελματικής εμπειρίας.
Ακόμα πιο δύσκολο το ερώτημα που αφορά την πραγματική συμβολή των startup στην οικονομία. Εκτός πάλι από ιδιαίτερα παραδείγματα πολλαπλασιαστικής καινοτομίας, όπως η Taxibeat, που έκανε την αναζήτηση ταξί στην Αθήνα από εφιάλτη ευχάριστο παιχνίδι, πολλές startup απλώς προσπαθούν να αναδιανείμουν την υπάρχουσα πίτα. Καίνε ενέργεια και πόρους για να αποσπάσουν εισόδημα από παλαιότερες επιχειρήσεις. Καλό ίσως για τους ιδιοκτήτες, ακόμα και ηθικά ευχάριστο όταν σκοτώνουν διεφθαρμένους δεινόσαυρους (οι ηλικιωμένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ενίοτε ξεπερνούν και το Δημόσιο με τη ληθαργική γραφειοκρατία και προσοδοθηρική νοοτροπία τους), αλλά μάλλον αδιάφορο για τον άνεργο που ψάχνει απεγνωσμένα μια θέση εργασίας.
Ερχόμενοι στους ανέργους, βρίσκουμε και το μεγαλύτερο μειονέκτημα των startup. Επειδή ακριβώς ο στόχος τους είναι η δημιουργική αποτελεσματικότητα, καταφέρνουν πολλά με λίγους πόρους. Προσλαμβάνουν 5, 10 ή 100 ανθρώπους υψηλής εξειδίκευσης, με τεχνικά Μάστερ ή διδακτορικά, και σπάνιες ικανότητες. Τους φέρονται καλά και τους πληρώνουν καλύτερα. Δεν έχουν σχεδόν καμία ανάγκη όμως για τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους που μεταξύ αποχών, καταλήψεων και φρέντο καπουτσίνο ολοκλήρωσαν κάποιες αδιάφορες πανεπιστημιακές σπουδές σε ένα μέτριο ελληνικό ίδρυμα.
Ακόμα και αν μεταμορφώναμε τους αποφοίτους ΤΕΙ καλλιτεχνικού πατινάζ σε μαέστρους της συγγραφής κώδικα υπολογιστή, τα νούμερα δεν βγαίνουν! Η ίσως πιο επιτυχημένη εταιρεία νέας τεχνολογίας στην Ελλάδα, η Upstream (μάλλον scaleup πια, όχι startup) έχει ετήσιες πωλήσεις 350 εκατ. ευρώ. Εντυπωσιακότατο για έναν οργανισμό που απλώς δεν υπήρχε πριν από 16 χρόνια. Η Upstream τα καταφέρνει όλα αυτά με μόλις 300 εργαζομένους. Στον πολύ πιο βαρετό κλάδο του λιανεμπορίου, η Jumbo: με έσοδα 600 εκατ. έχει πάνω από 5.000 εργαζομένους. Στον παραδοσιακό κλάδο του τουρισμού, η ξενοδοχειακή Grecotel με περί τα 200 εκατ. πωλήσεις έχει 5.100 εργαζομένους. Και ούτω καθεξής.
Για να πέσει η ανεργία κατά δύο μονάδες (να φθάσει δηλαδή στο και πάλι πολύ υψηλό 21%) χρειαζόμαστε κάπου 120.000 νέες θέσεις εργασίας. Χρειαζόμαστε δηλαδή 400 νέες Upstream ή 1.500 Taxibeat, κάτι μάλλον αδύνατο γιατί απλώς δεν υπάρχει μια αποθήκη ιδεών από την οποία θα βγάλουμε την επόμενη επιτυχημένη επιχείρηση υψηλής τεχνολογίας, πόσω μάλλον χιλιάδες τέτοιες. Από την άλλη, η δημιουργία 50 ή 500 καλών ξενοδοχείων στη χώρα είναι απλώς θέμα πολιτικής θέλησης. Τα σχέδια υπάρχουν και οι επενδυτές είναι έτοιμοι.
Η αναθέρμανση μιας χειμαζόμενης οικονομίας μη-αιχμής συνήθως χρειάζεται απλές και δοκιμασμένες συνταγές. Καλό το όραμα, εξαιρετικά χρήσιμο να προσπαθούμε να μεταμορφώσουμε την οικονομία (και μοναδική ελπίδα για πραγματική σύγκλιση κάποτε με τον ευρωπαϊκό πυρήνα), αλλά χρειαζόμαστε δουλειές εδώ και τώρα. Η μετατροπή της χώρας σε τεχνόφιλο παράδεισο είναι πολύ δυσκολότερη από το να κάνουμε δύο συνέδρια και να δώσουμε πέντε επιδοτήσεις. Απαιτεί πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα αιχμής, ανοιχτή κοινωνία και πόλεις παγκόσμιας ελκυστικότητας (βλ. 10 Νεοελληνικοί Μύθοι, Κεφάλαια 1 και 4). Μην υποτιμάμε τους παραδοσιακούς κλάδους που στήριξαν την απασχόληση προσφέροντας θέσεις εργασίας επί δεκαετίες. Αυτοί θα μας στηρίξουν και τώρα, όσο προσπαθούμε να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα.
Οι startup είναι το μέλλον: αστραφτερό, ευχάριστο, παραγωγικό και αισιόδοξο. Αλλά, δυστυχώς, η δημόσια πολιτική σήμερα πρέπει να ασχοληθεί και με το πεζό παρόν. Στο ταπεινό και γκρίζο σήμερα, η λήξη του εργασιακού εφιάλτη θα έρθει με 5% τεχνολογική μαγεία και 95% καλό παραδοσιακό αίμα και ιδρώτα.
Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University Λονδίνου –το βιβλίο του «10 Νεοελληνικοί Μύθοι» κυκλοφορεί προσεχώς από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ