«Αυτή η τραγωδία είναι μία από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος! Αν δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι πραγματικά μεγαλειώδες με αυτήν, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να κάνουμε κάτι ασυνήθιστο. Εχω στον νου μου τον βασικό χαρακτήρα και το «χρώμα» σαν να ήταν ήδη έτοιμο το λιμπρέτο…». Ηταν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1846 όταν ο Βέρντι έγραφε τις παραπάνω φράσεις στον λιμπρετίστα του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, δίνοντάς του το στίγμα για τον «Μάκβεθ» που ονειρευόταν να ανεβάσει. Μόλις πριν από έναν μήνα είχε καταλήξει στο έργο, καθώς το συμβόλαιο του ίδιου χρόνου με τον ιμπρεσάριο Αλεσάντρο Λανάρι και το Teatro della Pergola της Φλωρεντίας δεν προέβλεπε κάποιον συγκεκριμένο τίτλο. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού που είχε προηγηθεί, ο συνθέτης είχε σκεφθεί διάφορα ενδεχόμενα, συμπεριλαμβανομένων των «I masnadieri» και «Μάκβεθ».
Επιλογή βάσει των πρωταγωνιστών
Ο Βέρντι είχε αποφασίσει ότι θα λάμβανε την τελική απόφαση ανάλογα με τους τραγουδιστές που θα μπορούσε να έχει στη διάθεσή του. Στον «Μάκβεθ» ο πρωταγωνιστής δεν θα ήταν τενόρος, αλλά χρειαζόταν ένας πρώτης γραμμής βαρύτονος και αντίστοιχης εμβέλειας σοπράνο. Από την άλλη, η όπερα «I masnadieri» απαιτούσε πολύ καλό τενόρο. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, λοιπόν, είχε εξασφαλίσει τη διανομή, στην οποία δέσποζε ο σπουδαίος βαρύτονος της εποχής Φελίτσε Βαρέζι, γνωστός και για τις υποκριτικές του ικανότητες. Ετσι, λοιπόν, η πλάστιγγα έγειρε στον «Μάκβεθ». Το ίδιο διάστημα ο συνθέτης είχε ήδη χαράξει τις βασικές δραματικές γραμμές της όπερας και έγραφε την παραπάνω επιστολή στον Πιάβε θέλοντας να του δείξει πως για τον ίδιο, αυτό το σαιξπηρικό θέμα είχε ιδιαίτερη σημασία.
Καθώς η πρεμιέρα πλησίαζε, ο Βέρντι δεν έχανε ευκαιρία να τονίζει το ειδικό βάρος του εγχειρήματος με πολλούς και διάφορους τρόπους: πιέζοντας τον Πιάβε να συμπεριλάβει στο λιμπρέτο ακριβώς όσα του ζητούσε, πείθοντας τον φίλο του Αντρέα Μαφέι να συμβάλει σε συγκεκριμένα σημεία του ποιητικού κειμένου, δείχνοντας ιδιαίτερη σπουδή στην προετοιμασία της παραγωγής, έτσι ώστε να είναι ακριβώς όπως την οραματιζόταν και, τέλος, δουλεύοντας διαρκώς με τους πρωταγωνιστές, κυρίως τον Βαρέζι και τη σοπράνο Μαριάννα Μπαρμπιέρι-Νίνι ώστε να διασφαλίσει ότι κάθε απόχρωση της φωνής τους ήταν όπως ακριβώς την ήθελε ο ίδιος.
Η πρεμιέρα δόθηκε στη Φλωρεντία στις 14 Μαρτίου 1847 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία: σύντομα, η όπερα άρχισε να παίζεται σε ολόκληρη την Ιταλία, με τον Βέρντι να επισημαίνει συχνά στους υπευθύνους της κάθε παραγωγής τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του έργου.
Το 1864, ο γάλλος εκδότης και ιμπρεσάριος Λεόν Εσκιντιέ ζήτησε από τον συνθέτη να προσθέσει μουσική μπαλέτου για μια αναβίωση της όπερας στο Theatre Lyrique του Παρισιού. Εκείνος δέχτηκε, ωστόσο του εξήγησε ότι, πέρα από αυτό, έκρινε σκόπιμο να κάνει κάποιες γενικότερες αλλαγές σε κάποια μέρη τα οποία ήταν «είτε αδύναμα, ή οι χαρακτήρες εμφάνιζαν κάποιες ελλείψεις». Παρ’ όλα αυτά, η παρισινή πρεμιέρα –στις 21 Απριλίου 1865 –ήταν μεγάλη αποτυχία. Η υποδοχή αυτή δημιούργησε σύγχυση στον Βέρντι καθώς, παρά το γεγονός ότι η πρωτότυπη εκδοχή συνέχισε να παρουσιάζεται για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ιταλία, είναι σαφές ότι ο ίδιος προτιμούσε αυτή του Παρισιού, η οποία είναι και αυτή που σε γενικές γραμμές κυριαρχεί ως σήμερα, αν και στα νεότερα χρόνια παρατηρήθηκε ενδιαφέρον για την αναβίωση της πρώτης, πιο ενιαίας στυλιστικά.
«Καταραμένος» Σαίξπηρ
Βασισμένη στην ομότιτλη «καταραμένη» τραγωδία του Σαίξπηρ, δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν τον «Μάκβεθ» τη σημαντικότερη νεανική όπερα του Βέρντι. Η υπόθεση αφορά την αναρρίχηση του στρατηγού Μάκβεθ στον θρόνο της Σκωτίας αφού σκοτώσει τον βασιλιά Ντάνκαν και τον στρατηγό Μπάνκο. Συνεργός και υποκινητής των εγκληματικών ενεργειών είναι η σύζυγος του Μάκβεθ. Στη συνέχεια, εκείνη αυτοκτονεί υπό το βάρος των τύψεων και εκείνος εκτελείται από τον ευγενή Μακντάφ, ο οποίος υπερασπίζεται τα δικαιώματα του Μάλκολμ, γιου του Ντάνκαν.
Χρονικά, ο «Μάκβεθ» προηγείται των αριστουργημάτων που καθιέρωσαν διεθνώς τον Βέρντι. Γράφτηκε σε μια περίοδο όπου η ίδια η ζωή του συνθέτη ήταν αναπόσπαστη από την επαγγελματική του δραστηριότητα η οποία συνίστατο σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με θέατρα και λιμπρετίστες, έντονα διαστήματα σύνθεσης και εξοντωτική προετοιμασία για πρεμιέρες και αναβιώσεις. Η τριετία 1844-1847 ήταν ιδιαίτερα παραγωγική (οκτώ όπερες σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια). Η υγεία του επιβαρύνθηκε και περισσότερες από μία φορά αναγκάστηκε να ματαιώσει κάποια νέα δραστηριότητα, από τη στιγμή, μάλιστα, που είχε πλέον εξασφαλίσει οικονομική ασφάλεια και είχε ανταποκριθεί σε σημαντικά συμβόλαια. Από την άλλη πλευρά, η αυξανόμενη φήμη του είχε σαφώς πλεονεκτήματα. Η επιτυχία του «Ναμπούκο» –που έκανε πρεμιέρα τον Μάρτιο του 1842 –του άνοιξε την πόρτα στη μιλανέζικη κοινωνία και ο συνθέτης έκανε μακρόχρονες φιλίες, κυρίως με την Κλάρα Μαφέι, στο καλλιτεχνικό σαλόνι της οποίας ήταν τακτικός επισκέπτης. Φαίνεται ότι στη διάρκεια αυτής της πρώιμης επιτυχίας του άρχισε να αναπτύσσει όλο και πιο στενή σχέση με την Τζιουζεπίνα Στρεπόνι, η οποία επρόκειτο να γίνει η σύντροφος της ζωής του.
No man’s land επί σκηνής
Ο «Μάκβεθ» είναι η πρώτη παραγωγή όπερας που θα παρουσιαστεί στη δοκιμαστική περίοδο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος από τις 23 Απριλίου και για πέντε παραστάσεις. Την παραγωγή, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΕΛΣ τον Ιανουάριο του 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διευθύνουν ο Λουκάς Καρυτινός και ο Ηλίας Βουδούρης. Η σκηνοθεσία είναι του Ιταλού Λορέντσο Μαριάνι, ο οποίος εστιάζει στον τρόπο σκέψης των δύο ηρώων και οπτικοποιεί την αντίδραση στο συναίσθημα του φόβου. Το σκηνικό αποδίδει έναν no man’s land –έναν τόπο στο πουθενά, μια απεικόνιση των σκοτεινών σημείων του μυαλού μας.
«Ο Μάκβεθ αποτελεί ένα ταξίδι στους φόβους, στο σκοτάδι, στα απύθμενα βάθη της ψυχής μας» σημειώνει χαρακτηριστικά. «Δρα αποκλειστικά νύχτα, είναι συμπυκνωμένος, κινείται όπως μια σπείρα, αλλά μονάχα εσωτερικά. Είναι μια συνάντηση με ασυνείδητες ορμές, πρωτόγονους παλμούς, με τις καθοδηγητικές δυνάμεις της ψυχής που μας εκσφενδονίζουν σε χώρους τους οποίους απλώς δεν γνωρίζουμε…».
Τον ρόλο του τίτλου ερμηνεύει ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, της Λαίδης η Δήμητρα Θεοδοσίου και μαζί τους εμφανίζονται οι μονωδοί Πέτρος Μαγουλάς, Αντωνία Καλογήρου, Δημήτρης Πακσόγλου, Φίλιππος Δελλατόλας, Παύλος Σαμψάκης, Χρήστος Αμβράζης, Παύλος Μαρόπουλος, Βάσω Πετρόγιαννη, Φύλλη Γεωργιάδου, καθώς και μέλη του μπαλέτου της ΕΛΣ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ