Ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία, οι οποίες, όχι μόνο επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Ουάσινγκτον και τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, αλλά και ενδεχομένως τις ανατρέπουν. Ενώ μέχρι πριν από λίγες ημέρες ο Λευκός Οίκος θεωρούσε τον Ασαντ χρήσιμο εταίρο στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και δεν ζητούσε την απομάκρυνσή του από την εξουσία, την Παρασκευή τα ξημερώματα αμερικανικοί πύραυλοι έπληξαν για πρώτη φορά δυνάμεις του σύρου προέδρου. Η ειρωνεία είναι ότι η Συρία ήταν από τα κορυφαία θέματα στα οποία αναμενόταν να βρεθεί κοινό έδαφος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα. Μετά το αμερικανικό πλήγμα κατά του Ασαντ όμως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα.
Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον πρόκειται να επισκεφθεί τη Μόσχα μεθαύριο Τρίτη. Η συνάντησή του με τον Πούτιν, η πρώτη στελέχους της νέας αμερικανικής κυβέρνησης με τον ρώσο πρόεδρο, είχε προγραμματιστεί πολύ πριν από την επίθεση της Παρασκευής, όμως πλέον η ατζέντα, ίσως ακόμη και το κλίμα, αναμένεται να αλλάξουν ριζικά. Πριν από την Παρασκευή, η συνάντηση αναμενόταν να επικεντρωθεί στις κυβερνοεπιθέσεις της Ρωσίας και στην ανάμειξή της στην προεκλογική εκστρατεία. Τώρα όμως τα θέματα που θα κυριαρχήσουν είναι η Συρία και η αμερικανορωσική συνεργασία στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας είχαν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Η επίσκεψη Τίλερσον αναμενόταν να σηματοδοτήσει μια επανεκκίνηση στις διμερείς σχέσεις. Δεν έχει περάσει καλά-καλά μια εβδομάδα από όταν ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών δήλωνε ότι το μέλλον του Ασαντ «θα αποφασιστεί από τον λαό της Συρίας». Τώρα όλοι αναμένουν με ενδιαφέρον αν ο Πούτιν «θα προσπαθήσει να βάλει μυαλό στην Ουάσιγκτον» μέσω του Τίλερσον, όπως τον καλούν ρώσοι πολιτικοί, ή αν ο Τίλερσον θα πείσει τον Πούτιν «να μαζέψει τα λουριά στον Ασαντ, διαφορετικά η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει τις επιθέσεις εναντίον του», όπως τον συμβουλεύουν αμερικανοί αναλυτές.
Η Ουάσιγκτον εκτόξευσε 56 πυραύλους Τόμαχοκ από δύο αμερικανικά πολεμικά πλοία στη Μεσόγειο εναντίον της αεροπορικής βάσης Σαϊράτ στη Δυτική Συρία, όπου είναι σταθμευμένα ρωσικά πολεμικά ελικόπτερα και ρωσικές ειδικές δυνάμεις που βοηθούν τον Ασαντ στον πόλεμο με τους αντιπάλους του. Η κύρια ρωσική αεροπορική και ναυτική βάση στη Συρία δεν χτυπήθηκε. Το Πεντάγωνο είχε προειδοποιήσει τη Μόσχα για την επικείμενη επίθεση.
Η επίθεση πραγματοποιήθηκε ως απάντηση για τα χημικά που έριξε το καθεστώς Ασαντ εναντίον αμάχων στο Ιντλίμπ της Συρίας την Τρίτη, με συριακά αεροπλάνα που απογειώθηκαν από τη βάση Σαϊράτ. Οι ΗΠΑ είναι επικεφαλής της συμμαχίας που βομβαρδίζει τους τζιχαντιστές στη Συρία από το 2014, αλλά προχθές ήταν η πρώτη φορά που έπληξαν δυνάμεις του Ασαντ.
Μετά την επίθεση, ο Τραμπ χαρακτήρισε τον Ασαντ «δικτάτορα» που «εξαπέλυσε φρικτά χημικά όπλα εναντίον αθώων αμάχων» και «όμορφων μωρών». Αντίθετα, το Κρεμλίνο, που αρνείται ότι ο Ασαντ έριξε τα χημικά, έκανε λόγο για «επίθεση κατά ενός κυρίαρχου κράτους».
Η Ρωσία έσπευσε να αναστείλει τη συμφωνία που είχε υπογράψει με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία τα δύο μέρη αντάλλασσαν πληροφορίες για τις πτήσεις των πολεμικών τους αεροσκαφών προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις στους αιθέρες της Συρίας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επρόκειτο να συνεδριάσει για να εκδώσει ψήφισμα καλώντας να διερευνηθεί η ρίψη χημικών στο Ιντλίμπ. Ηδη πριν από τους Τόμαχοκ, η Ρωσία είχε απορρίψει το προσχέδιο του ψηφίσματος, ενώ τώρα πλέον το ρωσικό βέτο είναι βέβαιο.
Αυτό που δεν είναι βέβαιο είναι αν ο Τραμπ άλλαξε πολιτική και από οπαδός του απομονωτισμού έγινε υπέρμαχος των επεμβάσεων στο εξωτερικό ή αν οι Τόμαχοκ ήταν μια εξαίρεση. Αν άλλαξε, η στροφή αυτή πρέπει να είναι από τις πιο γρήγορες –μόλις δύο μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του –και πιο ριζικές στη σύγχρονη Ιστορία. Αγνωστο είναι επίσης πώς θα ερμηνεύσουν τη στροφή Τραμπ οι σύμμαχοι των ΗΠΑ –ως ευελιξία ή ασυναρτησία; Η συριακή αντιπολίτευση, που ήδη επικρότησε τους Τόμαχοκ, και η Τουρκία βλέπουν θετικά τα πλήγματα στον Ασαντ.
Το Κρεμλίνο όμως μπορεί να την ερμηνεύσει ως «άδειασμα» της Ρωσίας από τον Τραμπ. Ο Πούτιν προειδοποίησε ότι οι Τόμαχοκ θα επιδεινώσουν τις διμερείς σχέσεις. Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου κατηγόρησε τον αμερικανό πρόεδρο ότι είχε προσχεδιάσει να πλήξει τον Ασαντ και η ρίψη χημικών ήταν μια πρόφαση. Αν επιδεινωθούν οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, θα υπάρξουν επιπτώσεις στον πόλεμο κατά των τζιχαντιστών, καθώς το Κρεμλίνο ήδη διεμήνυσε ότι οι Τόμαχοκ έριξαν ένα
«σοβαρό εμπόδιο» στη δημιουργία μιας διεθνούς συμμαχίας κατά της τρομοκρατίας.
Η ισλαμική τρομοκρατία επιστρέφει δριμύτερη στη Ρωσία
Γίνεται η Ρωσία το νέο «κόκκινο πανί» για την τζιχαντιστική τρομοκρατία εξαιτίας της πολιτικής της στη Συρία; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Η τρομοκρατική επίθεση στην Αγία Πετρούπολη τη Δευτέρα, που κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστον 14 ανθρώπους, ήταν η χειρότερη στη χώρα μετά τον Δεκέμβριο του 2013, όταν με 24 ώρες διαφορά δύο βομβιστές αυτοκτονίας σκόρπισαν τον θάνατο στο Βόλγκογκραντ, λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Σότσι.
Παρότι δεν έγινε αμέσως ξεκάθαρο ποιος βρίσκεται πίσω από την αιματηρή επίθεση στο μετρό της Αγίας Πετρούπολης ή εάν ο κιργίζιος δράστης Ακμπαρζόν Τζαλίλοφ είχε συνεργάτες, η σύνδεση με τη διεθνή ισλαμιστική τρομοκρατία ήταν άμεση. Οπως εκτιμούν ειδικοί, η ρωσική ανάμειξη στη Συρία είναι πιθανό να επιφέρει ένα νέο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων στη χώρα, με τη Μόσχα να αποτελεί πλέον πρωταρχικό στόχο των σουνιτών εξτρεμιστών.
Η υποστήριξη της Ρωσίας προς το καθεστώς Ασαντ και η συνεργασία της με τις σιιτικές δυνάμεις της περιοχής έρχεται με το τίμημά της: το Ισλαμικό Κράτος είχε εξαπολύσει απειλές ενάντια στη Μόσχα ήδη από το 2015. Και η κατάσταση θα επιδεινωθεί αν οι ξένοι μαχητές που βρίσκονται στη Συρία θελήσουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, καθώς το Ισλαμικό Κράτος χάνει εδάφη. Οι Ρώσοι και άλλοι πρώην σοβιετικοί πολίτες αναλογούν σε ένα μεγάλο ποσοστό – και μάλιστα σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, στο μεγαλύτερο – των ξένων μαχητών που πολεμούν στο πλευρό του Ισλαμικού Κράτους.
Ωστόσο, η ισλαμιστική τρομοκρατία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο για τη Ρωσία. «Η χώρα αποτελεί στόχο των τζιχαντιστών χρόνια τώρα, με την παρουσία στοιχείων της Αλ Κάιντα στην Τσετσενία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Εχουν σημειωθεί πάρα πολλές τζιχαντιστικές επιθέσεις στη Ρωσία, ειδικά στον Βόρειο Καύκασο και κυρίως στη διάρκεια της αυξημένης παρουσίας της ισλαμιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης Εμιράτο του Καυκάσου στην περιοχή από το 2007 ως το 2015 – προτού η Ρωσία εμπλακεί στη Συρία. Επομένως η επέμβαση της Μόσχας στη Συρία μάλλον διαδραμάτισε περιορισμένο ρόλο στην κινητοποίηση του τζιχαντιστή ή των τζιχαντιστών που πραγματοποίησαν την επίθεση στην Αγία Πετρούπολη» είπε στο «Βήμα» ο Γκόρντον Χαν, ειδικός σε ζητήματα ισλαμιστικής τρομοκρατίας στη Ρωσία και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Russia’s Islamic Threat» (Η Ισλαμική Απειλή της Ρωσίας, Yale University Press, 2007).
Μιλώντας στο «Βήμα»
Οπως υποστηρίζει η Μαρία Ομελίτσεβα, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και ειδική σε ζητήματα ασφάλειας του Καυκάσου, παρά το γεγονός ότι ο δράστης της επίθεσης στην Αγία Πετρούπολη ήταν από το Κιργιστάν, μια κατά βάση μουσουλμανική χώρα της Κεντρικής Ασίας, «δεν θα πρέπει να υποθέτουμε αυτόματα ότι το κίνητρο της επίθεσης ήταν αποκλειστικά θρησκευτικό. Το Ισλάμ παρουσιάζεται ως ένας απαραίτητος και επαρκής λόγος ριζοσπαστικοποίησης. Ομως δεν είναι έτσι. Υπάρχει ένας συνδυασμός παραγόντων, που προδιαθέτουν κάποια άτομα να εμπλακούν σε τέτοιες ενέργειες. Το Ισλάμ λειτουργεί απλά ως μια ιδεολογική νομιμοποίηση σε όσους έχουν ήδη υιοθετήσει έναν βίαιο τρόπο ζωής. Επομένως, η Ρωσία είναι πιθανόν στο μέλλον να γνωρίσει αύξηση στις τρομοκρατικές επιθέσεις διαφόρων αποχρώσεων, με κάποιες από αυτές να πραγματοποιούνται από μουσουλμάνους, αλλά το Ισλάμ δεν αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα σε αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση» εξήγησε στο «Βήμα» η καθηγήτρια Ομελίτσεβα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ