Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι οι κατ’ εξοχήν ημέρες της θρησκευτικής μουσικής. Της βυζαντινής μουσικής πρώτα απ’ όλα. Αλλά και της δυτικής, κλασικής μουσικής. Είναι οι στιγμές του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και των «Κατά Ματθαίον Παθών» και των αξεπέραστων ρέκβιεμ του μεγαλειώδους Βέρντι ή των λυρικών του Μότσαρτ και του Φορέ, του γερμανικού του Μπραμς (στη γερμανική γλώσσα), του «Stabat Mater» του Περγκολέζι και σειράς άλλων έργων παλαιότερων και σύγχρονων συνθετών από τον Α. Πρατ, τον Τζ. Ταβενέρ, τον Χ. Γκορέσκι μέχρι τον Μ. Θεοδωράκη («Επιτάφιος») κ.ά.
Το γιατί κάποιος ακούει μουσική είναι λίγο-πολύ ως αυτονόητο. Γιατί του αρέσει. Γιατί η μουσική, ως «η γλώσσα του πνεύματος» (J. Swafford, The Language of the Spirit, Λονδίνο, 2017) προσφέρει την τέρψη, τη λύτρωση, την υπέρβαση της ανθρώπινης μοίρας, την επικοινωνία με το ανθρώπινο, το φυσικό και το μεταφυσικό. Ο μεγάλος αργεντινο-ισραηλινός πιανίστας και αρχιμουσικός Ντ. Μπάρεμποϊμ (D. Baremboim) έχει αναλύσει σε άρθρα και βιβλία του την αξία, τη σημασία, τη δύναμη της μουσικής ως μέσου επικοινωνίας και συμφιλίωσης (μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, λ.χ.). Ο J. Barnes στην αριστουργηματική μυθιστορηματική βιογραφία του Ντ. Σοστακόβιτς «Ο Ηχος του Χρόνου» ανατέμνει, μεταξύ άλλων, τη σχέση μουσικής και πολιτικής εξουσίας, ιδιαίτερα σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Αλλά και ο Μ. Θεοδωράκης από μια άλλη θεώρηση. Γνωστά όλα αυτά.
Ωστόσο μια νέα επιστημονικά θεμελιωμένη εξήγηση απαντά με κάπως διαφορετικό, πειστικό τρόπο στο ερώτημα «γιατί πρέπει κάποιος να ακούει μουσική» και το σπουδαιότερο γιατί είναι απαραίτητο οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οι κυβερνώντες να ακούνε μουσική, κατά προτίμηση Γιόχαν Σ. Μπαχ.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η τέχνη και ειδικότερα η μουσική δημιουργεί εμπαθητικότητα/empathy (κατά κυριολεξία «εμπάθεια» αλλά καθώς η λέξη έχει εντελώς άλλο, αντίθετο νόημα στη νεοελληνική την αποδίδω με τον όρο «εμπαθητικότητα»). Η λέξη empathy σημαίνει, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, «την ικανότητα να καταλαβαίνεις τα αισθήματα, τις εμπειρίες κ.λπ. του άλλου ανθρώπου». Οπως γράφει ο J. Boggini στους «Financial Times», «η εμπαθητικότητα/empathy εμφανίζεται σήμερα ως η προϋπόθεση-κλειδί για αποτελεσματικό και καλό μάνατζμεντ, χρηστή διακυβέρνηση, καλύτερη ιατρική φροντίδα, βελτιωμένη διαβίωση, υψηλότερες αποδόσεις στην εκπαίδευση, ακόμη και προϋπόθεση για την παγκόσμια ειρήνη (J. Boggini, «Painful truths: Psychologists unpick the ethics of empathy», 20 Ιανουαρίου 2017). Και αυτή τη στιγμή είναι σε κυκλοφορία περισσότερα από 1.500 βιβλία με τη λέξη «empathy» στον τίτλο τους.(Μεταξύ άλλων, P. Bloom, Against Empathy, the Case for Rational Compassion.) Υπάρχει δηλαδή ένα εκρηκτικό ενδιαφέρον.
Ωστόσο τη σχέση τέχνης και εμπαθητικότητας/empathy την ανέδειξε πρόσφατα ο επικεφαλής του Συμβουλίου Τεχνών (Arts Council) της Βρετανίας P. Bazalgete –που μόλις αποχώρησε από τη θέση του –με το βιβλίο The Empathy Instinct, How to Create a More Civil Society («Το Ενστικτο της Εμπαθητικότητας, Πώς να Δημιουργήσουμε μια Καλύτερη Κοινωνία των Πολιτών», Λονδίνο, 2017). Το βιβλίο αναφέρεται στις εμπειρίες των τεσσάρων χρόνων που ο συγγραφέας είχε ως επικεφαλής του Arts Council. Σε ένα άρθρο του δε στην «Guardian» (22 Ιανουαρίου) με τον εύγλωττο τίτλο «What I learned in Four Years at the helm of the arts» («Τι έμαθα στα τέσσερα χρόνια ως επικεφαλής των τεχνών») o Bazalgete τονίζει ότι η τέχνη δημιουργεί τον «εμπαθητικό πολίτη» («empathetic citizen»), τον πολίτη δηλαδή που αποκτά την ικανότητα και μπορεί να κατανοήσει τα αισθήματα, την αγωνία, τον πόνο, την πίκρα, τα προβλήματα του άλλου. Και αυτή η ικανότητα της κατανόησης αποτελεί την προϋπόθεση για την καλύτερη κοινωνία αλλά και για την καλύτερη και πιο στοργική άσκηση της πολιτικής! Αναφερόμενος δε στη μουσική μνημονεύει ένα πείραμα που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ: δημιουργήθηκαν δύο ομάδες σπουδαστών με ίδια προσόντα, η μία από τις οποίες ασχολήθηκε με μουσικές δραστηριότητες και η άλλη με διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Μετά από μετρήσεις διαπιστώθηκε ότι η πρώτη ομάδα (των μουσικών δραστηριοτήτων) είχε πολύ υψηλότερη συναισθηματική κατανόηση/empathy (των προβλημάτων) των άλλων σε σχέση με τη δεύτερη.
Το γενικότερο πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι οι πολιτικοί που ακούνε μουσική αναπτύσσουν υψηλότερη «εμπαθητικότητα», υψηλότερη δηλαδή ικανότητα και ευαισθησία να κατανοήσουν τα αισθήματα και τα προβλήματα των πολιτών και της κοινωνίας και να λειτουργήσουν ανάλογα στη διαμόρφωση των πολιτικών, ιδιαίτερα των κοινωνικών πολιτικών (σε περίοδο λιτότητας ειδικότερα).
Προφανώς κάθε μουσική μπορεί να δημιουργήσει την «εμπαθητικότητα». Ο Μπαχ όμως ίσως με μια πρόσθετη κλίμακα θεϊκής διεισδυτικότητας. Ακούγοντας Μπαχ ενσαρκώνω μέσα μου τον Θεό είχε πει ο Κ. Τσάτσος. Ο John Elliot Gardiner, ο περίφημος αρχιμουσικός, στην πολυσέλιδη βιογραφία του Μπαχ (Music in the Castle of Heaven, A Portrait of Johann Sebastian Bach) εξηγεί τους λόγους:

«… Επάνω από την επιφάνεια κυριαρχεί ο καθημερινός, τραχύς θόρυβος. Κάτω από την επιφάνεια όμως κυριαρχεί ο μαγικός κόσμος των ήχων της μουσικής του Μπαχ. Και όταν ακόμη η εκτέλεση φθάνει στο τέλος της και η μουσική επιστρέφει στη σιωπή από την οποία ξεκίνησε, μένουμε με την εμπειρία της να επιβιώνει στη μνήμη. Και με την ισχυρή αίσθηση ενός καθρέπτη να έχει τοποθετηθεί μπροστά στον άνθρωπο που τη δημιούργησε –τη μουσική αυτή -, ενός καθρέπτη που αντανακλά ζωηρά την περίπλοκη και σκληρή προσωπικότητά του, αλλά και την ανάγκη του να επικοινωνήσει και να διαμοιρασθεί την άποψή του για τον κόσμο που αυτός πρώτος ακούει και τη μοναδική του ικανότητα να εμπλουτίζει τη σύνθεση με αμέτρητη εφευρετικότητα, νοημοσύνη, πνεύμα και ανθρωπισμό».
Να γιατί λοιπόν ο Μπαχ…
(Yπάρχουν βέβαια και οι άλλες προβληματικές περιπτώσεις στη σχέση μουσικής και πολιτικής: ο Χίτλερ π.χ. άκουγε μανιωδώς Βάγκνερ. Αλλά η σχέση βαγκνερισμού και πολιτικής είναι εξαιρετικά περίπλοκη –βλέπε D.C. Large, W. Weber, Wagnerism in European Culture and Politics, Λονδίνο, 1984.)
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ