Χημικά που προστίθενται σε έπιπλα, ηλεκτρονικές συσκευές και πλήθος άλλων προϊόντων καθημερινής χρήσης με στόχο την πρόληψη των πυρκαγιών πιθανόν να συνδέονται με αναπτυξιακά προβλήματα στα μικρά παιδιά. Αυτό αναφέρουν ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Ορεγκον (Oregon State University, ΟSU) μετά τη διεξαγωγή πιλοτικής μελέτης, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν προσφάτως στο επιστημονικό περιοδικό «Environmental Health».
Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ αρνητικών κοινωνικών συμπεριφορών σε παιδιά ηλικίας τριών ως πέντε ετών και της έκθεσής τους σε ευρέως χρησιμοποιούμενα επιβραδυντικά καύσης, όπως ανέφερε η κύρια συγγραφέας της νέας μελέτης Μόλι Κάιλ, επιδημιολόγος του περιβάλλοντος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κολέγιο Δημόσιας Υγείας και Επιστημών του Ανθρώπου στο ΟSU. «Οταν αναλύσαμε τη συμπεριφορά των παιδιών και τα επίπεδα έκθεσής τους σε επιβραδυντικά καύσης, παρατηρήσαμε ότι τα παιδιά εκείνα που είχαν εκτεθεί περισσότερο σε συγκεκριμένους τύπους αυτών των χημικών αντιμετώπιζαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν συμπεριφορές όπως η επιθετικότητα, η ανυπακοή, η υπερκινητικότητα, η έλλειψη προσοχής καθώς και η τάση για bullying» σημείωσε η δρ Κάιλ και προσέθεσε: «Το εύρημα αυτό είναι σημαντικό με δεδομένο ότι κανένας μέχρι σήμερα δεν είχε μελετήσει την επίδραση που μπορεί να έχει στην παιδική συμπεριφορά η κατηγορία των οργανοφωσφορικών επιβραδυντικών καύσης, η οποία έχει προστεθεί στα καταναλωτικά προϊόντα πιο πρόσφατα».
Τα επιβραδυντικά καύσης (ή φλόγας ή πυρκαγιάς) είναι χημικά που μπορεί να εντοπίζονται σε πλήθος αντικειμένων εντός του σπιτιού (και όχι μόνο) όπως τα έπιπλα, τα στρώματα, τα χαλιά, οι ηλεκτρικές συσκευές. Τα χημικά αυτά προστίθενται στα αντικείμενα και δεν είναι εξαρχής «ενσωματωμένα» στα υλικά τους, γεγονός που μπορεί να διευκολύνει την έκλυσή τους σε εσωτερικά περιβάλλοντα. Οι πιο κοινοί τύποι επιβραδυντικών καύσης είναι οι βρομιωμένοι διφαινυλαιθέρες (BDEs) καθώς και τα οργανοφωσφορικά (OPFRs). Τα οργανοφωσφορικά επιβραδυντικά «γεννήθηκαν» ως μια περιβαλλοντικώς… πιο ευαίσθητη εναλλακτική των βρομιωμένων διφαινυλαιθέρων αφού τα BDEs τείνουν να παραμένουν στο περιβάλλον για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τόσο τα BDEs όσο και τα OPFRs συνδέονται με «φτωχότερη» γνωστική λειτουργία στα παιδιά. Ωστόσο ελάχιστα (έως καθόλου) στοιχεία ήταν γνωστά για τη σχέση μεταξύ αυτών των χημικών και της κοινωνικής και συναισθηματικής παιδικής υγείας, κυρίως στην πρώτη παιδική ηλικία η οποία αποτελεί «κλειδί» σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και τη μάθηση. «Οι κοινωνικές δεξιότητες που κατακτούν τα παιδιά κατά την προσχολική ηλικία θέτουν τις βάσεις για τη μετέπειτα επιτυχία τους στο σχολείο καθώς και για την κοινωνική και συναισθηματική τους υγεία αργότερα στη ζωή τους» σημείωσε η Σάνον Λίπσκομπ, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο OSU, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Η μελέτη με το… βραχιολάκι
Η ερευνητική ομάδα συνέλεξε 92 παιδιά ηλικίας τριών ως πέντε ετών, τα οποία φόρεσαν ένα βραχιολάκι σιλικόνης επί μια εβδομάδα προκειμένου να μετρηθούν τα επίπεδα έκθεσής τους σε επιβραδυντικά καύσης. Τα βραχιολάκια που δημιουργήθηκαν από ειδικούς του OSU διέθεταν πορώδη επιφάνεια η οποία ήταν ικανή να απορροφά τα χημικά στα οποία εξετίθεντο τα παιδιά –συγκεκριμένα οι ερευνητές μπορούσαν να ελέγξουν τα βραχιολάκια για ύπαρξη ως και 1.200 διαφορετικών συσσωρευμένων χημικών ουσιών.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους γονείς και τους φροντιστές των παιδιών να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με την κοινωνικο-δημογραφική κατάσταση της κάθε οικογένειας καθώς και το περιβάλλον του σπιτιού. Παράλληλα οι παιδαγωγοί προσχολικής ηλικίας των παιδιών συνέταξαν εκθέσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των παιδιών. Πλήρη στοιχεία συγκεντρώθηκαν τελικώς για 69 παιδιά.
Πιο επικίνδυνα τα ΟPFRs
Η ανάλυση έδειξε ότι στο σύνολό τους τα παιδιά είχαν εκτεθεί σε κάποια επίπεδα επιβραδυντικών καύσης. Οπως προέκυψε, τα παιδιά που είχαν υψηλότερα επίπεδα έκθεσης σε OPFRs παρουσίαζαν περισσότερη επιθετικότητα, ανυπακοή, υπερκινητικότητα, έλλειψη προσοχής και τάση για bullying. Σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα BDEs στον οργανισμό τους, εκείνα κρίθηκαν ως λιγότερο δυναμικά και αποφασιστικά από τους δασκάλους τους. «Εντοπίσαμε αυτές τις σχέσεις μεταξύ των επιβραδυντικών καύσης και της κοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών έχοντας λάβει υπόψη μας άλλους παράγοντες που επιδρούν στην παιδική συμπεριφορά όπως τα κοινωνικά και δημογραφικά στοιχεία, οι σχέσεις με τους γονείς και τους δασκάλους» σημείωσε η δρ Λίπσκομπ και συμπλήρωσε: «Τα ευρήματά μας μαρτυρούν ότι τα επιβραδυντικά καύσης έχουν τη δική τους μοναδική επίδραση στην ανάπτυξη ασχέτως των κοινωνικών εμπειριών των παιδιών».
Η ερευνητική ομάδα τονίζει ότι απαιτούνται τώρα περαιτέρω μελέτες επάνω στο θέμα και αναζητεί χρηματοδότηση για να διεξαγάγει νέα, πιο μακροχρόνια έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη δρα Κάιλ, «αν η επιστήμη βρει ισχυρά στοιχεία σχετικά με το ότι η έκθεση των παιδιών σε επιβραδυντικά καύσης επιδρά στη συμπεριφορά τους, θα πρέπει να αναπτύξουμε στρατηγικές που θα προλαμβάνουν την έκθεση των παιδιών σε αυτά τα χημικά και βοηθώντας έτσι στη βελτίωση της ζωής τους».
HeliosPlus