Δεκαετίες μετά το τέλος του Πολέμου της Κορέας και τη διαίρεση που ακολούθησε, η ένταση στην κορεατική χερσόνησο παραμένει ένα από τα πιο επικίνδυνα και δυσεπίλυτα προβλήματα των καιρών μας.
Το καθεστώς της Βόρειας Κορέας είναι ένα απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου –ένας σταλινικός δεινόσαυρος που επιβίωσε ως σήμερα, ενώ η Νότια Κορέα κατέληξε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποτελεί μια οικονομική και τεχνολογική δύναμη στην περιοχή. Και η Κίνα, ο πιο σημαντικός σύμμαχος της Βόρειας Κορέας και η μοναδική χώρα που τη στηρίζει οικονομικά, ακολούθησε με επιτυχία μια εκσυγχρονιστική πολιτική.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν οδηγήσει το καθεστώς της Βόρειας Κορέας στην απομόνωση, να φοβάται, δικαιολογημένα, για το μέλλον του. Οπότε, για να διασφαλίσει την επιβίωση της βάρβαρης δικτατορίας του, το κυβερνών Εργατικό Κόμμα της Κορέας, με επικεφαλής την οικογένεια Κιμ, είχε την ιδέα να αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Ως σήμερα, όλες οι διπλωματικές προσπάθειες για την αντιμετώπιση του πυρηνικού οπλοστασίου της Βόρειας Κορέας έχουν αποτύχει.
Είναι μόνο θέμα χρόνου να αποκτήσει η Βόρεια Κορέα πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές που θα μπορούν να φτάσουν στη Νότια Κορέα και στην πρωτεύουσά της, τη Σεούλ, στην Ιαπωνία, ακόμα και σε μεγάλες πόλεις στη Δυτική Ακτή της Βόρειας Αμερικής.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, εγκατέστησαν ένα αμυντικό πυραυλικό σύστημα στη Νότια Κορέα. Και η κυβέρνηση Τραμπ, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, θεωρούν ότι η επιδίωξη της Βόρειας Κορέας να αποκτήσει διηπειρωτικούς πυραύλους που θα μπορούν να πλήξουν το Σαν Φρανσίσκο ή το Λος Αντζελες αποτελεί αιτία πολέμου. Με τα χρονικά περιθώρια για την εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης –ή, έστω, για τον περιορισμό της κρίσης –να στενεύουν, η κατάσταση μοιάζει να έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το σημερινό δράμα εκτυλίσσεται σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη στρατηγικά περιοχή. Η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία –σημαντικές δυνάμεις στην παγκόσμια οικονομία και στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ –απειλούνται άμεσα, ενώ η Κίνα και η Ρωσία, οι δύο βόρειοι σύμμαχοι της Βόρειας Κορέας, είναι παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα.
Μια σύρραξη στην κορεατική χερσόνησο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα εφιαλτικό σενάριο χρήσης πυρηνικών όπλων ή ακόμη και ξεσπάσματος μιας ευρύτερης σύγκρουσης ανάμεσα σε παγκόσμιες πυρηνικές δυνάμεις. Ο αντίκτυπος δεν θα περιοριζόταν στην ευρύτερη περιοχή. Και η αποφασιστικότητα της Βόρειας Κορέας να αναπτύξει διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές σημαίνει ότι η πολιτική τού «βλέποντας και κάνοντας» δεν αποτελεί πλέον σοβαρή επιλογή.
Οπότε πώς θα ενεργήσει ο Ντόναλντ Τραμπ; Αμερικανοί αξιωματούχοι που επισκέφθηκαν πρόσφατα την περιοχή δήλωσαν ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κατάσταση στην κορεατική χερσόνησο ως μια σοβαρή απειλή. Κατά την επίσκεψή του στη Νότια Κορέα, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρεξ Τίλερσον υπήρξε κάθε άλλο παρά καθησυχαστικός. Μίλησε για «άμεση απειλή», ανακοίνωσε το τέλος της πολιτικής της «στρατηγικής υπομονής» του Μπαράκ Ομπάμα και είπε πως «όλες οι επιλογές βρίσκονται πάνω στο τραπέζι» –συμπεριλαμβανομένης και της στρατιωτικής δράσης.
Η σκληρή γλώσσα του Τίλερσον θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν οδηγήσει σε μια λύση έπειτα από διαπραγματεύσεις. Τι θα γίνει όμως αν αυτό δεν συμβεί; Ενας πυρηνικός ή συμβατικός πόλεμος στην κορεατική χερσόνησο θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος και σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην πραγματικότητα, αν το αναλογιστεί κανείς αυτό με προσοχή, αντιλαμβάνεται ότι πάνω στο τραπέζι δεν βρίσκονται όλες οι επιλογές: η διπλωματία, παρά τις όποιες δυσκολίες, παραμένει η μοναδική λύση.
Η εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης ωστόσο προϋποθέτει τη συνεργασία ΗΠΑ και Κίνας, καθώς και την αποφυγή λαθών του παρελθόντος. Η κυβέρνηση Τραμπ, για παράδειγμα, θα πρέπει να μην ακολουθεί μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική προς την Κίνα στη Νότια Σινική Θάλασσα. Ταυτόχρονα, οι κινέζοι ηγέτες πρέπει να διερωτηθούν για πόσο καιρό ακόμη σκοπεύουν να παρέχουν άνευ όρων υποστήριξη στο βορειοκορεατικό καθεστώς αντί να ασκούν πιέσεις για τον τερματισμό των προκλητικών ενεργειών του.
Για να αποφευχθεί μια στρατιωτική σύγκρουση, η Κίνα και οι ΗΠΑ θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μια κοινή γραμμή με στόχο την επανέναρξη των εξαμερών συνομιλιών (Βόρεια Κορέα, Νότια Κορέα, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και Ιαπωνία) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγκγιάνγκ.
Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ακόμα και με την κυβέρνηση Τραμπ οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αποποιηθούν τον ρόλο τους ως σταθεροποιητικής δύναμης στην παγκόσμια σκηνή. Ενώ η Κίνα, για να αποδείξει ότι μπορεί επίσης να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο στον 21ο αιώνα, θα πρέπει να συμβάλει στην επίλυση της κρίσης στην Κορέα.
Ο κ. Γιόσκα Φίσερ διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας το διάστημα 1998-2005.
HeliosPlus