Τα μοίραζα χωρίς δεύτερη σκέψη, απλόχερα. Μου έκανε εντύπωση η αξία που τους έδινε ένας φίλος. Οχι μόνο μετρούσε τα like που του έκαναν στο Facebook, αλλά και αξιολογούσε τους ανθρώπους με αυτό το κριτήριο: «Της έκανα like, εκείνη όχι, δεν είναι απαράδεκτη;», «Βγάζει χάλια φωτογραφίες, αλλά μου κάνει πάντα like, δεν μπορώ να μην του κάνω κι εγώ», «Δεν μου έκανε ποτέ like, γι’ αυτό τη διέγραψα από φίλη». Βαθμολογούμε ο ένας τον άλλον; Αρχισα κι εγώ να υπολογίζω τα like μου. Ωσπου βρέθηκα μια μέρα να ψάχνω το ιστορικό μου προσπαθώντας να επιβεβαιώσω μια φρικτή υποψία: έτερος φίλος στον οποίο έκανα like ακόμη και όταν ανέβαζε την αντιπαθέστατη γάτα του, δεν μου είχε ανταποδώσει ποτέ την αβροφροσύνη. Συνειδητοποίησα πόσο χαμηλά είχα πέσει και σταμάτησα. Δεν ανήκω ούτε σε εκείνους που έχουν θεοποιήσει αλλά ούτε και σε εκείνους που έχουν δαιμονοποιήσει το Facebook. Μου αρέσει να το χρησιμοποιώ, όμως έχω καταλάβει πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις και δεν θα αφήσω να μου συμβεί. Προέρχομαι, εξάλλου, από μια γενιά που επειδή μεγάλωσε χωρίς Internet και χωρίς Facebook μπορεί, νομίζω, να τα διαχειριστεί με μεγαλύτερη ψυχραιμία από τα νέα παιδιά που πρώτα μαθαίνουν να σερφάρουν και έπειτα να φλερτάρουν –ως τη στιγμή που το φλερτ θα περάσει αποκλειστικά στο Διαδίκτυο με το πάτημα ενός like.
Στην ίδια γενιά με εμένα ανήκει όμως και η φίλη που έβαλε στη δεκατετράχρονη κόρη της όρους για να την αφήσει να ανοίξει λογαριασμό στο Facebook: «Της είπα πως θα το επιτρέψω, με την προϋπόθεση να είμαι και εγώ διαδικτυακή φίλη της, να έχω εικόνα της δραστηριότητάς της». Πώς φάνηκε αυτό στη μικρή; «Δεν ενθουσιάστηκε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Μου ζήτησε μόνο να μην ανεβάζω τίποτε στον τοίχο της, να μην της κάνω like, να είμαι αόρατη». Κάθισε η αόρατη μάνα και άρχισε να μετρά τα like της κόρης και να βγάζει συμπεράσματα για τη δημοφιλία της. «Μόνο σαράντα της έκαναν προχθές, τα βρήκα λίγα και πάτησα κι εγώ ένα». Αλλα δεν είχατε συμφωνήσει; Δεν κρατήθηκα, παιδί μου είναι! Το οποίο παιδί θύμωσε και της έριξε… dislike: τη διέγραψε από φίλη. «Ποιο είναι το έγκλημά μου; Να ανεβάσω τη δημοφιλία της ήθελα!».
Παρακολούθησα πρόσφατα ένα αυτοτελές επεισόδιο του «Black mirror», της σειράς που ασχολείται με τις σκοτεινές πλευρές της τεχνολογίας. Σε μια κοντινή εποχή, μέσω ενός application στο κινητό σου, βαθμολογείς σε πραγματικό χρόνο όλους όσους συναναστρέφεσαι, τον πωλητή για τη συμπεριφορά του, τον εστιάτορα για το επίπεδο του φαγητού του, τον φίλο για τον τρόπο με τον οποίο σου συμπαραστάθηκε σε μια δυσκολία. Αξιολογείς και σε αξιολογούν, γεγονός που καταστρέφει τη ζωή της ηρωίδας μας, όταν μια σειρά από ατυχίες ρίχνουν το γενικό σύνολο της βαθμολογίας της. Η μετεξέλιξη του φεϊσμπουκικού like σε ένα τέτοιο κομβίο άμεσης και αμείλικτης αξιολόγησης μπορεί να είναι θέμα μηνών, μερικών χρόνων. Στο μεταξύ, την εποχή που συζητείται έντονα ακόμη και η κατάργηση της βαθμολογίας στα σχολεία, εμείς παίζουμε –παίζουμε; –βαθμολογώντας φίλους και γνωστούς. Εύκολα ένα like – dislike μπορεί να γίνει η σφαίρα που θα τραυματίσει ανθρώπους, σχέσεις, φιλίες. Εύκολα το παιχνίδι γίνεται «φονικό όπλο». Για να το ξαναπάρουμε λοιπόν από την αρχή, πιο χαλαρά και ανέμελα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ