Αλλοτε έσφυζαν από ζωή, σήμερα δίνουν την εικόνα της παρακμής και της χρεοκοπίας. Εμπορικοί δρόμοι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν κέντρα οικονομικής δραστηριότητας δίνοντας αξία στα ακίνητα, στα εμπορεύματα και στην εργασία των εμποροϋπαλλήλων, στα χρόνια της κρίσης στενάζουν και ρημάζουν.
Βασική αιτία για τη νέα δυσάρεστη πραγματικότητα είναι η συνεχιζόμενη ύφεση και τα άδεια πορτοφόλια των καταναλωτών οι οποίοι κινούνται πολύ επιφυλακτικά, προχωρώντας μέχρι εκεί που φθάνει η τσέπη τους. Ομως οι δρόμοι που άλλοτε γνώριζαν ημέρες δόξας έχουν πληγεί και εξαιτίας μιας σειράς άλλων παραγόντων, όπως η αύξηση των αγορών μέσω Internet, η δημιουργία μεγάλων εμπορικών κέντρων που διευκολύνουν τους καταναλωτές στις αγορές τους, ακόμη και η μετακίνηση πληθυσμών από το Κέντρο προς τα προάστια.
Η μαζική μετακόμιση των Αθηναίων τόσο προς τα βόρεια όσο και προς τα νότια της πόλης, απόρροια ως έναν βαθμό της ευμάρειας που γνώρισαν τις τελευταίες δεκαετίες, δημιούργησε σταδιακά νέες εμπορικές πιάτσες. Οι παλιές πιάτσες έπρεπε τώρα να συντηρηθούν από την αγοραστική δύναμη αυτών που ενοικιάζουν τα διαμερίσματα εκείνων που έφυγαν για τα προάστια. Και κατά κανόνα οι ενοικιαστές μπορούσαν να ξοδεύουν λιγότερα.
Αλλαξαν γειτονιά
Οι αδελφές Μαργαρίτα και Φλωρεντία Μπαβέλλα είχαν ιδιόκτητο μαγαζί με επώνυμα γυναικεία ρούχα κοντά στο Πεδίον του Αρεως από το 1987. Εμειναν εκεί ως το 2011, όταν αναγκάστηκαν, για να σώσουν την επιχείρησή τους, να αλλάξουν γειτονιά και να μεταφερθούν στο Νέο Ψυχικό.
Η Μαργαρίτα Μπαβέλλα εξηγεί ότι τα μεγάλα προβλήματα άρχισαν από τον Δεκέμβριο του 2008, μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια. «Η Αθήνα καιγόταν επί μία εβδομάδα και όλοι οι έμποροι της περιοχής ήμασταν σε υστερία. Από εκείνη την περίοδο ο τζίρος έπεφτε συνεχώς.

Περνούσαν τα χρόνια και τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μέχρι τότε είχαμε πελάτισσες από όλη την Αθήνα. Ομως, κάποια στιγμή άρχισαν να φοβούνται να έρθουν στο μαγαζί. Ηταν η εποχή που άκουγες καθημερινά για περιστατικά επιθέσεων στην περιοχή. Στη μια άρπαξαν το πορτοφόλι, στην άλλη έκλεψαν την αλυσίδα που φορούσε»
.
Η κυρία Μπαβέλλα αποδίδει την πτώση του τζίρου και στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης: «Ο κόσμος που ψώνιζε από εμάς ανήκε στη μεσαία τάξη και άνω. Τα τελευταία χρόνια όμως δεν υπάρχει πια μεσαία τάξη, εξαφανίστηκε. Ο,τι έδιναν για το λούσο τους το έκοψαν».
Η ίδια εντοπίζει αλλαγή και στη μορφή της κατανάλωσης. «Η κατανάλωση ειδών ένδυσης και υπόδησης κράτησε περίπου μια εικοσαετία, περίπου ως το 2000. Από τότε και μετά, υπήρξε αύξηση στην κατανάλωση προϊόντων τεχνολογίας. Αν κάποιος έδινε 900 ευρώ για κινητό τηλέφωνο δεν θα έδινε χρήματα και για ρούχα».
Ετσι έφθασαν στο 2011, όταν είδαν το τζίρο τους να καταρρέει. «Ή έπρεπε να αλλάξουμε είδος, να περάσουμε σε κάτι φθηνό, ή να αλλάξουμε περιοχή. Αποφασίσαμε να πάμε στο Νέο Ψυχικό, σε μαγαζί με ενοίκιο. Ουσιαστικά ξεκινήσαμε από την αρχή. Το μόνο που κάνουμε πια είναι να δουλεύουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς και επειδή αγαπάμε τη δουλειά μας, και επειδή έχουμε μεγάλα ανοίγματα» λέει η κυρία Μπαβέλλα.
Η κατανάλωση έχει να κάνει και με την ψυχολογία καταλήγει η ίδια που βλέπει τους καταναλωτές πλέον πολύ επιφυλακτικούς και συγκρατημένους. «Αν αισθάνεσαι καλά, περιποιείσαι και τον εαυτό σου. Τώρα πια δεν υπάρχει κέφι και απόλαυση. Γυρνάς από τη δουλειά και κλείνεσαι στο σπίτι. Η διασκέδαση έχει περιοριστεί πολύ».

Αυτοί που επιμένουν
Η Eιρήνη Περδικάρη διατηρεί κατάστημα με παιδικά παπούτσια στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Είναι δεύτερης γενιάς έμπορος, έχει το μαγαζί της από τον πατέρα της και λέει ότι επιβιώνει χάρη στην παλιά πελατεία του καταστήματος που ακόμη έρχεται να ψωνίσει από αυτήν από άλλες περιοχές της Αθήνας.

«Τώρα, αν έρθει και ανοίξει κάποιος καινούργιος εδώ μαγαζί δεν έχει ελπίδα» λέει
και εξηγεί πως το πρόβλημα στην περιοχή ξεκίνησε από τα πολύ υψηλά ενοίκια τη δεκαετία του 2000. Πριν από την κρίση, μέχρι το 2007-2008, οι ιδιοκτήτες ζητούσαν 2.000 ευρώ για ένα μικρού μεγέθους μαγαζί.

«Είχαν φθάσει να τους μένουν ξενοίκιαστα και αυτοί να μένουν να τα κοιτάνε. Δεν αποφάσιζαν να ρίξουν τις τιμές. Τα τελευταία χρόνια έχουν βάλει νερό στο κρασί τους και οι τιμές έχουν πέσει κάτω από τα 1.000 ευρώ, μπορεί και κάτω από 500»
λέει η κυρία Περδικάρη.

«Τώρα; Μέχρι που έρχονται οι ιδιοκτήτες και σου λένε «κράτα το για να μου πληρώνεις τον ΕΝΦΙΑ»»
παρεμβαίνει ο σύζυγός της. «Ή σου λένε «δίνε μου προϊόντα για τα εγγόνια μου και τα βρίσκουμε έτσι»».
Οσο για τα κέρδη, περιγράφουν την περίοδο από τα Χριστούγεννα και μετά με τη φράση «μαύρο χάλι». Δεν έχουμε ξαναζήσει χειρότερη περίοδο λένε και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην πασχαλινή περίοδο και στις συντάξεις των γιαγιάδων και των παππούδων. «Αυτοί αγοράζουν τις περισσότερες φορές πια για τα παιδιά. Οι γονείς δεν έχουν και πολλές δυνατότητες. Πολλοί είναι και άνεργοι» παρατηρούν.
Δεν άντεξαν
Η Μαρία Γλένη διατηρούσε επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης κατάστημα παπουτσιών. Το μαγαζί λειτουργούσε από το 1965 –από τον πατέρα της –και έκλεισε το 2013. Περάσαμε και καλές εποχές λέει η κυρία Γλένη και θυμάται ότι τη δεκαετία του 1980 όταν, μετά το κέντρο της Αθήνας, η μοναδική αγορά προς τα νότια ήταν στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, σε περιόδους γιορτών μπορεί να πωλούσαν και 500 ζευγάρια παπούτσια την ημέρα.
Από τότε λίγα έμειναν ίδια. Η ίδια τοποθετεί χρονικά την αρχή του τέλους στο 2008. «Από εκείνη τη χρονιά και μετά η κατάσταση πήρε την κατιούσα, έτος με το έτος η πτώση ήταν μεγάλη, υπήρχαν μεγάλες διαφορές που σε έκαναν να σκέφτεσαι ότι το μαγαζί σου δεν είχε πια λόγο ύπαρξης. Υπήρχαν χειμωνιάτικα απογεύματα που καθόμουν στο μαγαζί και δεν έμπαινε άνθρωπος. Φοβόμουν κιόλας» λέει.
Η κυρία Γλένη πιστεύει ότι η εμπορική δραστηριότητα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης έχει τελειώσει: «Ο,τι ξενοικιάζεται στη Βουλιαγμένης τελειώνει. Με το μετρό το κέντρο της Αθήνας είναι δίπλα, σε πέντε λεπτά, αλλά υπάρχει και το Mall πια. Οσοι επιβιώνουν ακόμη είναι εκείνοι που είτε έχουν ιδιόκτητα μαγαζιά είτε περιμένουν να βγουν στη σύνταξη».


«Αέρας» υπάρχει μόνο στην Ερμού

Η κακή ψυχολογία με την οποία οι έμποροι έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά αποτυπώνεται και στις προβλέψεις. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ, τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις εκτιμούν ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα κλείσουν, ενώ στις δύο επιχειρήσεις που προχωρούν σε προσλήψεις αντιστοιχούν τρεις που κάνουν απολύσεις.

Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων για το πρώτο εξάμηνο του 2017 παραμένουν αρνητικές, με το 58,8% από αυτές να αναμένει επιδείνωση και μόλις το 11% να αναμένει βελτίωση.

«Βουτιά» έχουν κάνει και οι εμπορικές αξίες. «Τα τελευταία δέκα χρόνια ο «αέρας» έχει χαθεί από παντού. Ο μόνος εμπορικός δρόμος που έχει ακόμη «αέρα» είναι η Ερμού» αναφέρει ο πρόεδρος του συλλόγου μεσιτών Αττικής, Γιάννης Ρεβύθης. Εξηγεί πως υπάρχουν δύο ειδών εμπορικοί δρόμοι, οι λεγόμενοι μικροί αλλά σημαντικοί με κύριες δραστηριότητες την εστίαση, την ένδυση και την υπόδηση, όπως η Τσακάλωφ, η Ερμού, η Βουκουρεστίου και η Πατριάρχου Ιωακείμ και οι εμπορικοί δρόμοι με μεγαλύτερα καταστήματα, όπως η Ηλιουπόλεως και η Βουλιαγμένης.
Σε όλα τα εμπορικά ακίνητα παρατηρείται μεγάλη πτώση της αξίας που υπολογίζεται ότι φθάνει το 35% στην πώληση των ακινήτων αυτών και το 50% στην ενοικίαση. «Ενα μαγαζί που ενοικιαζόταν για 3.000 ευρώ τώρα το βρίσκεις στα 1.500. Η κρίση έχει χτυπήσει παντού, δεν υπάρχει εμπορικός δρόμος που να μην έχει πληγεί» λέει ο κ. Ρεβύθης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ