Μόνο τα γαϊδούρια δεν αλλάζουν λένε στη Σερβία και αυτή την παροιμία επικαλέσθηκε πρόσφατα ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, πρωθυπουργός και νέος πρόεδρος της χώρας μετά τη θριαμβευτική νίκη του από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών την περασμένη Κυριακή. Ο Βούτσιτς δηλώνει ότι δεν είναι πλέον ο σκληροπυρηνικός εθνικιστής που κάποτε λογόκρινε τα ΜΜΕ της Σερβίας για λογαριασμό του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και αντικρούει όσους τον κατηγορούν ότι είναι ένας διψασμένος για την εξουσία πολιτικός με αυταρχικές τάσεις.
Πρόεδρος έως το 2022
Ο νέος πρόεδρος θα είναι ο ντε φάκτο ηγέτης της χώρας έως το 2022 ενώ θα παραμείνει στον πρωθυπουργικό θώκο ως τα τέλη Μαΐου, όταν θα αναλάβει τα νέα του καθήκοντα και διορίσει τον αντικαταστάτη του, της απόλυτης εμπιστοσύνης του φυσικά, από το δικό του συντηρητικό Προοδευτικό Κόμμα που κατέχει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Κατά το πρότυπο του εντολοδότη Πούτιν και του εντολοδόχου Μεντβέντεφ στη Ρωσία.
Την επομένη της επικράτησης του Βούτσις, χιλιάδες πολίτες του Βελιγραδίου, κυρίως φοιτητές, συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Κοινοβούλιο της χώρας κατηγορώντας τον ότι «έκλεψε τις εκλογές» και απαιτώντας το «τέλος της δικτατορίας» του. Τις επόμενες ημέρες οι φοιτητικές διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν στο Νόβι Σαντ, στη Νις και σε άλλες σερβικές πόλεις.
Η διαφορά όμως του Βούτσιτς από τον δεύτερο υποψήφιο στις εκλογές ήταν τεράστια: ο Σάσα Γιάνκοβιτς, πρώην ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έλαβε μόλις 16% ενώ ο Βούτσιτς έφθασε στο εντυπωσιακό 55%.
Ο 47χρονος Βούτσιτς υπήρξε μέλος του ακροδεξιού Ριζοσπαστικού Κόμματος που υποστήριζε την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας και τους αιματηρούς πολέμους στην Κροατία, στη Βοσνία και στο Κόσοβο που κόστισαν τη ζωή σε 100.000 ανθρώπους ενώ το 1998 διορίστηκε υπουργός Πληροφοριών υπό την προεδρία του Μιλόσεβιτς. Οι επικριτές του σήμερα του επιρρίπτουν την ευθύνη για τη σερβική εθνικιστική προπαγάνδα μίσους κατά των μειονοτήτων που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στα σερβικά ΜΜΕ. Το 2008 ακολούθησε τον πολιτικό μέντορά του και απερχόμενο πρόεδρο της Σερβίας Τόμισλαβ Νίκολιτς στο νεοσύστατο Προοδευτικό Κόμμα για να αναλάβει το υπουργείο Αμυνας το 2012 και το 2014 την πρωθυπουργία της Σερβίας.
Οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν τον Βούτσιτς, ο οποίος προώθησε την υποψηφιότητά του από την πλεονεκτική θέση του πρωθυπουργού αρνούμενος να παραιτηθεί, πως πήρε υπό τον έλεγχό του όλα τα ΜΜΕ και προέβη σε πόλεμο λάσπης και εκστρατεία εκφοβισμού των ψηφοφόρων. Οι επικριτές του ανησυχούν ιδιαίτερα για το ενδεχόμενο να αυξήσει περαιτέρω την εξουσία του μετά την κατάκτηση και της προεδρίας, σε μια περίοδο μάλιστα που ουσιαστικά έχει τον απόλυτο έλεγχο των πιο σημαντικών κρατικών θεσμών εις βάρος της ευάλωτης, ακόμα, δημοκρατίας της Σερβίας.
Δηλώνει φιλοευρωπαϊστής
Εχοντας αναγνωρίσει κάποια από τα λάθη του παρελθόντος, ο πρώην ακροδεξιός εθνικιστής δηλώνει σήμερα πως είναι ένας δημοκράτης φιλοευρωπαϊστής μεταρρυθμιστής που θα επιδιώξει να οδηγήσει τη Σερβία στην ΕΕ, ενισχύοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς της με τη Ρωσία του Πούτιν που επιθυμεί να αυξήσει την επιρροή του στα Βαλκάνια. Οσον αφορά την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, μιλώντας στο Politico μερικές ημέρες μετά την επικράτησή του, ο Βούτσιτς τάχθηκε υπέρ της στενότερης συνεργασίας μεταξύ βαλκανικών χωρών. Επικαλέστηκε, μάλιστα τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, δηλώνοντας ότι «ήταν ένας πολύ έξυπνος άνδρας που γνώριζε πώς να ενώνει τους ανθρώπους».

«Ακολουθεί τις μεθόδους Ορμπάν και Ερντογάν»

«Η πανηγυρική ανάδειξη του Βούτσιτς στο προεδρικό αξίωμα δημιουργεί ανησυχίες στον βαθμό που φαίνεται να ακολουθεί τις μεθόδους του Ορμπάν και του Ερντογάν» δηλώνει στο «Βήμα» ο κ. Οθων Αναστασάκης, διευθυντής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κάνοντας λόγο για την «εδραίωση ενός ηγεμόνα της Σερβίας». Και εξηγεί γιατί: «Και οι δύο αυτοί χαμαιλέοντες της πολιτικής μεταμορφώθηκαν από αρχικά φιλελεύθεροι, φιλοευρωπαϊκοί δημοκράτες σε ανελεύθερους εξουσιαστές που αντιπαλεύονται την Ευρώπη, ελέγχοντας το κόμμα, κατακτώντας σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό, τη δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης, εκμεταλλευόμενοι την αποσύνθεση της αντιπολίτευσης, χρησιμοποιώντας το Σύνταγμα για να θεμελιώσουν την προσωπική τους εξουσία, και προκηρύσσοντας εκλογές και δημοψηφίσματα για να διατηρήσουν την πλειοψηφία τους».

«Βέβαια η διαφορά στην περίπτωση της Σερβίας είναι ότι δεν είναι ακόμη κράτος-μέλος της ΕΕ, σε αντίθεση με την Ουγγαρία, η οποία από θέση ισχύος καταλύει συστηματικά τις δημοκρατικές διαδικασίες. Ούτε έχει τη στρατηγική σημασία και το περιφερειακό κύρος της Τουρκίας που επιτρέπει στον Ερντογάν να μετατρέπεται σε στυγνό δικτάτορα. Ο Βούτσιτς εκπροσωπεί μια χώρα που έχει ακόμη ανάγκη την Ευρώπη, ενώ μέσα από τη φιλοευρωπαϊκή του στρατηγική ενισχύει περισσότερο τη θέση του, όπως ακριβώς έκαναν και οι άλλοι δύο ηγέτες. Ενώ κινείται ακόμη μέσα στο πλαίσιο μιας συνταγματικά τυπικής νομιμότητας, στην ουσία ελέγχει απόλυτα το παιγνίδι, σε μια χώρα με αδύναμους θεσμούς και τάση για ισχυρές ηγεσίες».

Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση του Βούτσιτς, επισημαίνει ο κ. Αναστασάκης, είναι ότι η ηγεμονία του δεν απολαμβάνει μόνο την υποστήριξη της καγκελαρίου της Γερμανίας αλλά επεκτείνεται στον πρόεδρο της Ρωσίας, στον ηγέτη της Κίνας, ακόμη και στον νέο αμερικανό πρόεδρο.

«Ο καθένας έχει τους λόγους του που τον υποστηρίζει και ο Βούτσιτς έχει καταφέρει να συνδυάσει με μαεστρία όλα τα εξωτερικά ετερόκλητα συμφέροντα και να απευθύνεται στον καθένα ξεχωριστά. Στη Γερμανία και στην ΕΕ εμφανίζει το ευρωπαϊκό του πρόσωπο, την προσήλωσή του στην ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, τη συνδρομή του στη σταθερότητα στον βαλκανικό χώρο σε μια περίοδο που ξαναξυπνούν τα εθνικιστικά πάθη και την ευελιξία του ακόμη και στο θέμα του Κοσόβου. Στη Ρωσία κρατάει την πιο φιλική ευρωπαϊκή στάση, συνεργάζεται σε αμυντικά και οικονομικά θέματα και εμφανίζει τη χώρα του ως τον πιο έμπιστο σύμμαχο στην περιοχή των Βαλκανίων. Στην Κίνα υπόσχεται πεδίο για επενδύσεις και δίοδο στον Δρόμο του Μεταξιού. Στην Αμερική του Τραμπ προτάσσει ένα πιο φιλοαμερικανικό προσωπείο μετά από μια περίοδο σφοδρού αντιαμερικανισμού λόγω του Κοσόβου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ