Η κατάθλιψη αποτελεί κύρια αιτία νοσηρότητας και αναπηρίας, παγκοσμίως, καθώς σύμφωνα με πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) πάνω από 300 εκατομμύρια άτομα ζουν με κατάθλιψη, αφού το διάστημα 2005-2015 η ψυχική νόσος κατέγραψε αύξηση κατά 18%.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία τα οποία συζητήθηκαν στο πλαίσιο 2ου Συνεδρίου Ψυχικής Υγείας που πραγματοποιήθηκε το 2016, καταγράφεται ανησυχητική αύξηση των περιστατικών κατάθλιψης κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ιδιαίτερα εξαιτίας χρεών και απειλών κατασχέσεων οικίας.
Συγκεκριμένα, το 2015, οι ασθενείς με κατάθλιψη στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τους 500.000. Παράλληλα, ιδιαίτερος προβληματισμός προκύπτει από την ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών (κατά 35%) εξαιτίας των μέτρων λιτότητας, ενώ από το 2012 και μετά τα ποσοστά των ακούσιων νοσηλειών (κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας) αυξάνονται ραγδαία, φτάνοντας από 56,6% το 2012 σε 74,5% το 2014.
«Οι αριθμοί αυτοί θα πρέπει να αφυπνίσουν όλες τις χώρες ώστε να ξανασκεφτούν τις πολιτικές τους σε ότι αφορά την Ψυχική Υγεία και την αντιμετώπισή της με την προσοχή και αμεσότητα που επιβάλλεται», τονίζει η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ Δρ Μάργκαρετ Τσαν.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από εμμένουσα θλίψη και απώλεια ενδιαφέροντος για απλά καθημερινά γεγονότα και συνοδεύεται από ανικανότητα για τη διεκπεραίωση απλών δραστηριοτήτων για 14 ή περισσότερες συνεχείς ημέρες. Επιπλέον οι ασθενείς με κατάθλιψη έχουν μειωμένη όρεξη, κοιμούνται πολύ ή λίγο, δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, είναι νωχελικοί, αναποφάσιστοι, ανήσυχοι, νιώθουν ενοχή, απελπισία και υποφέρουν από αυτοκτονικό ιδεασμό. Από διεθνή στοιχεία προκύπτει ότι, κάθε χρόνο καταγράφονται περισσότερες από 1.000.000 αυτοκτονίες παγκοσμίως, μια αυτοκτονίαπραγματοποιείται κάθε 20 δευτερόλεπτα ενώ μια απόπειρα πραγματοποιείται κάθε δευτερόλεπτο.
Όμως, η κατάθλιψη σχετίζεται άμεσα και με άλλες διαταραχές και ασθένειες, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο κατάχρησης ουσιών και παθήσεων, όπως ο διαβήτης και η καρδιακή νόσος, αλλά και το αντίστροφο. Επίσης, η κατάθλιψη είναι σημαντικός παράγοντας αυτοκτονίας, η οποία γίνεται αιτία θανάτου εκατοντάδων ανθρώπων κάθε χρόνο. «Η καλύτερη κατανόηση της κατάθλιψης και του τρόπου που μπορεί να αντιμετωπιστεί είναι μόνο η αρχή. Πρέπει να δομήσουμε υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας προσβάσιμες σε όλους, ακόμα και στους πιο απομονωμένους πληθυσμούς του πλανήτη», επισημαίνει ο Δρ Σέχαρ Σαξένα, διευθυντής του Τμήματος Ψυχικής Υγείας και Κατάχρησης Ουσιών του ΠΟΥ.
Η ελλιπής υποστήριξη των ανθρώπων με ψυχικές νόσους συνδυαστικά με τον φόβο του κοινωνικού στιγματισμού τους εμποδίζει να αναζητήσουν τη θεραπεία που χρειάζονται για να ζήσουν μια υγιή και παραγωγή ζωή.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας, στις 7 Απριλίου, φέτος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θέτει την κατάθλιψη στο επίκεντρο της συζήτησης με κεντρικό σύνθημα «Ας μιλήσουμε για την κατάθλιψη», με στόχο περισσότεροι πάσχοντες, ανά τον κόσμο, να αναζητήσουν και να λάβουν βοήθεια.
Πρώτος στόχος της ενημερωτικής εκστρατείας του ΠΟΥ είναι να αντιμετωπιστεί η προκατάληψη και οι διακρίσεις. «Το στίγμα που σχετίζεται με τις ψυχικές παθήσεις είναι ο λόγος που αποφασίσαμε να δώσουμε στην καμπάνια το τίτλο “Ας μιλήσουμε για την κατάθλιψη”. Για αυτό που ζει με την κατάθλιψη, το να μιλήσει σε κάποιον που εμπιστεύεται είναι συχνά το πρώτο βήμα προς τη θεραπεία και την ανάρρωση», εξηγεί ο Δρ Σαξένα.
Η ενημερωτική καμπάνια αναδεικνύει επίσης την ανάγκη επενδύσεων στην αντιμετώπιση των ψυχικών παθήσεων, καθώς σε πολλές χώρες καταγράφεται απουσία ή ανεπάρκεια υποστηρικτικών μηχανισμών για τους ψυχικά πάσχοντες. Ακόμα και στις πλούσιες χώρες, σχεδόν το 50% των ανθρώπων με κατάθλιψη δεν υποβάλλονται σε θεραπεία. Κατά μέσο όρο μόνο το 3% των κρατικών δαπανών υγείας επενδύεται στην Ψυχική Υγεία, με το ποσοστό να είναι κάτω του 1% στις φτωχές χώρες και να αγγίζει το 5% στις πλούσιες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ για κάθε 1 επιπλέον δολάριο που επενδύεται στην θεραπεία της κατάθλιψης και του άγχους εξοικονομούνται 4 δολάρια για καλύτερη υγεία και ικανότητα προς εργασία.
Η θεραπεία της κατάθλιψης περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία ή αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή ή συνδυασμό των δύο. Πάνω από 90 χώρες έχουν ήδη σχεδιάσει ή υλοποιούν προγράμματα που παρέχουν θεραπεία της κατάθλιψης και άλλων ψυχικών διαταραχών βάσει του Ειδικού Οδηγού του ΠΟΥ, δεδομένου ότι η μη ανάληψη δράσης αποδεικνύεται πιο δαπανηρή.
Σύμφωνα με μελέτη του ΠΟΥ, που υπολόγισε το κόστος και τα αποτελέσματα υγείας σε 36 χώρες, όλων των εισοδηματικών επιπέδων, για το διάστημα 20016-2030, τα χαμηλά επίπεδα διάγνωσης και πρόσβασης στη θεραπεία για την κατάθλιψη και το άγχος, θα συντελέσουν σε μια παγκόσμια οικονομική απώλεια της τάξης του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, ετησίως. Και οι απώλειες αυτές αφορούν τις οικογένειες, τους εργοδότες και τις κυβερνήσεις. Το οικογενειακό εισόδημα μειώνεται όταν ο ασθενής δεν μπορεί να εργαστεί. Οι εργοδότες χάνουν όταν οι εργαζόμενοι γίνονται λιγότερο παραγωγικοί και δεν μπορούν να εργαστούν. Οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να επενδύσουν περισσότερα χρήματα στην υγεία για την υγειονομική περίθαλψη των πασχόντων.