Ένας μεγάλος κρατήρας που διακρίνεται μέχρι και σήμερα στην επιφάνεια του Άρη δεν αποκλείεται να σχηματίστηκε από αστεροειδή που έπεσε σε έναν αρχαίο ωκεανό και σήκωσε σαρωτικό τσουνάμι, δείχνει η ανάλυση δορυφορικών εικόνων.
Παρατηρήσεις από ρομποτικές αποστολές έχουν δώσει άφθονες ενδείξεις ότι κάποιες τουλάχιστον περιοχές του Άρη καλύπτονταν από ρηχές θάλασσες που θα μπορούσαν να φιλοξενούν μικροβιακή ζωή.
Στο βόρειο ημισφαίριο του πλανήτη δεν αποκλείεται μάλιστα να υπήρχε ένας ολόκληρος ωκεανός, αν και αυτό είναι μια υπόθεση που δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους πλανητολόγους.
Η ιδέα αυτή δείχνει να ενισχύεται από την τελευταία μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο Journal of Geophysical Research – Planets και παρουσιάστηκε επίσης στο Συνέδριο Σεληνιακής και Πλανητικής Επιστήμης που πραγματοποιείται στο Τέξας.
«Εντοπίσαμε τυπικές αποθέσεις τσουνάμι στη γραμμή που διχοτομεί το βόρειο και το νότιο ημισφαίριο» είπε στον απεσταλμένο του BBC ο Φρανσουά Κοστάρ του Πανεπιστημίου του Παρισιού και του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας.
Υπαίτια η πρόσκρηση που δημιούργησε τον κρατήρα Λομονόσοφ
Οι αποθέσεις -άμμος και πέτρες- σχηματίζουν λοβούς που εκτείνονται από βορρά προς νότο. Δείχνουν να προέρχονται από τσουνάμι, το οποίο φαίνεται ότι προκλήθηκε κατά την πρόσκρουση που δημιούργησε τον κρατήρα Λομονόσοφ, διαμέτρου 120 χιλιομέτρων.
Το χτύπημα «εκτόπισε έναν τεράστιο όγκο νερού, με το κύμα να διαδίδεται με ταχύτητα 60 μέτρων ανά δευτερόλεπτο [216 χλμ/ώρα]» ανέφερε ο Κοστάρ.
«Το αρχικό κύμα είχε ύψος περίπου 300 μέτρα. Μέσα σε μερικές ώρες έφτασε στην αρχαία ακτή που βρισκόταν μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον κρατήρα».
Το κύμα πρέπει να πέρασε την ακτογραμμή και να σάρωσε την ενδοχώρα σε βάθος 150 χιλιομέτρων, περνώντας πάνω από λόφους για να αποθέσει τελικά το υλικό του στους λοβούς που βλέπουμε σήμερα.
Τα συμπεράσματα της μελέτης συνηγορούν στην ιδέα ότι πάνω από τον ισημερινό του Άρη υπήρχε ένας ωκεανός πριν από περίπου τρία δισεκατομμύρια χρόνια.
Υπάρχουν ωστόσο και εναλλακτικές ερμηνείες: προηγούμενες μελέτες είχαν αποδώσει τις επίμαχες αποθέσεις ιζημάτων σε ροές λάσπης ή παγετώνες.