Σπυρίδων Ξύνδας -Ιωάννης Ρινόπουλος
Ο Υποψήφιος

Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, 2017
σελ. 365, τιμή 95 ευρώ

Μια έκδοση συλλεκτική. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα του στην Κέρκυρα (1867), ο «Υποψήφιος», του επτανήσιου συνθέτη Σπυρίδωνος Ξύνδα, σε λιμπρέτο Ιωάννη Ρινόπουλου, είναι πλέον διαθέσιμος στην αρχική, άγνωστη ως σήμερα, μορφή του. Με την ευκαιρία της εφετινής, επετειακής χρονιάς ο τόμος κυκλοφορεί από την ιστορική Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας, εκ των αρχικών ιδρυτών της οποίας υπήρξε ο συνθέτης. Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκδοση που όχι μόνο αποκαθιστά το έργο που έχει περάσει στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής ως η πρώτη πλήρης όπερα βασισμένη αποκλειστικά σε ελληνόγλωσσο λιμπρέτο και μάλιστα στη δημοτική γλώσσα, αλλά έρχεται να αποκαλύψει και την πολυκύμαντη ιστορία της καθώς στη διάρκεια του ενάμιση αιώνα ζωής της γνώρισε παρεμβάσεις και περικοπές που επιβλήθηκαν για λόγους άλλοτε πρακτικούς και άλλοτε «πολιτικής ορθότητας».

Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η έκδοση, δύο Κερκυραίοι, ο Ελευθέριος Μωραΐτης και ένας ακόμη, ο οποίος θέλησε να παραμείνει ανώνυμος, εμπιστεύθηκαν στη Φιλαρμονική το μουσικό υλικό που κατέχουν συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αποκάλυψη της αρχικής μορφής του . Ο τόμος περιέχει την αναδημοσίευση του λιμπρέτου της πρεμιέρας του «Υποψηφίου» το 1867, το οποίο, προερχόμενο από το ιδιωτικό αρχείο του Θεόδωρου Μακρή, δωρήθηκε στη Φιλαρμονική, μαζί με άλλο σημαντικό αρχειακό υλικό από τον Φώτη Αργυρό. Το μουσικό κείμενο αποκαταστάθηκε και αποτυπώθηκε με ηλεκτρονικά μέσα από μεικτή ομάδα της Φιλαρμονικής και του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, ενώ δύο εκ των πλέον πολυγραφότατων για το ζήτημα ερευνητών, η θεατρολόγος Αύρα Ξεπαπαδάκου και ο μουσικολόγος Κώστας Καρδάμης, γράφουν δυο ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά κείμενα σχετικά με την πορεία του έργου.
Λίγο μετά την Ενωση
Τις συνθήκες γέννησης της όπερας φωτίζει, αρχικά, ο Κώστας Καρδάμης. «Το Καλοκαίρι του 1867, ακριβώς τρία έτη μετά την Ενωση των Ιονίων Νήσων με το Βασίλειο της Ελλάδος – γράφει –η Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας πρότεινε στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης την ανάληψη της θεατρώνησης του εμβληματικού κερκυραϊκού θεάτρου San Giacomo για την περίοδο 1867-1868».
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ο «Υποψήφιος» υπήρξε επί της ουσίας παραγγελία της Φιλαρμονικής στον Κερκυραίο Ξύνδα (1817-1896). Πρωτοπαρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1867 στο νησί, από θίασο και ορχήστρα που απαρτίζονταν αποκλειστικά από έλληνες συντελεστές, ενώ τόσο ο συνθέτης όσο και ο λιμπρετίστας –επίσης μέλος της Φιλαρμονικής –είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η όπερα καυτηρίαζε δύο φλέγοντα ζητήματα της προενωτικής και μεθενωτικής Κέρκυρας, τα οποία είχαν ευθείες ανακλάσεις στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής και όχι μόνο: αφενός την ασυδοσία και την ανηθικότητα των κάθε είδους πολιτικών ταγών, και αφετέρου το πάντοτε σοβαρό και με καίριες κοινωνικές επιπτώσεις αγροτικό ζήτημα.

«Η κωμική πλοκή της όπερας και η, απαραίτητη για το μελόδραμα, ιστορία αγάπης αποτελούν μόνο το επίχρισμα του έργου»
σημειώνει ο Κώστας Καρδάμης. «Αν αφαιρεθούν τα παραπάνω η όπερα παρουσιάζει χρεοκοπημένους κερκυραίους αγρότες, ασθενείς, αγράμματους και πεινασμένους, έρμαια των βουλήσεων των τοπικών παραγόντων και παραγοντίσκων, αλλά και της βουλιμίας ηθικά ανερμάτιστων πολιτικών».
Μερικά χαρακτηριστικά σημεία του λιμπρέτου αρκούν να καταδείξουν την ευρεία στόχευση των δημιουργών και την αδυσώπητη, συχνά, κριτική τους εναντίον τόσο της προενωτικής όσο και της σύγχρονής τους πραγματικότητας. Ηδη, στο εισαγωγικό χορωδιακό του έργου παρουσιάζεται μια ομάδα πεινασμένων, ταλαιπωρημένων και υποταγμένων στη μοίρα τους χωρικών. Ο γερο-Γιάγκος, στην πρώτη εμφάνισή του, αφού περιγράφει τις αρρώστιες και τη δεινή θέση της συζύγου του, καθώς και την ισχνή γεωργική παραγωγή, ολοκληρώνει απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει. Αλλά και ο Προεστός του χωριού οδηγείται σε απόγνωση, όταν συνειδητοποιεί ότι η συμβατική υποχρέωση παράθεσης γεύματος στον αριστοκράτη πολιτευτή θα του στοιχίσει ακριβά. Οσο για τον ίδιο τον Υποψήφιο, επίσης επίκαιρη μορφή και το 1867 λόγω των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων, αποτελεί την παραπληρωματική συνισταμένη της πλοκής του έργου. Αλλωστε, ήδη από το τέλος της Α’ πράξης οι χωρικοί και ο Προεστός τον αναμένουν με δέος, ενώ ταυτόχρονα ο γερο-Γιάγκος εξαιτίας της σημαίνουσας άφιξης αποκαλύπτει τις φιλοδοξίες και τον δημαγωγικό χαρακτήρα του.
Οι παρεμβάσεις στη δομή

«Το, ακόμη και σήμερα, επίκαιρο των κοινωνικών καταστάσεων και των ανθρώπινων συμπεριφορών που περιγράφονται στον Υποψήφιο, ενδεχομένως δικαιολογεί και τις παρεμβάσεις που επιβλήθηκαν στο έργο σε μετέπειτα περιόδους, αλλοιώνοντας καίρια τη στόχευσή του»
γράφει ο Κώστας Καρδάμης. Το χρονικό σημείο των παρεμβάσεων αυτών πρέπει να τοποθετηθεί, αν όχι στην, σίγουρα αμέσως μετά την αθηναϊκή πρεμιέρα του έργου, η οποία έγινε τον Μάρτιο του 1888 στο Θέατρο Αθηνών, παρόντων του Ξύνδα και του Ρινόπουλου.
Πρόκειται για παρεμβάσεις μάλλον αμήχανες, όπως για παράδειγμα η προσθήκη ενός φινάλε με τους κατοίκους του κερκυραϊκού χωριού να εύχονται στον Υποψήφιο: «Κάμε να φάει η φτώχεια, χάρισμα το ψωμί. Εργα και όχι λόγια να κάμεις στη Βουλή». Ο Κώστας Καρδάμης σημειώνει ότι όλες οι μεταγενέστερες παρεμβάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την παντελή αποδυνάμωση του φινάλε της όπερας τόσο από μουσικής απόψεως όσο και σε σχέση με τα κοινωνικά μηνύματά της.

«Η υπερπροβολή της ευτυχούς κατάληξης του ειδυλλίου των δύο εραστών, η μεταμόρφωση του Υποψηφίου σε έναν δευτεραγωνιστή μιας απλοϊκής ερωτικής πλεκτάνης, η απαλοιφή της αναχώρησής του με τον χαρακτηριστικό ξύλινο πολιτικό λόγο του και η παράλειψη όσων στοιχείων του λιμπρέτου αφορούσαν τις πολιτικές διαπλοκές είχαν μεταμορφώσει ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα το έργο των Ξύνδα/Ρινόπουλου από τη στοχευμένη κοινωνικοπολιτική κριτική του 1867 σε μια αφελή ιστορία αγάπης»
γράφει . Η σημαντική αυτή αλλοίωση στη στόχευση του έργου σε σχέση με την αυθεντική μορφή του διαμόρφωσε την πορεία και την πρόσληψη της όπερας τις επόμενες δεκαετίες…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ