Μachado De Assis
Ρεαλιστική Τριλογία (Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας, Κίνκας Μπόρμπα, Δον Κασμούρο) Μετάφραση-πρόλογος-σημειώσεις Μαρία Παπαδήμα
Εκδόσεις Gutenberg, Orbis Literae, 2017
Σελ. 1.002, τιμή 30 ευρώ
Ο κοινός τόπος λέει πως ο αιώνας του μεγάλου μυθιστορήματος είναι ο 19ος, με άλλα λόγια ο αιώνας του ρεαλισμού. Αλλά και προδρομικός στα όσα ακολούθησαν στον 20ό: την πρωτοπορία και τον μοντερνισμό.
Ενα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η Ρεαλιστική Τριλογία του Ζοακίμ Μαρία Μασάντο ντε Ασίς (1839-1908), του κορυφαίου πεζογράφου της Βραζιλίας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg. «Ρεαλιστική» τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού πρόκειται για έναν ιδιότυπο ρεαλισμό ο οποίος «προλέγει» αυτό που πολύ αργότερα απεκλήθη «μαγικός ρεαλισμός» (για να μη μιλήσουμε για τα μοντερνιστικά του χαρακτηριστικά και την επίδρασή του σε πλείστους όσους συγγραφείς στη Βραζιλία και διεθνώς). Δεν είναι επομένως τυχαίο που ο πολύς Χάρολντ Μπλουμ κατατάσσει τον Μασάντο ντε Ασίς στους κορυφαίους συγγραφείς παγκοσμίως.
Η τριλογία χαρακτηρίζεται ως ρεαλιστική επειδή εδώ ο συγγραφέας εγκαταλείπει τον ρομαντισμό των προηγούμενων έργων του όπου πλεονάζουν τα ηθογραφικά στοιχεία.
Η τριλογία αποτελείται από τα μυθιστορήματα Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας, Κίνκας Μπόρμπα και Δον Κασμούρο. Το πρώτο εξεδόθη το 1881, δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το δεύτερο και το 1900 το τρίτο, που θεωρείται και το αριστούργημά του, αν και η τριλογία στο σύνολό της θα πρέπει να διαβαστεί ως ενιαίο έργο σε τρία μέρη που το καθένα διατηρεί την αυτονομία του. Ο αναγνώστης ας μη φοβηθεί από τον όγκο του. Το βιβλίο διαβάζεται με το δάχτυλο συνεχώς πάνω στη σελίδα.
Στις Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας ένας νεκρός αφηγείται τη ζωή του από τον τάφο του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη –κι αυτό ήταν ριζοσπαστικό για τα ρεαλιστικά δεδομένα της εποχής. Εδώ έχουμε έναν αντιήρωα που κρίνει τη ζωή του και τις εν πολλοίς αμφίβολες πολιτικές του πεποιθήσεις όπως και την αμφιθυμική του στάση όσον αφορά τις αντίστοιχες φιλοδοξίες του. Ο συγγραφέας απευθύνεται συχνά στον αναγνώστη και εδώ, όπως και στα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας, αναπτύσσοντας διάλογο μαζί του στον οποίο κυριαρχεί η ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ.
Στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, ένα φιλόσοφος στα όρια της παραφροσύνης (που προϋπάρχει στις Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας) ο οποίος ονομάζεται Κίνκας Μπόρμπα (όπως ο τίτλος του μυθιστορήματος) αφήνει όλη του την περιουσία στον φίλο του Ρουμπιάο υπό έναν όρο: να φροντίσει τον σκύλο του που κι αυτός λέγεται Κίνκας Μπόρμπα (το οποίο σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι στον σκύλο έχει «μετακομίσει» η ψυχή του αφεντικού του). «Ξαφνικά» μας λέει ο Μασάντο ντε Ασίς «του πέρασε από το μυαλό» (το μυαλό του Ρουμπιάο) «η σκέψη ότι οι δύο Κίνκας Μπόρμπα ήταν πιθανόν το ίδιο πρόσωπο, ότι η ψυχή του νεκρού είχε μπει στο σώμα του σκύλου, όχι τόσο για να τιμωρηθεί για τις αμαρτίες του, όσο για να παρακολουθεί το νέο Αφεντικό».
Ο πλούσιος πλέον Ρουμπιάο, που είναι αφελής και πέφτει εύκολα θύμα, μετακομίζει στο Ρίο ντε Ζανέιρο όπου συναντά ένα ζευγάρι, τον Κριστιάνο και τη σύζυγό του Σοφία την οποία κι ερωτεύεται και της εξομολογείται τον έρωτά του. Εκείνη το λέει στον σύζυγό της αλλά ο τελευταίος δεν δίνει σημασία γιατί στόχος του είναι να βάλει στο χέρι την περιουσία του Ρουμπιάο.
Η αφήγηση τώρα είναι τριτοπρόσωπη, όχι όμως και συμβατική. Ο Ρουμπιάο ζει μέσα στη σύγχυση καθώς δεν ξεχωρίζει το πραγματικό από το φανταστικό και εξαιτίας του ανεκπλήρωτου έρωτά του φθάνει στα όρια της παραφροσύνης.
Το τελευταίο έργο της τριλογίας, ο Δον Κασμούρο, θεωρείται το σημαντικότερο του Μασάντο ντε Ασίς και είναι υπόδειγμα ύφους και ευφυούς χρήσης του δισυπόστατου των πραγμάτων, της αμφιβολίας και της αμφισημίας, μολονότι ο συγγραφέας εδώ χρησιμοποιεί το κλασικό και πολυχρησιμοποιημένο θέμα του έρωτα και της ζήλιας.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και αφηγητής ο Μπεντίνιο που του έχουν δώσει το παρατσούκλι Δον Κασμίρο. Αυτό όμως δεν τον ενοχλεί. Είναι τύπος μοναχικός και λιγομίλητος, παντρεμένος με την Καπιτού (μια από τις εμβληματικότερες γυναικείες μορφές της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας). Ο Δον Κασμούρο έχει έναν φίλο, τον Εσκομπάρ. Υποπτεύεται πως η γυναίκα του είχε ερωτική σχέση με τον φίλο του και πως το παιδί του δεν ήταν δικό του αφού έμοιαζε πολύ στον Εσκομπάρ. Είναι ένας σύγχρονος –και θλιβερός –Οθέλλος. Αλλά η Καπιτού δεν είναι μια αντίστοιχη, ας πούμε, Δυσδαιμόνα.
Το βιβλίο παραμένει ανοιχτό και απάντηση συγκεκριμένη δεν έχουμε: απατούσε ή όχι τον Δον Κασμούρο με τον Εσκοπμπάρ η Καπιτού; Εκείνη είναι η μόνη που θα μπορούσε να δώσει την απάντηση αλλά δεν τη δίνει. Ο Μασάντο ντε Ασίς παίζει με το ενδεχόμενο και ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να εικάσει ό,τι νομίζει εκτιμώντας τα όσα υπαινικτικά έχουν εκτεθεί.
Κυνισμός και ειρωνεία
Και στα τρία μυθιστορήματα ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τους ήρωές του με φαινομενική ψυχρότητα και αρκετή δόση κυνισμού. Ο συνεχής διάλογος που αναπτύσσει με τον αναγνώστη λειτουργεί υπονομευτικά και συνιστά ένα φάσμα ερμηνειών που μπορούν να δοθούν στην πραγματικότητα, έναν γοητευτικό σχολιασμό που δεν παρεισφρέει αλλά είναι αριστοτεχνικά ενταγμένος στην αφήγηση. Συχνές (καταιγιστικές κάποτε) είναι και οι παραπομπές σε βιβλία, συγγραφείς, φιλοσόφους, στον Σαίξπηρ, στον Βολταίρο και αρκετούς άλλους και όμως πουθενά δεν έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις ένα έργο βασισμένο σε βιβλία. Οι παραπομπές είναι μέρος του βιωματικού υλικού και επιπλέον φωτίζουν την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών.
Ο αναγνώστης θα συναντήσει και πολλά άγνωστα ονόματα όχι μόνο από τη λογοτεχνία και την τέχνη αλλά και από την Ιστορία, τη βραζιλιάνικη και την ευρωπαϊκή. Η εξαίρετη μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο με όλες τις αναγκαίες σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος, όπως και μ’ έναν διαφωτιστικό πρόλογο.
Βεβαίως έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίζουμε ότι ο Μασάντο ντε Ασίς επηρεάστηκε από τον Ξαβιέ ντε Μεστρ και περισσότερο από το Τρίσταμ Σάντι του Λόρενς Στερν κυρίως όσον αφορά τη δόμηση της αφήγησής του: Μικρά κεφάλαια τα οποία φέρουν τίτλους στο πρώτο και στο τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας, ενώ στο δεύτερο απλώς αριθμούνται. Η γραφή του είναι γρήγορη, στακάτη και οι προτάσεις του σύντομες. Αυτό όμως που τον καθιστά σύγχρονο, δηλαδή πολλές δεκαετίες μπροστά από την εποχή του, είναι πως γράφει όχι ως συγγραφέας του 19ου αιώνα αλλά του 20ού, όπως όταν λ.χ. λέει: «Το Καθαρτήριο είναι ένα ενεχυροδανειστήριο που δανείζει βάζοντας ενέχυρο όλες τις αρετές, με υψηλό τόκο και μικρές προθεσμίες». Ή αλλού να γράφει σαν σύγχρονος ποιητής πως το φεγγάρι είναι «η φωτεινή και μυστική σοφίτα του εγκεφάλου».
Ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας κρίνει απανωτά τα πρόσωπα, κύρια και δευτερεύοντα, αλλά και την ίδια τη ροή της αφήγησης, ενώ το διακειμενικό πεδίο στο οποίο κινείται είναι τεράστιο και εξίσου γοητευτικό με τις περιγραφές του Ρίο ντε Ζανέιρο που μεταφέρουν την αναγνώστη στην εποχή, σε ένα διαρκές παρόν που μόνο στα σπουδαία μυθοπλαστικά έργα το συναντούμε. Ακόμη και οι παρεκβάσεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καθαρές παρεκβάσεις αλλά ως αφηγηματικά σχόλια, ψυχολογικής, κοινωνικής, ακόμη και ψυχαναλυτικής φύσεως. Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν καταφέρει να κινηθούν με τη δική του ευκολία στα πεδία της βεβαιότητας και της αμφιβολίας που διαδέχονται η μία την άλλη, κάποτε ακόμη και στην ίδια παράγραφο.
Ο Μασάντο ντε Ασίς πρωτομεταφράστηκε από τη Λήδα Μοσχονά. Ηταν το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας, το οποίο εκδόθηκε το 1984 από τις εκδόσεις Αστάρτη –αν και σε συντομευμένη μορφή –με τον τίτλο Επιτάφιος για έναν μικρό νικητή. Παλαιότεροι και νεότεροι αναγνώστες έχουν τώρα την ευκαιρία να γνωρίσουν αυτόν τον σπουδαίο συγγραφέα από το σημαντικότερο –και πληρέστερο –έργο του στη θαυμάσια μετάφραση της Μαρίας Παπαδήμα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ