Μαριόν Κοτιγιάρ: «Αν δεν ακούς, δεν αγαπάς»

«Εχω αργήσει;».

«Εχω αργήσει;». Τα γουρλωμένα μάτια της Μαριόν Κοτιγιάρ καθρεφτίζουν το άγχος της. Δεν μου προκαλεί εντύπωση. Μία από τις μεγαλύτερες, εδώ και μερικά χρόνια, σταρ της Γαλλίας, βρίσκεται στις Κάννες στο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου, στην πατρίδα της. Συμμετέχει, όχι με μία, αλλά με δύο ταινίες, το «Mal de pierres» της Νικόλ Γκαρσιά και το «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» του Ξαβιέ Ντολάν (που από την περασμένη εβδομάδα προβάλλεται και στη χώρα μας). Θα ήταν παράξενο αν η Μαριόν Κοτιγιάρ δεν είχε άγχος…
Βρισκόμαστε στην ταράτσα του Palais du Festival και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της Κοτιγιάρ αποδεικνύουν επίσης την κούρασή της. Υπερφορτωμένο πρόγραμμα. Μιλά διαρκώς σε δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο και κατά πάσα πιθανότητα τα επαγγελματικά θέματα ήταν τα μόνα που την απασχολούσαν εκείνη την περίοδο, εφόσον δεν είχε ακόμη σκάσει το σκάνδαλο για τον «ρόλο» της στον χωρισμό του Μπραντ Πιτ από την Αντζελίνα Τζολί, το οποίο έφερε αρνητική δημοσιότητα στο όνομα της Κοτιγιάρ.
Η βραβευμένη με Οσκαρ για τον ρόλο της Εντίθ Πιάφ ηθοποιός θα αναγκαζόταν αργότερα να προβεί σε δηλώσεις για όσους αμφισβητούν την πατρότητα του παιδιού που κυοφορούσε: «Δεν συνηθίζω να σχολιάζω πράγματα όπως αυτά ή να τα παίρνω στα σοβαρά» θα έγραφε μέσω Instagram. «Αλλά επειδή η κατάσταση ξεφεύγει και επηρεάζει ανθρώπους που αγαπώ, πρέπει να τοποθετηθώ δημόσια: Πρώτον, πριν από πολλά χρόνια γνώρισα τον άνδρα της ζωής μου, τον πατέρα του γιου μας και του παιδιού που περιμένουμε (σ.σ.: Γκιγιόμ Κανέ). Δεύτερον, σε όσους λένε ότι είμαι συγκλονισμένη, είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ. Και σε όλα τα ΜΜΕ και τους κακεντρεχείς που βγάζουν γρήγορα συμπεράσματα, ειλικρινά σας εύχομαι ταχεία ανάρρωση».
Ο Ξαβιέ Ντολάν και η γοητεία των σιωπών
Οχι, την περίοδο της συνάντησής μας στις Κάννες η πολλή δουλειά και η αγάπη σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά ήταν τα μόνα που, απ’ ό,τι φαινόταν, την απασχολούσαν. «Μου άρεσε αυτή η τόσο απλή ιστορία, μου άρεσαν οι διάλογοι, μου άρεσε η δύναμη και η απόγνωση και μου άρεσε το πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατέψουν τον εαυτό τους την ώρα που η λύση βρίσκεται μπροστά τους και δεν είναι άλλη από μια προσπάθεια να αγαπήσουν τον εαυτό τους» απάντησε η Κοτιγιάρ στην ερώτηση για την έλξη της πάνω στο σχέδιο της ταινίας «Ακριβώς το τέλος του κόσμου», ένα οικογενειακό δράμα γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα σπίτι και βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ζαν Λικ Λαγκάρς. «Αλλά για να αγαπάς, πρέπει να μάθεις να ακούς» συμπλήρωσε.
Σπίθα εκκίνησης του έργου είναι η επιστροφή, ύστερα από πολύχρονη απουσία, ενός νεαρού συγγραφέα (Γκασπάρ Ουλιέλ) στο πατρικό του με σκοπό να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένειά του. Κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση. Η ηρεμία του ειδυλλιακού περιβάλλοντος αντικαθίσταται από τις νευρώσεις όλων των μελών της οικογένειας (Νάταλι Μπέι, Βενσάν Κασέλ, Λεά Σεντού και Κοτιγιάρ). Αντιπαραθέσεις, βεντέτες, συναισθήματα υποκινούμενα από μοναξιά και αμφιβολία. Από την ανικανότητα των ανθρώπων να ακούσουν και να αγαπήσουν.
Το «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» δεν ήταν μια εύκολη εμπειρία για την Κοτιγιάρ. «Στην αρχή φοβόμουν» είπε, φοβόταν ότι δεν ήξερε πώς να πλησιάσει την Κατρίν, την ηρωίδα της στην ταινία. «Ολη η έμπνευση που είχα προερχόταν από χαρακτήρες τους οποίους είχα θαυμάσει σε προηγούμενες ταινίες του Ντολάν. Εδώ έβλεπα κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για εμένα». Τηλεφώνησε στον θυελλώδη καναδό σκηνοθέτη, σεναριογράφο και ηθοποιό (ο οποίος στα 27 του μετρά ήδη έξι ταινίες στην καρέκλα του σκηνοθέτη!), του εξέφρασε τους φόβους της, τις ανασφάλειές της, του εξομολογήθηκε ότι δεν ήξερε «πώς να το κάνω. Ηξερα όμως ότι ο Ξαβιέ θα μπορούσε να με βοηθήσει να «βρω» αυτή τη γυναίκα». Και τη βρήκε.
Μία από τις ερωτήσεις που η Κοτιγιάρ έχει δεχτεί αρκετές φορές για αυτή την ταινία αφορούν τον αυτοσχεδιασμό. Τον αρνείται κατηγορηματικά, επισημαίνοντας τη σημασία του Ντολάν στην υποταγή στο σενάριο. «Δεν ειπώθηκε τίποτε που δεν ήταν γραμμένο» είπε η ηθοποιός. «Ολες οι σιωπές ήταν γραμμένες. Οι τρεις τελίτσες (σ.σ.: αποσιωπητικά) ήταν γραμμένες. Η μαγεία του κειμένου του Λαγκάρς είναι ότι επιβάλλει στον ηθοποιό να ακολουθήσει κατά γράμμα ένα κείμενο τρομακτικής ενέργειας».
Ο ρόλος της Κατρίν είναι ιδιαίτερα δύσκολος διότι, ανασφαλής ηρωίδα καθώς είναι, επαναλαμβάνει λέξεις, κομπιάζει, επιστρέφει σε πράγματα που έχει πει, τα ξαναλέει. «Στην αρχή δεν μπορούσα να την ακολουθήσω, αλλά όταν κατάφερα να μπω στον κόσμο αυτής της γυναίκας, το διασκέδαζα κιόλας».

Η αγάπη για την Αμερική
Ως παιδί η Κοτιγιάρ είχε την αμερικανική τέχνη στην κορυφή των προτεραιοτήτων της. «Οι αγαπημένες ταινίες μου ήταν αμερικανικές, το ίδιο και οι αγαπημένοι μου ηθοποιοί» λέει αναφέροντας με νοσταλγικό χαμόγελο τον Φρεντ Αστέρ, τον Τζιν Κέλι και τους Αδελφούς Μαρξ. Αργότερα, στην εφηβεία, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Σπουδάζοντας δραματικές τέχνες στο Conservatoire d’ Art Dramatique της γενέτειράς της, Ορλεάνης, στην Κοτιγιάρ έγιναν πιο προσφιλείς οι «δικοί» της. «Ηταν η εποχή που ανακάλυπτα τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, το σινεμά του δημιουργού, με αποτέλεσμα να σνομπάρω τον αμερικανικό» είπε. Αλλά στην πραγματικότητα δεν το πίστευε, ακολουθούσε τη «γενικότερη τάση».
Σήμερα οι προσπάθειές της να συνεχίσει τις επαγγελματικές δραστηριότητές της και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού είναι επίμονες, αν και προς το παρόν δεν έχει πατήσει σταθερά τα πόδια της στον αγγλόφωνο κινηματογράφο, με εξαιρέσεις βέβαια, όπως ο «Μακμπέθ» του Τζάστιν Κερζέλ όπου έβγαλε μια ενδιαφέρουσα, αν και όχι αξέχαστη Λαίδη Μακμπέθ. Ο ίδιος σκηνοθέτης συνεργάστηκε μαζί της και στην περιπέτεια φαντασίας «Assassin’s Creed» με τον Μάικλ Φασμπέντερ, μια διεθνής συμπαραγωγή που παίχτηκε με επιτυχία στην Ελλάδα τον περασμένο Ιανουάριο.
Οσο για τη δεύτερη ταινία που μας έδωσε την αφορμή για αυτή τη συνέντευξη, το «Mal di pietre» της Νικόλ Γκαρσιά, που προς το παρόν δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, ακολουθεί τη ζωή της Γκαμπριέλ (Κοτιγιάρ), μιας χωριάτισσας από τη Νότια Γαλλία, την οποία οι γονείς της πάντρεψαν με έναν τίμιο ισπανό αγρότη, ελπίζοντας ότι θα τη βοηθήσει να γίνει ευυπόληπτη γυναίκα. Ομως, παρά την αφοσίωση του αγρότη στην Γκαμπριέλ, εκείνη αντιστέκεται. Ορκίζεται ότι δεν πρόκειται να τον αγαπήσει ποτέ και νιώθει φυλακισμένη, δέσμια μιας συντηρητικής κοινωνίας στην οποία κάθε ελεύθερο πνεύμα ασφυκτιά. Ωσπου κάποιος θα αναζωπυρώσει το κρυμμένο μέσα της πάθος.

«Είναι μια γυναίκα που δεν δέχεται να της στερήσουν το δικαίωμα να ακολουθήσει τα όνειρά της»
είπε με πάθος η Κοτιγιάρ. «Μια γυναίκα ελεύθερη σε μια εποχή που η ελευθερία της γυναίκας δεν ήταν κάτι δεδομένο. Την καταλαβαίνω απόλυτα, την υποστηρίζω απόλυτα και νομίζω ότι στη θέση της θα έκανα το ίδιο».

Πού και πότε

Η ταινία «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» (διανομή Seven) προβάλλεται στις αίθουσες ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ της ΕΛΛΑΔΟΣ – ΟΝΑΡ – ΑΝΟΙΞΗ – ΚΗΦΙΣΙΑ και ΙΛΙΟΝ της Αθήνας και ΤΖΩΝ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΣ στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.