Ιζαμπέλ Αλιέντε
Το παιχνίδι του Αντεροβγάλτη Μετάφραση Βασιλική Κνήτου
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2017
σελ. 492, τιμή 17,70 ευρώ
Το φαινόμενο που παρατηρούμε στο λογοτεχνικό σύμπαν είναι πρωτοφανές. Συγγραφείς ερωτικών, πολιτικών, ιστορικών, παιδικών βιβλίων, δοκιμίων και βιογραφιών, ανακαλύπτουν, όχι βέβαια ξαφνικά, την αστυνομική λογοτεχνία και προσπαθούν να την υπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ετσι, μετά τον Ουμπέρτο Εκο (Το όνομα του ρόδου, 1980), τον Νόρμαν Μέιλερ (Οι σκληροί δεν χορεύουν, 1984), τον βραβευμένο με Μπούκερ Τζον Μπάβιλ (Ο διπλός θάνατος της Κριστίν Φολς, 2006), την Τζόαν Ρόουλινγκ (Το κάλεσμα του κούκου, 2013), ήρθε η σειρά της Ιζαμπέλ Αλιέντε που ξεκίνησε να γράφει μυθιστορήματα επηρεασμένη από τον μαγικό ρεαλισμό. Τώρα η σημαντική χιλιανή συγγραφέας μάς χαρίζει το θρίλερ Το παιχνίδι του Αντεροβγάλτη (2014), μια ιστορία με έναν κατά συρροήν δολοφόνο, εμφανώς επηρεασμένη από τα σκανδιναβικά αστυνομικά μυθιστορήματα για τα οποία εκφράζει την άποψή της. Διά στόματος της κεντρικής ηρωίδας της, της νεαρής Αμάντα, η οποία στο παρόν βιβλίο αναλαμβάνει τον ρόλο της ντετέκτιβ, γράφει (σελ. 35) ότι δεν θα εμπλεκόταν «αν δεν είχε διαβάσει αστυνομικά μυθιστορήματα σκανδιναβών συγγραφέων με τέτοιο ζήλο, που ανέπτυξε μία επιλήψιμη περιέργεια για την κακία εν γένει και ιδιαίτερα για τους φόνους εκ προμελέτης». Κάτι παρόμοιο πρέπει να σκέφτηκε και η δική μας Ελενα Ακρίτα, όταν έγραψε το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα (Φόνος 5 αστέρων, 2015).
Η ιστορία της Ιζαμπέλ Αλιέντε (Περού, 1942) αρχίζει με τη φράση της Αμάντα «Η μητέρα μου είναι ζωντανή, αλλά θα τη σκοτώσουν τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής». Η μητέρα της, η Ιντιάνα, κρατιόταν αιχμάλωτη κάπου στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο και αν ήθελαν να τη βρουν ζωντανή έπρεπε να ψάξουν σε μια θάλασσα δεκαοκτώ χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Τι έχει συμβεί στο μεταξύ; Κάτι πιτσιρικάδες, οι οποίοι έπαιζαν στο Διαδίκτυο ένα παράξενο παιγνίδι που λεγόταν «Ripper», ένα πρωί βρίσκουν σ’ ένα δημόσιο δημοτικό σχολείο τον φύλακα δολοφονημένο μ’ ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ μέσα του. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο επιθεωρητής Μπομπ Μάρτιν, ο πατέρας της Αμάντα, ενώ μια διάσημη αστρολόγος έχει προβλέψει ένα λουτρό αίματος στην πόλη, και η ίδια η Αμάντα αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να θέσει σε δοκιμασία τη μαντική της τέχνη. Τα παιδιά του «Ripper» παίζουν και προσπαθούν να σκοτώσουν τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, μεταφέροντας την ιστορία του που ήταν τοποθετημένη στο Λονδίνο του 1888 στο Σαν Φρανσίσκο του 2012. Μαζί με την Αμάντα, στην ομάδα συμμετέχει και ο παππούς της, ο Μπλέικ Τζάκσον, ο οποίος θέλει να μοιράζεται με την εγγονή του κάτι παραπάνω από ταινίες τρόμου, παρτίδες σκάκι και προβλήματα λογικής.
Στην ουσία, στο μυθιστόρημα Το παιχνίδι του Αντεροβγάλτη πρωταγωνιστούν τα μέλη της οικογένειας Τζάκσον, συν τον διαζευγμένο πατέρα, συν τους εραστές της ωραίας Ιντιάνα, που ασχολείται με τις ολιστικές θεραπείες. Πρόκειται για τον Αλαν, γόνο μιας εύπορης οικογένειας του Σαν Φρανσίσκο, και τον Ράιαν, αινιγματικό πρώην πεζοναύτη που ακρωτηριάστηκε στο Πακιστάν, όταν με τους συναδέλφους του έψαχναν να βρουν για να σκοτώσουν τον Μπιν Λάντεν, τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, αφού στο μεταξύ δεν δίστασαν, στο πλαίσιο του βρώμικου πολέμου στο Αφγανιστάν, να εξολοθρεύσουν αθώους αμάχους. Τα πράγματα στην οικογένεια γίνονται σοβαρά, όταν τη δολοφονία του φύλακα ακολουθούν κι άλλες δολοφονίες που πιθανώς συνδέονται μεταξύ τους, οπότε ο μπαμπάς της Αμάντα κινητοποιεί την αστυνομία της πόλης και η Αμάντα, λάτρις του Internet, μελλοντική φοιτήτρια στο ΜΙΤ, τίθεται επί τα ίχνη του δολοφόνου με το αναλυτικό μυαλό της.
Σίγουρα, η Ιζαμπέλ Αλιέντε, κάτοικος σήμερα της Καλιφόρνιας με αμερικανό σύζυγο, δεν θέλει να γράψει ένα ακόμα σκανδιναβικό αστυνομικό μυθιστόρημα, αυτό το κάνει σαφές εξαρχής, όταν μιλάει για τα 2,3 εκατομμύρια αμερικανούς στρατιώτες στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, τους 6.179 νεκρούς, τους 47.000 τραυματίες –οι περισσότεροι με ανήκεστη βλάβη -, και τους 210.000 βετεράνους σε θεραπεία (ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών με ψυχολογικά προβλήματα υπολογίζονται σε 700.000). Αντιπολεμικό μυθιστόρημα, λοιπόν; Ναι, αλλά όχι μόνο αυτό. Η συγγραφέας μιλάει ακόμα για τον περίφημο αμερικανικό τρόπο ζωής, τον οποίο ειρωνεύεται συστηματικά, καθώς περιλαμβάνει ναρκωτικά, κλινικές Ολιστικής Ιατρικής (βελονισμός, βότανα, ρεφλεξολογία, μουσικοθεραπεία, γιόγκα κ.λπ.), σχολές διαλογισμού, στυτικές δυσλειτουργίες και Βιάγκρα, ψυχιάτρους και θεραπευτικές συνεδρίες, αγχολυτικά και κινέζικα ωροσκόπια, ρομαντική πορνογραφία, αναμορφωτήρια με κακοποιήσεις ανηλίκων κι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ασχολιέται περισσότερο «με την αναπαραγωγή της μύγας παρά μ’ εκείνη του ανθρώπου».
Από το βιβλίο περνούν οι ήρωες και ηρωίδες της αμερικανικής ιστορίας, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον, η Μέριλιν Μονρόε, η Τζάκι Κένεντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Ντάσιελ Χάμετ και το Γεράκι της Μάλτας, ο Τομ Κρουζ, ο Γούντι Αλεν, αλλά και γεγονότα που έχουν σημαδέψει την κοινωνία των Ηνωμένων Πολιτειών: μετανάστευση Εβραίων που είχαν επιβιώσει από ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, Βιετνάμ, 11η Σεπτεμβρίου, πόλεμοι που αρχίζουν οι Αμερικανοί και κοστίζουν ακριβά, διότι «με κάθε νεκρό άμαχο και κάθε κατεστραμμένο σπίτι αυξάνει ο αριθμός των μαχητών και η οργή του κόσμου», η CIA και το FBI, κρατούμενοι στο Γκουαντάναμο και στο Αμπου Γκράιμπ, οι κομμουνιστές που έχει περάσει η μόδα τους, μαθητές που πυροβολούν και σκοτώνουν σε σχολεία, η μεξικανική μαφία στην Καλιφόρνια, μα και οι παράνομες κυνομαχίες. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε, που σαρκάζει και διακωμωδεί την Αμερική, δεν είναι βέβαια αντιαμερικανή. Στο τέλος της ιστορίας της, που είναι δραματικό, αν και ευτυχές, εξυψώνει τους αμερικανούς πεζοναύτες: ένας από αυτούς σώζει ανθρώπινες ζωές και πεθαίνει σαν ήρωας.