Ηταν εκεί στη Νίκαια της Βιθυνίας του Σωτηρίου έτους 315 όταν ο μικρός, ταπεινός Επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος πλησίασε τον αυτοκράτορα Καίσαρα Φλάβιο Κωνσταντίνο Ευσεβή, Αήττητο, Αύγουστο, Μάξιμο και του μίλησε για τα όσα συνέβαιναν στην Αιλία Καπιτωλίνα των Ρωμαίων, την Ιερουσαλήμ των Ιουδαίων. «Εκεί όπου εκτυλίχθηκε το Θείο Δράμα υπάρχει ιερό της θεάς Αφροδίτης» είπε ο Μακάριος. Ο Κωνσταντίνος συγκλονίστηκε και έδωσε εντολή για την κατάργηση του ιερού. Και με αυτόν τον τρόπο άρχισε μια ιστορία που ξεκίνησε από τη συζήτηση δύο ανδρών. Και ακολούθησαν αναρίθμητοι άνδρες: αυτοκράτορες, βασιλείς, χαλίφηδες, σουλτάνοι, μοναχοί, σταυροφόροι, Μαμελούκοι, Αραβες, Ελληνες, Ρωμαίοι, και όλοι τους είτε προσπάθησαν να κατακτήσουν, είτε να διασώσουν, είτε να προστατεύσουν τον Πανάγιο Τάφο, τον Ναό της Αναστάσεως, τον Γολγοθά. Τον τόπο όπου εκτυλίχθηκε το Θείο Δράμα. Κι όμως αυτός ο Ναός κρύβει ταυτόχρονα την αθόρυβη παρουσία και τις άοκνες προσπάθειες πολλών γυναικών. Από τις μυροφόρες και την Αυγούστα Ελένη μέχρι τη μηχανικό Τόνια Μοροπούλου, οι προσπάθειες των γυναικών χάνονται στο διάβα των αιώνων.
Από τις μυροφόρες στην Αγία Ελένη
Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία και η Μάρθα, οι αδελφές του Λαζάρου, η Μαρία, η γυναίκα του Κλωπά, και η Σαλώμη, η κόρη του Ιωσήφ από τον πρώτο του γάμο, είναι οι πρώτες γυναίκες που συνδέονται με τον Πανάγιο Τάφο. Ηταν όλες μαθήτριες του Χριστού και υπήρξαν οι πρώτες μάρτυρες της Ανάστασής Του. «Οι γυναίκες πρώτες μαθαίνουν τις καλές ειδήσεις. Η Παναγία πρώτη πληροφορείται ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος εκ πνεύματος Αγίου με τη δική της συνέργεια. Οι μυροφόρες πρώτες μαθαίνουν ότι ο Διδάσκαλός τους, που υπέστη φρικτά βασανιστήρια κι απέθανε πάνω στον Σταυρό, αναστήθηκε από τους νεκρούς. Εκτοτε, το Ευαγγέλιο, η χαρμόσυνη είδηση μεταφέρεται όχι μόνο από τους αποστόλους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες που είναι ευαίσθητες μπροστά στο μυστήριο του θανάτου και της ζωής» τονίζει στο «Βήμα» η καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κυρία Δήμητρα Κούκουρα.
Η Φλάβια Ιουλία Ελένη, η Αγία Ελένη, γυναίκα του Κωνστάντιου Χλωρού και μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, η Αυγούστα Ελένη, πραγματοποίησε το ταξίδι της στους Αγίου Τόπους το 326. Υπάρχουν μελετητές που συνδέουν την επίσκεψη αυτή με την εκτέλεση του εγγονού της Κρίσπου και της νύφης της Φαύστας. Αν και 78 ετών, παρέμεινε για δύο χρόνια στους Αγίους Τόπους, βρήκε τον Τίμιο Σταυρό και τον Γολγοθά και κατασκεύασε τους ναούς της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και τη Βασιλική στο Ορος των Ελαιών. Είναι η γυναίκα που παρέδωσε τα ιερά κειμήλια του χριστιανισμού στην ανθρωπότητα.
Το Οδοιπορικό της Αιθερίας
Μια άλλη γυναίκα, η Αιθερία, ήταν η πρώτη που περιέγραψε τα όσα συνέβαιναν στους Αγίους Τόπους μετά από ένα οδοιπορικό που πραγματοποίησε στην περιοχή. Γόνος αριστοκρατικής καταγωγής, πιθανότατα από την Ισπανία και μοναχή, ίσως και ηγουμένη, ξεκίνησε το ταξίδι της για την Ιερουσαλήμ από το Μπορντό της Γαλλίας. Μετά από ένα πολυετές προσκυνηματικό ταξίδι στο Σινά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία, παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για τρία χρόνια. Το εγχείρημά της ήταν παράτολμο, καθώς πραγματοποιήθηκε μόλις το 381. «Οι σημειώσεις της, γνωστές ως Οδοιπορικό της Αιθερίας, είναι ένα από πρωιμότερα δείγματα της προσκυνηματικής λογοτεχνίας και αποτελούν πολύτιμη πηγή για την ανασύνθεση της ιστορίας των Αγίων Τόπων αλλά και την εξέλιξη της χριστιανικής λατρείας, ιδιαίτερα των τελετών που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής και την Εβδομάδα των Παθών στον Ναό της Αναστάσεως, στον χώρο του Παναγίου Τάφου» επισημαίνει στο «Βήμα» ο θεολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής του Hebrew University of Jerusalem, κ. Νίκος Κουρεμένος.
Δύο αυτοκράτειρες άμεσα συνδεδεμένες με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’, η μία η γυναίκα του, η Αιλία Ευδοκία, και η δεύτερη η αδελφή του Πουλχερία, στήριξαν τους ναούς και τα μοναστήρια των Αγίων Τόπων. Με καταγωγή από την Αθήνα και ιδιαίτερα υψηλή μόρφωση, η Αιλία Ευδοκία βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’. Η δυναμικότητα και η ισχυρή της προσωπικότητα δημιούργησαν τριβές με τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Πουλχερία, και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την αυτοκρατορική αυλή και να εγκατασταθεί στην Ιερουσαλήμ, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της. Κατά την παραμονή της στους Αγίους Τόπους ενίσχυσε οικονομικά τους ναούς και τα μοναστήρια.
Η Πουλχερία εξουσίαζε ουσιαστικά την αυτοκρατορία. Παντρεύτηκε τον στρατηγό Μαρκιανό και στέφθηκε αυτοκράτειρα μετά τον θάνατο του αδελφού της. Συνέδεσε τη βασιλεία της με τη σύγκληση της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου ενώ κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας της παρείχε πλούσια οικονομική στήριξη στον Ναό της Αναστάσεως και στους Αγίους Τόπους γενικότερα.
Η σειρά των γυναικών που συνδέουν το όνομά τους με τους Αγίους Τόπους προεκτείνεται στον 21ο αιώνα με την καθηγήτρια του ΕΜΠ κυρία Τόνια Μοροπούλου και το ανακαινιστικό έργο του Παναγίου Τάφου, από τον οποίο σε μερικά 24ωρα ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων θα μεταφέρει το Αγιο Φως στους χριστιανούς ορθοδόξους, δίνοντας το μήνυμα της Ανάστασης. Ενα μήνυμα που πρώτες έλαβαν οι μυροφόρες γυναίκες.
Η Μαρία αλ Αζιζάχ και η ΤαμάραΚατά την προ των σταυροφόρων περίοδο της Αραβοκρατίας, στα τέλη του 10ου αι., δύο ακόμη γυναίκες, μητέρα και κόρη, ήρθαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην προστασία των χριστιανικών προσκυνημάτων. Πρόκειται για τη Μαρία, τη χριστιανή γυναίκα του φατιμίδη χαλίφη Αλ Αζίζ, και την κόρη του, την αρχόντισσα Σατέλ Μελούκ. Η Μαρία μεσολάβησε ώστε να καταργηθούν όλα τα διατάγματα κατά των χριστιανών, τα οποία περιελάμβαναν δήμευση περιουσιών, απαγόρευση ανακατασκευής ναών και την τέλεση δημόσιων ακολουθιών.
Ο γιος της, ωστόσο, ο χαλίφης Αλ Χακίμ, μερικά χρόνια αργότερα μετατράπηκε στον μεγαλύτερο πολέμιο του χριστιανισμού. Εξέδωσε φιρμάνια για τις καταστροφές ναών και απαγόρευσε ακόμη και τον εορτασμό της Κυριακής των Βαΐων στον Ναό της Αναστάσεως. Ολα όμως ανετράπησαν όταν η χριστιανή αδελφή του τον δηλητηρίασε και ανέβασε στον θρόνο τον μικρότερο αδελφό τους Αλ Ζάχιρ. Εχοντας μάλιστα την κηδεμονία του αδελφού της, εξέδωσε φιρμάνια πλήρους ανεξιθρησκίας και προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών.
Εκατοντάδες γυναίκες έβαλαν τη σφραγίδα τους στον Ναό της Αναστάσεως και ανάμεσά τους η πρώτη γυναίκα βασίλισσα της Γεωργίας, Ταμάρα. Κατά τον 13ο αι., λίγα μόλις χρόνια μετά την εκδίωξη των σταυροφόρων από τον σουλτάνο της Αιγύπτου Σαλαντίν, η Ταμάρα κατάφερε να λάβει φιρμάνι για την προστασία των χριστιανικών προσκυνημάτων στην Παλαιστίνη, ενώ ταυτόχρονα προσέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά για τις ανακαινίσεις των χριστιανικών μνημείων. Η αγάπη της Ταμάρα για τους Αγίους Τόπους ήταν τέτοια ώστε όταν ο γιος της Γεώργιος ο Δ’ ξεκίνησε εκστρατεία για να επανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ, πήρε μαζί του τα λείψανα της μητέρας του, ώστε να μπορέσει η μητέρα του, έστω και νεκρή, να βρεθεί στην Αγία Πόλη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ