Ουδέποτε στο παρελθόν η εθνική ομάδα του Βελγίου έμοιαζε τόσο «τρομακτική», ούτε ακόμη και στο πιο ένδοξο παρελθόν της, όταν το 1986 κατετάγη (ανέλπιστα) τέταρτη στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού με την παρέα των Σίφο, Κέλεμανς, Γκέρετς, Πφαφ (κ.ά.) να ξεπερνούν εαυτούς και προβλέψεις. Στο σήμερα, θεωρείται μία από τις πιο ταλαντούχες παγκοσμίως, με ποδοσφαιριστές διεθνούς ακτινοβολίας και θαυμαστή πληρότητα σε όλες τις γραμμές. Είναι δε σε κατάσταση που φοβίζει τον οποιονδήποτε, καθώς τα αποτελέσματα που έχει φέρει στον όμιλο με φόντο την πρόκριση στο Μουντιάλ της Ρωσίας καταδεικνύουν το επιθετικό μεγαλείο της και μαζί την αμυντική υπεροχή της. Τι γυρεύει λοιπόν η Ελλάδα απόψε το βράδυ στο «Κινγκ Μποντουέν»;
Το πρώτο και κύριο ζητούμενο είναι να μην ηττηθεί! Λένε ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια ομάδα έχει ως πρωτεύον μέλημα το να μη χάσει, στο τέλος λαμβάνει αυτό που δεν επιθυμεί και μάλιστα με τρόπο σκληρό. Αν το πάρουμε ανάποδα όμως, βάσει της δυναμικότητας του Βελγίου (μιας εκ των μόλις τριών ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων που έχουν μόνο νίκες στην προκριματική φάση του Μουντιάλ) και του μεταβατικού σταδίου που βρίσκεται αυτή την περίοδο η ελληνική ομάδα, το να ρισκάρει η Εθνική σήμερα επί βελγικού εδάφους μπορεί να επιφέρει έως και συντριβή!
Πολύ τρέξιμο
Απόψε απαιτείται πολύ τρέξιμο. Το Βέλγιο εκτός από συναρπαστικό επιθετικά (21 γκολ σε 4 ματς) και συμπαγές ανασταλτικά (μόλις 1 γκολ παθητικό), είναι σύνολο το οποίο αποδίδει σε πολύ πιο υψηλές ταχύτητες από αυτές που παίζουν σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές εθνικές, εξαιρουμένης ίσως της Γερμανίας. Πιέζει σε όλους τους χώρους ακατάπαυστα, «πνίγει» τον αντίπαλο στα 3/4 του γηπέδου και αλλάζει ακούραστα πάσες, σε μία μορφή τακτικής προσέγγισης που παραπέμπει στην Μπαρτσελόνα του «τίκι τάκα» (δηλαδή εποχής κ. Πεπ Γκουαρντιόλα στον πάγκο της καταλανικής ομάδας) σε ακόμη πιο γρήγορο τέμπο.
Το Βέλγιο είναι σύνολο το οποίο έχει ως στόχο να πετύχει όσο το δυνατόν περισσότερα γκολ γίνεται και όχι απλώς να νικήσει, ανεξάρτητα από τον αντίπαλο που έχει απέναντί του. Θα απαιτηθεί κατάθεση ψυχής, αδιάκοπο τρέξιμο, τρομερή συγκέντρωση και προσήλωση, δύναμη στις προσωπικές μονομαχίες από όλους τους παίκτες που θα επιλεγούν από τον ομοσπονδιακό τεχνικό κ. Μίχαελ Σκίμπε. Γι’ αυτό και ο Πορτογάλος (και πολιτογραφημένος Ελληνας πλέον) Κάρλος Ζέκα, ένας ακάματος εργάτης της μεσαίας γραμμής, θα πάρει το βάπτισμα του πυρός υποσχόμενος ότι «θα τρέχω μέχρι το πρωί αν χρειαστεί προκειμένου να πάρουμε αποτέλεσμα». Αυτό είναι το πνεύμα για θετικό αποτέλεσμα!
Ενωμένοι όσο ποτέ
Για τις αρετές του Βελγίου και αυτή τη σπάνια φουρνιά ταλαντούχων παικτών που απαρτίζουν το ρόστερ του, όλοι όσοι παρακολουθούν ποδόσφαιρο γνωρίζουν. Το μυστικό ωστόσο για την αναγνώρισή του ως μιας από τις πληρέστερες εθνικές ομάδες στον κόσμο (κι ας μην έχει κάνει ακόμη κάτι το πολύ σπουδαίο σε μεγάλες διοργανώσεις) κρύβεται στην ομοψυχία που σχεδόν ποτέ δεν χαρακτήριζε τους Βέλγους ως λαό και έθνος. Για δεκαετίες ολόκληρες, η Εθνική Βελγίου έσερνε μαζί της το σύνδρομο της χώρας. Από τη μία οι Βαλλόνοι (γαλλόφωνοι) και από την άλλη οι Φλαμανδοί (ολλανδόφωνοι).
Δεν είναι μόνο η γλώσσα που τους χωρίζει, οι σχέσεις μεταξύ τους ουδέποτε υπήρξαν αγαστές. Οι ρίζες ήταν βαθιές και στα ενδότερα της Εθνικής. Οχι πια… Εδώ και 6-7 χρόνια οι ίδιοι διεθνείς ξεκαθαρίζουν με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους ότι «εδώ μέσα δεν υπάρχουν πια Βαλλόνοι και Φλαμανδοί, είμαστε όλοι Βέλγοι». Κι ας μην είναι! Αλλωστε η Εθνική Βελγίου είναι πλέον ένα μωσαϊκό εθνών και μεταναστών. Το κοντινό 2011, ο μεγάλος αστέρας της ομάδας
Εντέν Αζάρ (που ευτυχώς δεν είναι διαθέσιμος απόψε λόγω τραυματισμού) αντικαταστάθηκε σε έναν αγώνα της εθνικής ομάδας και βγήκε κατευθείαν στο πάρκινγκ του γηπέδου. Τον ακολούθησε μια κάμερα και τον τσάκωσε να καταβροχθίζει ένα χάμπουργκερ ενώ οι άλλοι έπαιζαν. «Αυτά τα παλιόπαιδα δεν θα βάλουν ποτέ μυαλό, είναι η γενιά Louis Vuitton» έγραψαν την επόμενη ημέρα οι εφημερίδες.
Τα σκληραγωγημένα παιδιά της ξενιτιάς
Εκαναν λάθος. Αυτά τα ευλογημένα με πλούσιο ταλέντο παλιόπαιδα, διδάχθηκαν τους κανόνες της υπευθυνότητας και του επαγγελματισμού σε ξακουστούς συλλόγους του εξωτερικού και σε ισχυρά πρωταθλήματα της ξενιτιάς. Ο Αζάρ και ο Λουκάκου στην Τσέλσι, ο Κουρτουά στην Ατλέτικο Μαδρίτης (πλέον στην Τσέλσι επίσης), ο Κομπανί στη Μάντσεστερ Σίτι, ο Βίτσελ στη Ρωσία, ο Φελαϊνί και ο Φερτόνχεν στην Αγγλία, ο Ντε Μπρούινε (της Μ. Σίτι πια) στη Γερμανία, ο Μέρτενς στην Ιταλία. Είναι πολλοί στο ρόστερ του Βελγίου εκείνοι που έχουν βιώσει στο πετσί τους τη φτώχεια, τη στέρηση, ακόμη και την προσφυγιά. Ο εμβληματικός αρχηγός (και μέλλων πολιτικός όπως ο ίδιος σχεδιάζει) Κομπανί (απών και αυτός απόψε λόγω κακής φόρμας), ήρθε από το Κονγκό και στέλνει τα περισσότερα από τα πολλά χρήματα που βγάζει πίσω, στην πραγματική πατρίδα του.
Ο πατέρας των δύο Λουκάκου αγωνίστηκε στο Μουντιάλ του 1974 φορώντας τη φανέλα του Ζαΐρ. Από εκεί κατάγεται και ο στράικερ Κρίστιαν Μπεντέκε. Η σκούφια των Ντεμπελέ, Φελαϊνί και Σαντλί κρατάει από το Μαρόκο. Οι ρίζες του Ντίβοκ Ορίγκι βρίσκονται στην Κένυα, οι πρόγονοι του Βίτσελ ζούσαν στη Μαρτινίκα, ενώ ο σπουδαίος Ναϊνγκολάν αναπολεί μόνιμα την Ινδονησία, αγαπημένη γη των ανθρώπων που τον έφεραν στη ζωή. Ουδείς εξ αυτών γεννήθηκε σε χρυσά πούπουλα. Ολοι τους σκληραγωγήθηκαν σε ζόρικες καταστάσεις και δύσκολες γειτονιές, μόχθησαν για να φτάσουν ψηλά. Και αυτή ακριβώς η γαλούχηση έδειξε τον δρόμο της σύμπνοιας εντός των βελγικών τειχών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ