Ηδιαφαινόμενη επώδυνη συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς για τη δεύτερη αξιολόγηση θέτει σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις της πρωτίστως με την κοινωνία και δευτερευόντως με το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και με δυνάμεις στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Η νέα περικοπή των συντάξεων ως και 30% από το 2019, με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς σε 900.000 συνταξιούχους, κλονίζει τα όποια κοινωνικά ερείσματα έχουν απομείνει στην κυβέρνηση και προκαλεί εφιάλτες στο κυβερνητικό στρατόπεδο για τον αντίκτυπο των μέτρων στις επόμενες εκλογές.
Ταυτοχρόνως, το θέμα της περικοπής των συντάξεων, αλλά και η συμφωνία για την πώληση ενός μεγάλου μέρους της ΔΕΗ (ίσως φθάσει το 40%), σε συνδυασμό με τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, προδιαγράφει το σκηνικό έντασης που διαμορφώνεται για τους επόμενους μήνες από τις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις –όπως είναι η ΓΣΕΕ και η ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ –με συνέπειες που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν αυτή τη στιγμή. Η κυβερνητική αντοχή δοκιμάζεται επίσης και στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς πληθαίνουν οι φωνές κυρίως στον κομματικό μηχανισμό που διαφοροποιούνται από τα συγκεκριμένα μέτρα, ενώ ερωτηματικό παραμένει η στάση που θα κρατήσουν οι προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ συνδικαλιστές, ειδικά μετά τις αλλαγές σε εργασιακό, συνδικαλιστικό νόμο και στην πώληση της ΔΕΗ.
Σκληρές ανακοινώσεις
Η στάση των συνδικάτων για τη ΔΕΗ περιγράφεται ήδη στις πρώτες ανακοινώσεις- αντιδράσεις που εξέδωσαν, με τη ΓΣΕΕ να υπενθυμίζει στον Πρωθυπουργό την παλαιότερη θέση του, όταν είχε χαρακτηρίσει «εθνικό έγκλημα την εκποίηση της ΔΕΗ», και να προδιαγράφει τις επόμενες κινήσεις της σημειώνοντας «προς πάσα κατεύθυνση ότι τέτοιου είδους αποφάσεις και επιλογές θα βρουν απέναντί τους το σύνολο των εργαζομένων της χώρας, αφού το ρεύμα αποτελεί βασικό κοινωνικό αγαθό».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η ΓΕΝΟΠ σημειώνει ότι η κυβέρνηση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προεκλογικές της θέσεις, αλλά και με τη ρητορική του ίδιου του Πρωθυπουργού, ο οποίος χαρακτήριζε «εθνικό έγκλημα την εκποίηση της ΔΕΗ» και εγκαταλείπει «θεαματικά τη θέση που είχε υποστηρίξει μαζί με τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ για την ανάγκη διενέργειας δημοψηφίσματος».
Η συνδικαλιστική οργάνωση υπογραμμίζει ότι μαζί με τους 18.000 εργαζομένους που εκπροσωπεί θα αγωνιστεί, όπως έκανε και το 2014, μαζί με την κοινωνία, τον κλήρο και τις κοινωνικές και επαγγελματικές οργανώσεις, για να αποτρέψει ένα «εθνικό έγκλημα».
Εντονες αντιδράσεις φοβάται η κυβέρνηση και στο θέμα των περικοπών των συντάξεων, το οποίο παρεμπιπτόντως θα προκαλέσει και σοβαρές αλλαγές και στην εκλογική συμπεριφορά της κοινωνίας.
Για τον λόγο αυτόν, η κυβέρνηση επιμένει στις διαπραγματεύσεις να μεταθέσει την εφαρμογή του μετά το 2019, το οποίο είναι εκλογικό έτος εφόσον ολοκληρωθεί η τετραετής θητεία της κυβέρνησης.
Ωστόσο το ΔΝΤ απαιτεί εμπροσθοβαρή εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις από το 2019 –εφάπαξ σε μία δόση. Η κυβέρνηση επιμένει στη σταδιακή εφαρμογή σε τρεις δόσεις (το 2019, το 2020 και το 2021) και σε περικοπή στις συντάξεις άνω των 700 ευρώ. Αλλά στην περίπτωση της σταδιακής εφαρμογής, το ΔΝΤ αντιπροτείνει ως έτος έναρξης το 2018 και ολοκλήρωσης το 2019. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει την πλήρη κοινωνική απαξίωση της κυβέρνησης λίγους μήνες πριν από τις εκλογές και ως εκ τούτου προσπαθεί να το αποφύγει.
Συνολικά οι μειώσεις φθάνουν τα 1,8 δισ. ευρώ ή το 1% του ΑΕΠ και σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι οι συνταξιούχοι του πρώην ΤΕΒΕ, με μείωση περίπου 25%-30%, ακολουθούν οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, με «προσωπικές διαφορές» ύψους 15%-20%, ενώ στο ΙΚΑ θα είναι μικρότερες, της τάξεως 4%-5%.
Τριβές για τα εργασιακά
Τριβές προκαλούν στη διαπραγμάτευση και τα θέματα των εργασιακών σχέσεων και της τροποποίησης του συνδικαλιστικού νόμου. Το λοκ άουτ και οι ομαδικές απολύσεις τίθενται εκ νέου στο τραπέζι από το Ταμείο, το οποίο ζητεί να μην υπάρχει προέγκριση από το κράτος για τη διενέργεια των ομαδικών απολύσεων, παρά μόνον η υποχρέωση της προειδοποίησης από την πλευρά των επιχειρήσεων. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν θα επιμείνει στην αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου από το 5% σε 10%, αλλά ζητεί να μην υπάρχει το όριο απολύσεων, μέχρι 30 μηνιαίως, που ισχύει σήμερα.
Κατά τα λοιπά, προβλήματα δημιουργεί και η αλλαγή στον τρόπο απόφασης των απεργιών, με το 51% των μελών, η οποία φαίνεται ότι θα ισχύει μόνο για τα πρωτοβάθμια σωματεία, καθώς η κυβέρνηση επέμενε να εξαιρεθούν οι δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις.
Τέλος, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων, στην οποία η κυβέρνηση είχε επενδύσει πολλά ώστε να «περιβάλει» τα μέτρα με φιλολαϊκό χαρακτήρα, φαίνεται να μετατίθεται για μετά το 2018, όταν δηλαδή θα λήξει το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν μπορεί να το επικαλεσθεί κανείς ως μεγάλη επιτυχία, ούτε ήταν στο αρχικό κυβερνητικό αφήγημα, το οποίο ανέφερε άμεση επαναφορά των συμβάσεων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ