Μαρία Κουγιουμτζή: «Φοβούνται τη φαντασία όσοι φοβούνται τον εαυτό τους»

Μετά το γυμνάσιο, ρίχτηκε κατ' ευθείαν στα βαθιά, στην πραγματική ζωή, στη βιοπάλη.

Μαρία Κουγιουμτζή
Ολα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016
σελ. 248, τιμή 13 ευρώ

Μετά το γυμνάσιο, ρίχτηκε κατ’ ευθείαν στα βαθιά, στην πραγματική ζωή, στη βιοπάλη. Αρχισε ως «βοηθός λογιστού» δίπλα σ’ έναν ηλικιωμένο κύριο. Τα χρήματα ήταν λιγοστά. Αργότερα εργάστηκε «σ’ ένα τενεκετζίδικο στο Ωραιόκαστρο». Στις πέντε τα χαράματα σηκωνόταν για το μεροκάματο. Η εποχή ήταν δύσκολη, οι άνθρωποι σκληροί. «Πάνω στη φλόγα του οξυγονοκολλητή βγάζαμε και ζεσταίναμε το φαΐμας. Μια φορά, είπα να εκμεταλλευτώ τη σύντομη απουσία του άντρα που είχε το μηχάνημα. Είπα, θα προλάβω. Ομως εκείνος γύρισε και μου πέταξε κάτω το φαΐ. Δηλαδή με άφησε νηστική ενώ ήμουν ήδη κουρασμένη και άυπνη. Αυτή την ιστορία, αν την έγραφα, δεν θα την έγραφα καλά» είπε υπαινικτικά στο «Βήμα» η Μαρία Κουγιουμτζή. «Μετά έγινα εισπράκτωρ στα λεωφορεία, είδα κόσμο πολύ, πολλές συμπεριφορές. Αλλά μάλωσα μ’ έναν σταθμάρχη και τότε πήγα στη «Λύρα« του Αλ. Πατσιφά, στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης. Κουβαλούσα δίσκους, σκούπιζα, τα πάντα έκανα».

Εν τω μεταξύ, σταμάτησε για να γράψει αλλά και πάλι αναγκάστηκε να δουλέψει, για τελευταία φορά, και πάλι σε λογιστήριο, «ενός εξαιρετικού λαδά». Ολες αυτές οι εμπειρίες «περάσανε μέσα μου, γίνανε βιώματα. Χρειάζεται το βίωμα αλλά η λογοτεχνία είναι που το μετασχηματίζει. Αλλο πράγμα το βίωμα κι άλλο η βιογραφία» υπογράμμισε η 72χρονη θεσσαλονικιά συγγραφέας μιλώντας προς «Το Βήμα». Πριν από λίγες ημέρες κατέβηκε για πρώτη φορά –επισήμως –στην Αθήνα για να παρουσιάσει το τελευταίο της έργο με τίτλο Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα. Το κοινό ήταν, κατά το πλείστον, ομότεχνο και επώνυμο στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει». Κική Δημουλά, Ζυράννα Ζατέλη, Μάνος Ελευθερίου, Ανδρέας Μήτσου, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, μεταξύ άλλων.

Η εκτίμηση αυτή μόνο τυχαία δεν είναι. Η Μαρία Κουγιουμτζή είναι ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα γυναίκα διηγηματογράφος στην Ελλάδα, τη στιγμή που μιλάμε. Αρκεί να διαβάσει κανείς λ.χ. το αριστουργηματικό κείμενο «Ο βάλτος» στην πρόσφατη – μία ακόμη εξαιρετική – συλλογή διηγημάτων της. Μέσα σε περίπου μία δεκαετία, η Μαρία Κουγιουμτζή έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία που ξεχωρίζουν για τη σιβυλλική ατμόσφαιρα και την τραχιά τεχνοτροπία τους. Η παρουσία της δε στα λογοτεχνικά περιοδικά είναι συνεχής. Μπορούμε να πούμε ότι η ίδια καλλιεργεί συστηματικά ένας είδος γοτθικών ιστοριών του Βορρά, με τον τρόπο – για να χρησιμοποιήσουμε μια απολύτως βάσιμη αναλογία – που το έκαναν οι συγγραφείς του αμερικανικού Νότου.

Στο επίκεντρο είναι πάντοτε οι απόκληροι και οι παρίες, οι φτωχοί και οι αδύναμοι, οι απεγνωσμένοι και οι ηττημένοι. Βέβαια, για να γίνει κανείς συγγραφέας δεν αρκούν τα βιώματα. «Διάβαζα πολύ, είχα πάθος, είχα μανία. Ο αδελφός μου ο Σταύρος, ο λατρεμένος, είχε τα βιβλία κι εγώ τα σκάλιζα. Οταν ήμουνα επτά χρονών διάβασα ένα πολύ σκληρό βιβλίο, «Τα καπνοτόπια» του Ερσκιν Κάλντγουελ. Μ’ άρπαξε, τρελάθηκα. Τι είχε προηγηθεί όμως; Η μητέρα μου, θρακιώτισσα πρόσφυγας, μας μεγάλωνε εμένα και τον αδερφό μου, χήρα, ξενοπλένοντας, όταν σταματούσε από τα καπνά. Ξεθεωμένη απ’ τη δουλειά, με τη γλυκιά μυρωδιά του καπνού στο δέρμα και τη σκοτεινιά της στάχτης στα νύχια, με τάιζε άγρια παραμύθια και δημοτικά τραγούδια. Το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» λ.χ. με στιγμάτισε. Μετά ακολούθησαν οι αρχαίες τραγωδίες, ο Ντοστογέφσκι, ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός. Οσο ο αδελφός μου έβλεπε ότι διάβαζα τόσο με τροφοδοτούσε με βιβλία. Με πήγε πρώτα στον ποιητή Γιώργο Θέμελη. Και εκείνος μου είπε ότι έχω πολύ ζωηρή φαντασία, ότι εκεί έπρεπε να επιμείνω. Δεκατεσσάρων χρονών ήμουνα τότε» θυμήθηκε η Μαρία Κουγιουμτζή και η φωνή της γλύκανε, το πρόσωπό της έλαμψε από νοσταλγία.

Γκρίζα παιδικά χρόνια

Από την άλλη, τα παιδικά χρόνια ήταν γκρίζα. «Εζησα διάφορες καταστάσεις αλλά ήμουν ονειροπόλα. Για τον ονειροπόλο ο Ντοστογέφσκι λέει ότι δεν είναι άνθρωπος αλλά ένα πλάσμα ουδέτερο που κατασκευάζει έναν κόσμο δικό του και είναι ευτυχής εκεί μέσα, κι αυτό δεν είναι λίγο. Με χόρταινε η φαντασία μου. Φοβούνται τη φαντασία όσοι φοβούνται να αντικρίσουν κατάματα τον εαυτό τους». Τη δεκαετία του 1950 η Θεσσαλονίκη «ένα φτωχοκομείο ήτανε, ιδίως οι δικές μας οι γειτονιές, οι δυτικές, εκεί υπήρχε η μεγαλύτερη ανέχεια, σε μια περιοχή που υπέφερε συνολικά μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τίποτα δεν είχαμε. Εμείς μέναμε σε ένα σπίτι που ήταν εβραίικο. Ετσι μας λέγανε, δεν ξέρω αν ήτανε. Παιδί ήμουνα. Τότε όχι μόνο δεν συζητιόταν το ζήτημα αλλά υπήρχε επιφύλαξη μεγάλη. Λίγοι, βέβαια, καταλαβαίνανε τι συνέβαινε. Σε μας τα μικρά λέγανε ότι οι Εβραίοι παίρνουν τα παιδάκια, τα βάζουν σ’ ένα βαρέλι με καρφιά και πίνουν το αίμα τους που στάζει». Τρόμος δηλαδή, έντονος αντισημιτισμός. «Τα άκουγα αυτά απ’ τα άλλα παιδιά, τους τα λέγανε οι γονείς τους. Εμένα η μάνα μου δεν μου ‘πε ποτέ τέτοια πράγματα. Είχε μια φίλη η οποία τελικά σώθηκε, επειδή είχε παντρευτεί χριστιανό».

Τα ανθρώπινα όρια

Στις ιστορίες της περνάει το ζήτημα, αντιστικτικά, με κακά αλλά και καλά παραδείγματα, υπήρξαν και αυτά. Και με αφορμή τον χαρακτήρα ενός άντρα στη «Μικρή Εβραία», ενός βιαστή, μίλησε ευρύτερα για τους ήρωές της.
«Εμένα οι χαρακτήρες μου είναι «διπλοί». Δηλαδή κάνουνε την αμαρτία αλλά υποφέρουνε που την κάνουνε. Δεν ησυχάζουν. Μετανιώνουν. Οι αμοραλιστές άνθρωποι δεν μ’ ενδιαφέρουν καθόλου. Με ενδιαφέρουν αυτοί που παλεύουν, άσχετα αν στο τέλος τα ένστικτα νικάνε. Αυτό το πιστεύω» τόνισε η Μαρία Κουγιουμτζή.

Μάλιστα γράφει ότι μόνο στις υπερβάσεις μαθαίνουμε και, πράγματι, τα κείμενά της περιγράφουν οριακές καταστάσεις. «Θέλω να δείξω πού φτάνουν τα όρια του ανθρώπου. Και στο καλό και στο κακό. Θέλω να διερευνήσω όλες τις κατευθύνσεις, όλες τις δυνατότητες, όλες τις πιθανότητες. Γι’ αυτό γράφω άγρια και τρυφερά. Δεν με νοιάζει να πω απλώς μια ιστορία καλά. Ούτε να κάνω τη δασκάλα σε κανέναν. Και τους χαρακτήρες μου δεν τους κρίνω. Τους αγαπάω και τους πονάω. Είμαι στραμμένη προς τους ανθρώπους που υποφέρουνε. Σε αυτούς που η μοίρα τους είναι τέτοια που δεν έχουν τα μέσα, κατά κάποιον τρόπο, να αντιδράσουνε. Είτε γιατί γεννήθηκαν μ’ ένα κουσούρι, είτε γιατί είναι φτωχοί κ.τ.λ. Στο διήγημα «Μαμά άφησέ με ν’ ανασάνω», η ηρωίδα έχει σχεδόν γεράσει νταντεύοντας τη μητέρα της. Είναι ένας άνθρωπος διψασμένος για ζωή», βρίσκει διέξοδο στις σκοτεινές αίθουσες, πάει στα πονηρά σινεμά, «κι όταν διψάς, δεν κοιτάς αν το νερό είναι θολό ή βρώμικο, θα πιεις».

Να το δούμε λίγο και πάλι ευρύτερα. Μήπως όσοι διαβάζουμε ακριβώς, γινόμαστε κάπως υπερβολικά «ελαστικοί» ως προς την ηθική ή ως προς τα αποδεκτά όρια εν γένει; Μήπως φτάνουμε στο σημείο να δικαιολογούμε τα πάντα; «Γινόμαστε πιο ανεκτικοί, πιστεύω. Δίνουμε χώρο στους ανθρώπους. Το δίκαιο είναι ο νόμος. Είναι ο Ιαβέρης που κυνηγά μια ζωή τον Γιάννη Αγιάννη, ενώ η Δικαιοσύνη είναι ο επίσκοπος που του χαρίζει τα κλεμμένα κηροπήγια αφήνοντάς του περιθώριο για να καταλάβει, να αλλάξει».

Οι αλληλεπιδράσεις

Η ίδια πιστεύει στη σημασία της συγχώρεσης. Και είναι μια γυναίκα που θαυμάζει τους προσωκρατικούς, τα μαθηματικά, την αστροφυσική, την πολυπλοκότητα του (εξωτερικού) Σύμπαντος. «Οι φυσικοί νόμοι, ενώ είναι νόμοι, δεν σε δεσμεύουν, σε ελευθερώνουν. Οχι μέσω του τυχαίου αλλά μέσω της απροσδιοριστίας. Της πληθώρας των κινήσεων, όχι της επιλογής αλλά των αλληλεπιδράσεων. Αυτό συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Από την αλληλεπίδραση με τους άλλους δημιουργούμαστε και τους δημιουργούμε».

Κάθε άνθρωπος όμως είναι και ένα διαφορετικό (εσωτερικό) σύμπαν. «Τους δέχομαι τους αμαρτωλούς, αρκεί να υπάρχει η πάλη, όπως προείπα. Πιστεύω ότι ακόμα κι αυτός που κάνει κάτι φρικτό δεν θέλει να το κάνει. Αλλά τα ένστικτα, που να πάρει ο διάολος, έχουν τέτοια γοητεία, όταν το φρικτό συμβαίνει σε κυριεύει και δεν μπορείς να σταματήσεις. Υστερα αυτός που το κάνει απεχθάνεται τον εαυτό του που το έκανε. Ποια θα ήταν η λύση; Να αυτοκτονήσει για να μην το ξανακάνει. Δεν μπορεί όμως, η ανάμνηση αυτής της φρικτής γοητείας τον κρατάει στη ζωή. Σκεφτείτε το, ευρύτερα. Η ζωή είναι φρικτή τις πιο πολλές φορές. Αλλά εμείς όλοι, εκεί. Εχει μια γοητεία. Τι είναι αυτό; Η ζωή η ίδια το πλάθει αυτό για να μας κρατήσει ζωντανούς. Αλλιώς στην πρώτη αναποδιά θα τα τινάζαμε όλα στον αέρα. Αφού έτσι κι αλλιώς ξέρουμε πως θα πεθάνουμε. Η ζωή όμως δημιουργεί μύθους, κι εγώ πιστεύω πολύ στον μύθο».

Τότε ανακάλεσε τον Ν. Γ. Πεντζίκη που «πίστευε στο φανταστικό, δεν ήθελε το πραγματικό», είχε μια σύντομη θητεία μαζί του. «Ο ίδιος ρώτησε κάποτε έναν μικρό, τι θέλεις, μικρέ, ένα πραγματικό αυτοκινητάκι για ένα φανταστικό; Το παιδί ήθελε το πραγματικό. Το πραγματικό τού είπε ο Πεντζίκης θα παλιώσει και θα το πετάξεις, το φανταστικό δεν θα το χάσεις ποτέ, θα το ‘χεις μια ζωή».

«Εχω εκπλαγεί αλλά δεν έχω τρομάξει»

Εχει ποτέ εκπλαγεί η ίδια από κάτι που έχει γράψει; Εχει ίσως τρομάξει; «Πιστεύω στην έμπνευση. Ερχεται από μια λέξη, μια εικόνα, μια ιδέα, είναι όπως το σωματίδιο του Χιγκς, που, ενώ δεν έχει μάζα, καθώς συγκρούεται μ’ ένα άλλο σωματίδιο τού δίνει μάζα και αποκτά και το ίδιο. Ετσι προκύπτει ένα ποίημα, ένα διήγημα, ένα μυθιστόρημα. Τουλάχιστον έτσι λειτουργώ εγώ. Εχω εκπλαγεί αλλά δεν έχω τρομάξει, κι αν έχω τρομάξει ο τρόμος αυτός είναι γλυκός. Δεν τα προσχεδιάζω αυτά που γράφω. Iσως και να μην τα ξέρω. Διότι αν τα ξέρω θα πάω με τη λογική να τα πω και δεν θα τα πω καλά. Οπου με πάει το κείμενο. Οι ανατροπές συντελούνται την ώρα της γραφής».

Η Μαρία Κουγιουμτζή για χρόνια ολόκληρα όχι μόνο δεν δημοσίευε «αλλά έσκιζα και δεν κρατούσα τίποτα, κι αυτό μου έκανε καλό». Για ένα διάστημα πήγαινε «καθημερινές ασκήσεις» στον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, όπως ο ίδιος της είχε προτείνει. «Τις έβρισκε ενδιαφέρουσες αλλά ατελείς. Μου έλεγε να τις διορθώσω και να ξαναπάω αλλά ντρεπόμουν και δεν επανερχόμουν στο θέμα». Αλλά, ευτυχώς, δεν τον υπάκουσε. «Τον άκουγα με προσοχή αλλά δεν τον υπάκουσα». Δυο-τρία από αυτά τα κείμενα τα περιέλαβε στο «Αγριο βελούδο», το πρώτο της βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2008 και απέσπασε κατόπιν το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόκειται για τις «Γριές», «Το κοντάρι» και «Το βλέμμα», που είχε δημοσιευτεί πριν από 40 χρόνια στη «Λέξη». Η πρώτη της ιστορία δημοσιεύθηκε το 1972 στον «Κάλβο», σε διαγωνισμό υπό τον τίτλο «Διήγημα ’71». Η Μαρία Κουγιουμτζή μιλάει με ευγνωμοσύνη για τους φίλους της, για όσους τη στήριξαν και την παρότρυναν να συνεχίσει. Στη συνομιλία μας αναφέρθηκε ονομαστικά και αναλυτικά σε όλους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.