Δικάζοντας τους ναζί

Στις 17 Δεκεμβρίου 1942 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έδινε στον αμερικανικό Τύπο μια ανακοίνωση στην οποία επιβεβαιώνονταν οι πληροφορίες για συστηματική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης από τους ναζί.

Α. Τ. Williams
Οι μεγάλες δίκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Μετάφραση Ελένη Αστερίου
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017
σελ. 552, τιμή 19,90 ευρώ

Στις 17 Δεκεμβρίου 1942 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έδινε στον αμερικανικό Τύπο μια ανακοίνωση στην οποία επιβεβαιώνονταν οι πληροφορίες για συστηματική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης από τους ναζί. Το κείμενο έκανε αναφορά σε μεταφορές εβραϊκών πληθυσμών σε περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης, σε στρατόπεδα εργασίας, σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Αν βασικές λεπτομέρειες του Ολοκαυτώματος και των γερμανικών εγκλημάτων πολέμου ήταν γνωστές από τόσο νωρίς, το φθινόπωρο του 1944 το τοπίο ξεκαθάρισε πλήρως όταν οι Σοβιετικοί εισήλθαν στο στρατόπεδο του Μαϊντάνεκ στην Πολωνία και οι Αμερικανοί σε εκείνο του Νατσβάιλερ-Στρούτχοφ στην Αλσατία: οι θάλαμοι αερίων, οι εκτελέσεις, τα πειράματα σε κρατουμένους, τα βασανιστήρια και οι εξευτελισμοί καταγράφηκαν σε στρατιωτικές αναφορές που παρουσίαζαν ανάγλυφη την εικόνα της ναζιστικής θηριωδίας. Ωστόσο, οι τροχοί της δικαστικής απόδοσης ευθυνών για όσα τελικά χαρακτηρίστηκαν με τον νομικό όρο «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» κινήθηκαν αργά, γράφει στις «Μεγάλες δίκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» ο Αντριου Τ. Γουίλιαμς, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ. Ενας συνδυασμός ανάγκης επινόησης καινοφανών όρων και διαδικασιών, πολιτικών διαφωνιών ανάμεσα στους Συμμάχους, εγγενών δυσκολιών στην τεκμηρίωση των κατηγοριών από επιζώντες της εκμηδενιστικής σωματικά και ψυχικά εμπειρίας των στρατοπέδων, έλλειψης χρόνου και απαιτούμενων πόρων για το γιγαντιαίο έργο επέδρασε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην πορεία των δικών και έθεσε τελικά ερωτήματα για το ίδιο το νόημά τους.



«Μείζονες» και «ήσσονες» δίκες
Ο Γουίλιαμς δεν έχει ως στόχο της έρευνάς του μόνο τις «μεγάλες δίκες». Για την ακρίβεια, αυτό που επιδιώκει είναι ο συσχετισμός της «μείζονος» δίκης των κορυφαίων ζώντων στελεχών του ναζιστικού καθεστώτος στη Νυρεμβέργη μεταξύ Νοεμβρίου 1945 και Οκτωβρίου 1946 με παράλληλες χρονικά δίκες «ησσόνων», αξιωματούχων, διοικητών, γιατρών, μελών των SS και δεσμοφυλάκων στρατοπέδων συγκέντρωσης. «Η Νυρεμβέργη, το Δικαστήριο, η διαδικασία θα σήμαιναν λίγα χωρίς αυτές τις δίκες για «ήσσονα» εγκλήματα πολέμου» σημειώνει. Αν η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Σοβιετική Ενωση και όλες οι κατεχόμενες χώρες δεν είχαν ασκήσει δικαστική δίωξη στους δολοφόνους και στους βασανιστές, τότε η διαδικασία σε αυτή την αίθουσα του δικαστηρίου θα είχε μειωμένη σημασία και θα μπορούσε εύκολα να απορριφθεί ως συμβολική. […] Οι έρευνες και οι δίκες τις οποίες μελέτησα καθόρισαν τη Νυρεμβέργη και της έδωσαν νόημα, τη συμπλήρωσαν ως ιστός τιμωρίας των ενόχων».
Επιδιώκοντας να δώσει υπόσταση στη φύση των εγκλημάτων, στη διερεύνησή τους και στην ακροαματική διαδικασία ο Γουίλιαμς παραθέτει διάφορες ενδεικτικές περιπτώσεις με έμφαση σε εκείνες των Μπέργκεν-Μπέλσεν και Νοϊενγκάμε. Η δίκη για το Μπέργκεν-Μπέλσεν ξεκίνησε στις 17 Σεπτεμβρίου 1945 υπό βρετανική εποπτεία, υπήρξε η πρώτη μεταπολεμικά, είχε δυνητικά ευρύτερη σημασία, εφόσον ο διοικητής του στρατοπέδου κατά την απελευθέρωσή του από τους Βρετανούς, Γιόζεφ Κράμερ, ήταν προηγουμένως διοικητής του Αουσβιτς-Μπιρκενάου, και αφορούσε έναν ήδη διαβόητο για την κοινή γνώμη τόπο, αφού φωτογραφίες της φρίκης του είχαν δημοσιευθεί στον Τύπο. Η αθώωση ορισμένων από τους κατηγορουμένους έθετε για τον Γουίλιαμς το πρόβλημα της σύγκρουσης της νομικής πραγματικότητας με τη συμβολική διάσταση του εγχειρήματος. Αφενός η βρετανική δικαιοσύνη είχε κινηθεί πολύ κοντά στο γράμμα του νόμου λαμβάνοντας «ελάχιστα υπόψη της το εξαιρετικά ασυνήθιστο γενικό πλαίσιο», αφετέρου το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε όσους «είχαν πιστέψει ότι αυτές οι ακροαματικές διαδικασίες θα παρείχαν ένα δίδαγμα για την ιστορία, θα επέτρεπαν να εξεταστεί εξονυχιστικά η ψυχή των κατηγορουμένων […], θα αποτελούσαν δεδικασμένο για τις υπόλοιπες ήσσονες δίκες».


Εγκλήματα χωρίς αυτουργούς
Μελετώντας την περίπτωση του Νοϊενγκάμε ο συγγραφέας αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τις δυσχέρειες της πλήρους απόδοσης δικαιοσύνης σε έναν κυκεώνα θηριωδιών. Παρά το ότι κανείς από τους 14 κατηγορουμένους δεν αθωώθηκε, και ο διοικητής, ο γιατρός, ο επικεφαλής SS και ο χαμηλόβαθμος αξιωματούχος που δολοφόνησε περίπου 1.000 κρατουμένους με ενέσεις βενζίνης και γύρισε τη στρόφιγγα του θαλάμου αερίων σκοτώνοντας 200 ρώσους αιχμαλώτους πολέμου καταδικάστηκαν σε θάνατο, άλλα εγκλήματα παρέμειναν χωρίς αυτουργούς. Με τη λεπτομερή εξιστόρηση του τρόπου με τον οποίο στις αρχές Μαΐου 1945, λίγο πριν από τη λήξη του πολέμου, 7.000 έγκλειστοι στο στρατόπεδο οδηγήθηκαν σε πλοία στον παρακείμενο κόλπο του Νόιστατ και αφέθηκαν εκεί για μέρες χωρίς καμία πρόνοια, έως ότου αυτά βομβαρδίστηκαν και βυθίστηκαν από τη βρετανική αεροπορία, ο Γουίλιαμς παραθέτει σωρεία εγκλημάτων και ευθυνών που δεν καταλογίστηκαν ποτέ. Των ναζί που έχοντας απανθρωποποιήσει και εξαθλιώσει χιλιάδες ανθρώπους τους επιβίβασαν στα πλοία ελπίζοντας ενδόμυχα ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα απαλλάσσονταν οριστικά από αυτούς, μια και σκάφη χωρίς λευκή σημαία ήταν διακηρυγμένοι στόχοι της αεροπορίας των Συμμάχων. Των SS που εκτέλεσαν εν ψυχρώ 150 διασωθέντες. Των κατοίκων του Νόιστατ που συστηματικά έκλειναν τις πόρτες τους σε όσους απέδρασαν ή γλίτωσαν τον πνιγμό. Παρά το γεγονός, τέλος, ότι οι επιζώντες δεν επέρριπταν ευθύνη στη RAF, το γεγονός του βομβαρδισμού αφήνει μια ηθική σκιά.
«Κανένας δεν λογοδότησε για αυτή την καταστροφή» καταλήγει ο Α. Τ. Γουίλιαμς στον επίλογό του. «Πόσοι θάνατοι και πόσα βασανιστήρια αγνοήθηκαν παρομοίως και πόσοι δράστες διέφυγαν, αφού και θάνατοι και δράστες έπρεπε να αγνοηθούν, απλούστατα γιατί ο αριθμός τους ήταν υπερβολικά μεγάλος για να αντιμετωπιστούν;». Το ερώτημα υπενθυμίζει το πιεσμένο παράθυρο χρόνου των συμμαχικών μεταπολεμικών διώξεων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας –διήρκεσαν μόλις από το 1945 ως το 1948. Το 1949 η ευθύνη πέρασε στη νεότευκτη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, παρά τη σποραδική συνέχιση των δικών, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου επέβαλε σε μεγάλο βαθμό τη λήθη: η Δυτική Γερμανία ήταν άλλωστε πια προμαχώνας της Δύσης. Σε πολλά σημεία το λεπτομερές και επίμονα τεκμηριωμένο βιβλίο του Γουίλιαμς αφήνει μια τέτοια χαρακτηριστικά πικρή γεύση: οι ιστορίες, οι ηλικίες, οι αριθμοί των θυμάτων ακόμη και αυτού του μικρού μέρους του Ολοκαυτώματος δεν προσφέρονται για κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, η τελική ετυμηγορία του συγγραφέα δεν στέκεται στις δικανικές παραλείψεις: συμβολική, χαοτική, απατηλή, αφανής, όπως λέει, η διαδικασία της τιμωρίας των ενόχων ήταν εν τούτοις σημαντική –και «αυτό αξίζει να το θυμόμαστε όταν τόσα άλλα έχουν ξεχαστεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.