Υπηρέτησα τον άγγλο βασιλιά
Μετάφραση Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα
Επιμέλεια Ελευθερία Κοψίδα
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017, σελ. 256, τιμή 14,84 ευρώ
Οι κινηματογραφόφιλοι ασφαλώς και θα θυμούνται τη γλυκόπικρη ταινία του Γίρι Μέντσελ Υπηρέτησα τον βασιλιά της Αγγλίας (2006) που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ. Και πολλοί την αρκετά παλαιότερη και επίσης ατμοσφαιρική του ίδιου σκηνοθέτη Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, βασισμένη και αυτή σε βιβλίο του Χράμπαλ, εκ των κορυφαίων μεταπολεμικών πεζογράφων της Κεντρικής Ευρώπης, ισάξιου του Μίλαν Κούντερα, του Κάρελ Τσάπεκ και του Γιαροσλάβ Χάσεκ.
Το Υπηρέτησα τον άγγλο βασιλιά σου δίνει την εντύπωση πως ο συγγραφέας του θέλησε «με μια ανάσα» να αφηγηθεί τη μισή ζωή του πρωταγωνιστή του. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και ο αφηγητής, ο Γιαν Ντίτιε, είναι ένας σερβιτόρος, ο οποίος από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 εργάζεται σε δύο ξενοδοχεία αρχίζοντας από τη Χρυσή Πράγα, που δεν βρίσκεται όμως στην πόλη αλλά στην εξοχή. Το επόμενο ξενοδοχείο του βρίσκεται μέσα στην Πράγα, και εκεί έχει την «τιμή» να σερβίρει όχι τον βασιλιά της Αγγλίας αλλά τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας που τον ανταμείβει με ένα μετάλλιο για τις υπηρεσίες του.
Ο Ντίτιε είναι κοντός και ασήμαντος αλλά έχει φιλοδοξίες και μεγάλες ιδέες, ουτοπικές σχεδόν, η κυριότερη από τις οποίες είναι να αποκτήσει κάποια μέρα το δικό του ξενοδοχείο. Προτού εισβάλουν οι Γερμανοί στην Τσεχοσλοβακία γνωρίζεται με μια γερμανικής καταγωγής γυμνάστρια, τη Λίζα, που είναι φανατική γερμανόφιλη, μέλος του ναζιστικού κόμματος. Ο Ντίτιε την ερωτεύεται γιατί η Λίζα ανταποκρίνεται απολύτως στην ηδονιστική του πλευρά, τη φαντασίωση που γίνεται πραγματικότητα συνδυάζοντας την ηδονή, την ενοχή και τον φόβο. Ο ίδιος δεν συμμερίζεται τις φιλοναζιστικές της απόψεις αλλά την ακολουθεί και την υποστηρίζει, με αποτέλεσμα να προκαλεί την αντιπάθεια στο εργασιακό του περιβάλλον και στο τέλος να τον απολύσουν.
Τα κλεμμένα γραμματόσημα
Στη συνέχεια ο Ντίτιε παντρεύεται τη Λίζα. Οι Γερμανοί έχουν πλέον καταλάβει την Τσεχοσλοβακία. Το ζευγάρι θέλει να αποκτήσει παιδιά, όμως ο Ντίτιε θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι «Αριος», διότι δεν μπορεί ένας μη Αριος να γονιμοποιήσει μια τευτονική μήτρα. Το ύψος του Ντίτιε, μολονότι είναι ξανθός, δεν τον βοηθά καθόλου. Μετά ωστόσο από πολλές προσπάθειες εκ μέρους του και τις σχετικές εξετάσεις ο γερμανός γιατρός της ευγονικής δίνει την άδεια. Το ζευγάρι αποκτά ένα παιδί, το οποίο ωστόσο είναι πνευματικά καθυστερημένο.
Η Λίζα προς το τέλος του πολέμου σκοτώνεται κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού. Εκείνος μέσα στα ερείπια βρίσκει το πτώμα της. Η νεκρή Λίζα κρατάει ακόμη μια τσάντα που περιέχει πλήθος σπάνια γραμματόσημα τα οποία είχε κλέψει από το εβραϊκό γκέτο. Μ’ αυτά, όπως του είχε πει, θα γίνονταν πλούσιοι και θ’ αποκτούσαν το δικό τους ξενοδοχείο.
Ο Ντίτιε πουλάει τα γραμματόσημα έναντι ενός μεγάλου ποσού και έτσι καταφέρνει να πραγματοποιήσει το νεανικό του όνειρο και να γίνει ξενοδόχος. Οι άλλοι ξενοδόχοι όμως τον έχουν απομονώσει γιατί τον θεωρούν συνεργάτη των κατακτητών. Το ξενοδοχείο του πάει καλά και έχει πολλούς εκλεκτούς επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους και τον διάσημο αμερικανό συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ. Αλλά όταν αργότερα οι κομμουνιστές ανέρχονται στην εξουσία, εθνικοποιούν το ξενοδοχείο του και τον κλείνουν σε μια φυλακή για «εκατομμυριούχους». Ο Ντίτιε στο τέλος καταλήγει σ’ ένα δάσος. Τώρα είναι μόνος, ασήμαντος ξανά, αλλά έχει κερδίσει κάτι εξαιρετικά σπουδαίο: την αυτογνωσία, δηλαδή την ελευθερία του. Η επιθυμία του είναι πλέον πεθαίνοντας να γίνει «πολίτης του κόσμου».
Χιούμορ και ειρωνεία
Το χιούμορ και η ειρωνεία χαρακτηρίζουν αυτό το μυθιστόρημα του Χράμπαλ, ο οποίος με μαεστρία αναδεικνύει μέσω του αφηγητή του ένα πλήθος χαρακτήρες: σερβιτόρους, «διάσημους ξένους», ματαιόδοξους, ευαίσθητες πόρνες (αυτές που έχουν μυήσει τον Ντίτιε στον έρωτα), μεγαλομανείς κάθε λογής που σε κάνουν να χαμογελάς καθώς διαβάζεις το βιβλίο του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται πως το ανθρώπινο μέγεθος είναι μια καρικατούρα σε σύγκριση με τις μεγάλες ιδέες και τις φαντασιώσεις κάθε είδους, εξαιτίας των οποίων η απόσταση ανάμεσα στην άνοδο και στην πτώση μοιάζει απειροελάχιστη. Και βέβαια οι ιστορικές στιγμές εδώ παίζουν τον ρόλο τους –όμως για τον Χράμπαλ δεν συνθέτουν παρά ένα οξύμωρο ή πιο σωστά: μια διαδοχή από οξύμωρα.
Ποια είναι η ειδική ποιότητα της ειρωνείας στον Χράμπαλ, που τη συναντάμε σε μεγάλο τμήμα της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας (κατ’ εξοχήν της τσεχικής), από τον Γιαροσλάβ Χάσεκ ως τον Κούντερα; Και γιατί αναδίνει αυτή τη γοητευτική μελαγχολία; Το γέλιο αποτελεί την προϋπόθεση να αντιμετωπίσει κανείς τα πράγματα με το ανθρώπινο μέτρο, να καταλάβει δηλαδή το ειδικό ποιόν της ζωής.
Το χιούμορ του Χράμπαλ, που αγγίζει τα όρια του υπερρεαλισμού μερικές φορές, είναι ανάμεικτο με το γέλιο και την ντροπή. Κι αυτό διαπερνά την αφήγησή του από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα συνδυασμένο με τα δραματικά στοιχεία σε μια σοφή διαπλοκή. Ο συγγραφέας αυτός αξιοποιεί θαυμάσια την τεχνική της αντιπαράθεσης θέτοντας τον έναν χαρακτήρα δίπλα στον άλλον σε σχέση είτε συνάφειας είτε αντιπαράθεσης με αμίμητη μαεστρία και άλλη τόση πειθώ. Οταν η πραγματικότητα παίρνει τη θέση της φαντασίας, οι άνθρωποι αποκτούν τις αληθινές τους διαστάσεις, γίνονται δηλαδή πολύ πιο μικροί από όσο φαντάζονται .
Ο Χράμπαλ είχε τραγικό θάνατο. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1997 πέφτοντας από το παράθυρο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν στην Πράγα προσπαθώντας να ταΐσει τα περιστέρια. Ο γιατρός του όμως ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για αυτοκτονία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ