Και η εμπιστοσύνη πολιτικό θέμα είναι. Αυτό προκύπτει από την απάντηση μέλους της γερμανικής αντιπροσωπείας στη Βαλέτα στο ερώτημα πώς βλέπει το αποτέλεσμα της συζήτησης για την Ελλάδα στο Eurogroup της Παρασκευής. «Είμαστε ευχαριστημένοι» απάντησε. «Η απόφαση ανταποκρίνεται ακριβώς στην απαίτησή μας να προηγηθούν τα μέτρα που θα κάνουν την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική».
«Ειδυλλιακή» εικόνα
Για δυσπιστία, αμφιβολία, επιφυλακτικότητα, και λοιπά ηχηρά παρόμοια, που συνόδευαν στο παρελθόν κάθε δήλωση εκπροσώπων του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών για την ελληνική κυβέρνηση, ξαφνικά ούτε κουβέντα. «Δεν είχαμε λόγο να χρησιμοποιούμε τελευταία τέτοιες εκφράσεις» πρόσθεσε. Η αλλαγή πλεύσης της Αθήνας τις παραμονές του Eurogroup προς την κατεύθυνση των δανειστών άλλαξε προφανώς τη στάση του Βερολίνου έναντί της και μαζί με αυτήν και τη γλώσσα του.
Παρόμοια «ειδυλλιακή» ήταν η εικόνα που περιέγραφε άλλος παριστάμενος. «Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ήρεμη όταν συζητήθηκε το ελληνικό θέμα» είπε. «Καλή συνεδρίαση, πλατιά συμφωνία. Το θέμα πάει μπροστά!». Η όλη διαδικασία, πρόσθεσε, κράτησε λίγα λεπτά της ώρας και ήταν σύντομη και συντεταγμένη –κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για συνεδριάσεις του Eurogroup. Τα εύσημα για αυτό ανήκουν στον πρόεδρό του Γερούν Ντάισελμπλουμ. «Εκανε πολύ σημαντική προεργασία» τόνισε. Το αποκορύφωμά της ήταν η συνάντησή του με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το βράδυ της Πέμπτης στο Βερολίνο, όπου κανονίστηκαν οι τελευταίες λεπτομέρειες για τη συνεδρίαση στη Βαλέτα και τη μελλοντική πορεία του «ελληνικού». Ταυτόχρονα έπλεξε και το εγκώμιο του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που με την αποδοχή της μείωσης των συντάξεων από το 2019 και του αφορολογήτου από το 2020 έβαλε τις «υλικές βάσεις» για τη συμφωνία.
Ολα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση: Τα μεγάλα εμπόδια έχουν παραμεριστεί, μένει η τεχνική υλοποίηση της συμφωνίας, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί τις επόμενες εβδομάδες. Το ότι τα κλιμάκια της τρόικας δεν επιστρέφουν αμέσως στην Αθήνα δεν αποτελεί κάτι το «ανησυχητικό» –είναι «λόγω της εορτής του Πάσχα» τόνισε.
Αλλά και η επιφυλακτικότητα πολιτική είναι. Αυτή εκδηλωνόταν την Παρασκευή από εκείνους που, όντας μακριά από τη Μάλτα, παρακολουθούσαν αποστασιοποιημένοι τις ιαχές επιτυχίας που ξεσπούσαν εκεί. «Ενα σημαντικό εμπόδιο υπερπηδήθηκε, τίποτε άλλο» σχολίαζε, για παράδειγμα, ο αναπληρωτής εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών στην Επιτροπή Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής Νόρμπερτ Μπράκμαν. «Δεν επιτρέπεται τώρα, μεθυσμένοι από την επιτυχία και τους συμβιβασμούς, να παραβλέπουμε ότι χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά για να διασφαλίσουμε την επιτευχθείσα συμφωνία».
Το πρόβλημά του: Οι περί ου ο λόγος μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν στα μέσα του 2018. Αυτό ισοδυναμεί με μετάθεσή τους στο πολιτικά μακρινό μέλλον. Και αυτό δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες. «Ακόμα και αν αυτές πάρουν τη μορφή νόμου, πρέπει να υπάρξουν ήδη τώρα εγγυήσεις ή σύμφωνα ότι θα εφαρμοστούν πλήρως το 2019 και το 2020. Επιπλέον, είναι αναγκαία στην Ελλάδα η παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο θα ελέγξει το 2019 και το 2020 τις μεταρρυθμίσεις ως ανεξάρτητος θεσμός. Μόνο έτσι μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να λειτουργήσει το πράγμα».
Η επιφυλακτικότητα αυτή δεν έχει τακτικιστικό χαρακτήρα. Οφείλεται σε πρώτη γραμμή στην ανησυχία των Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών ότι ο κ. Σόιμπλε δεν θα κατορθώσει τελικά να πείσει το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς να αποδεχθεί την απαίτησή του για «ελάφρυνση» του ελληνικού χρέους. Χωρίς το ΔΝΤ όμως δεν θα μπορέσουν να πείσουν τους ψηφοφόρους τους ότι θα γίνεται επαρκής έλεγχος των γερμανικών δανείων στην Ελλάδα –κάτι που, εν όψει των εκλογών του προσεχούς Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε σύντομα να κοστίσει σε πολλούς από αυτούς τη βουλευτική έδρα.

Ανησυχίες και πιέσεις
Το Eurogroup της Μάλτας έδειξε ότι η επιφυλακτικότητα, ή μάλλον οι φόβοι τους, δεν είναι αδικαιολόγητοι. Ο κ. Σόιμπλε επέτυχε μεν εκεί μια σημαντική νίκη, αφού κατάφερε να φέρει στη γραμμή του, μαζί με τους εταίρους στην ευρωζώνη, και το ΔΝΤ. «Η απόφαση πάρθηκε στη βάση της απόφασης του Μαΐου του 2016, που προβλέπει συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα» έλεγε το μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας. Επιπλέον, οι τραπεζίτες της Ουάσιγκτον συμφώνησαν με τις προτεραιότητες του κ. Σόιμπλε: πρώτα οι μεταρρυθμίσεις, μετά οι «ελαφρύνσεις». Ομως το τοπίο παραμένει θολό. Και αυτό επειδή το ΔΝΤ δεν παραιτείται προφανώς με τίποτα από την αξίωσή του για «ουσιαστική μείωση» του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν έχει άμεσες επιπτώσεις στην εξέλιξη του προγράμματος. «Η αξιολόγηση, με συμμετοχή του ΔΝΤ, και η ανάλυση περί βιωσιμότητας του χρέους τρέχουν παράλληλα» λέει το μέλος. Αλλά ούτε και η τυχόν κοινή αξιολόγηση θα λύσει το πρόβλημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Η συζήτησή του θα μεταφερθεί σίγουρα στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ περί τα τέλη Απριλίου στην Ουάσιγκτον. Αν θα βρεθεί και εκεί λύση είναι άδηλο –οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν πάντως κάθε λόγο μέχρι τότε να ανησυχούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ