Πέρυσι την άνοιξη, ο Σι Τζινπίνγκ, πρόεδρος και ηγέτης της αχανούς Κίνας, προήδρευσε σε ένα εθνικό συνέδριο για την θρησκεία. Αδραξε την ευκαιρία για να δηλώσει ότι την αυθεντία στα ζητήματα πίστης την κατέχει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (ΚΚΚ). Τα θρησκευτικά θέματα, ανακοίνωσε ο Σι, έχουν «ιδιαίτερη σημασία» για το ΚΚΚ: «Θα πρέπει να καθοδηγήσουμε και να εκπαιδεύσουμε τους θρησκευτικούς κύκλους και τους οπαδούς τους με τις σοσιαλιστικές αξίες», είπε.
Οι πιστοί πρέπει να «σκάψουν βαθιά μέσα στα δόγματα και τους κανόνες που συνάδουν με την κοινωνική αρμονία και την πρόοδο, και ευνοούν την οικοδόμηση μιας υγιούς και πολιτισμένης κοινωνίας, και να ερμηνεύσουν τα θρησκευτικά δόγματα με τρόπο που να ευνοεί την πρόοδο της σύγχρονης Κίνας σύμφωνα με τον εξαιρετικό παραδοσιακό πολιτισμό μας», δήλωσε ο Σι. Τονίζοντας πάντως ότι τα μέλη του ΚΚΚ «πρέπει να παραμείνουν ανένδοτοι άθεοι Μαρξιστές, να εδραιώσουν την πίστη τους, και να φέρονται σύμφωνα με τα δόγματα του Κόμματος».
Το ενδιαφέρον του Σι υπογραμμίζει τις άγριες εντάσεις που περιβάλλουν το παρελθόν και το παρόν του ρόλου της θρησκείας στην κομμουνιστική Κίνα. Αν και το κόμμα αναγνωρίζει και αποδέχεται την αναβίωση της θρησκευτικής πίστης που κατέστη δυνατή στην εποχή μετά τον Μάο, έχει την μόνιμη παρόρμηση να ρυθμίζει την πίστη – ένας καταναγκασμός που έχει οδηγήσει σε βίαιες καταστολές πνευματικών κινημάτων όπως της αίρεσης Φαλούν Γκονγκ.
Οι ρίζες αυτών των εντάσεων βρίσκονται πίσω από το πολύπλοκο και συχνά αντιφατικό τοπίο της θρησκείας στην Κίνα σήμερα. Πριν από τον 20ό αιώνα, υπήρχε αλληλοσύνδεση στις σχέσεις ανάμεσα στην πολιτική, την κοινωνία και τις πολλαπλές θρησκείες. Στην Δύση, έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε μία θρησκευτική πίστη σε κάθε άτομο. Λέμε ότι κάποιος είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, ρωμαιοκαθολικός, μουσουλμάνος, εβραίος κλπ. Αλλά στην προ-σύγχρονη Κίνα, η θρησκευτική πίστη δεν είχε αυτό το στοιχείο του απόλυτου: πιστοί ταλαντεύονταν ανάμεσα στις «τρεις διδασκαλίες» (Κομφουκιανισμό, Βουδισμό, και Ταοϊσμό) σύμφωνα με τις κοινωνικές και τελετουργικές ανάγκες.
Αυτή η διάχυση της θρησκείας στην πολιτική ζωή την κατέστησε προφανή στόχο για τους μεταρρυθμιστές και τους επαναστάτες σε μια Κίνα που σπαρασσόταν συχνά από ξένους εχθρούς και εγχώριους αντάρτες. Αναζητώντας τις ρίζες της κρίσης στη χώρα, πολλοί από τους πρώτους ριζοσπάστες του 20ού αιώνα κατηγόρησαν την θρησκευτική παράδοση – ιδιαίτερα αλλά όχι μόνο τον Κομφουκιανισμό – λέγοντας ότι δεν επιτρέπει στην Κίνα να γίνει ένα συνεκτικό, σύγχρονο κράτος με ορθολογικούς, δυναμικούς πολίτες.
Και είναι γεγονός πως η θρησκεία έχει κάνει μια εντυπωσιακή επιστροφή στην Λαϊκή Κίνα από τότε που χαλάρωσε η έντονη πολιτική καταπίεση, μετά τον θάνατο του Μάο. Ερευνα που πραγματοποιήθηκε το 2005 από ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια της Κίνας αποκάλυψε ότι σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού (περίπου 300 εκατομμύρια άνθρωποι) δηλώνουν πιστοί σε μια θρησκεία: κυρίως στον Βουδισμό, τον Ταοϊσμό, την παραδοσιακή θρησκεία ή τον Χριστιανισμό.