Με μισό εκατομμύριο απλήρωτους εργαζομένους για διάστημα από έναν μέχρι και έξι μήνες, 400.000 μερικώς απασχολούμενους από μία έως τέσσερις ώρες την ημέρα και απροσδιόριστο αριθμό εργαζομένων χωρίς ασφάλιση στους αγρούς, στα εστιατόρια και στα ξενοδοχεία που σε λίγες ημέρες ανοίγουν για μια τουριστική σεζόν γεμάτη προσδοκίες, πώς θα μπορούσαν να επιστρέψουν οι υπουργοί Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, Γιώργος Χουλιαράκης και η Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα, χωρίς να έχουν κερδίσει κάτι για τους εργαζομένους παρά μόνο να έχουν αποδεχθεί την αύξηση του ορίου των απολύσεων και την κατάργηση των προνομίων των συνδικαλιστών.
Κόμμα σε αδιέξοδο
Αυτό είναι το αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος της «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Αυτή είναι η πίεση που ασκείται από τους εταίρους σε έναν πολιτικό σχηματισμό ο οποίος ποτέ δεν έγινε αποδεκτός από το ευρωπαϊκό κατεστημένο και το διευθυντήριο των Βρυξελλών, και πολύ περισσότερο από τους «λύκους» του ΔΝΤ.
Στις αλλαγές λοιπόν των εργασιακών σχέσεων, το βασικό κεφάλαιο της δεύτερης αξιολόγησης και στις απαιτήσεις του ΔΝΤ που ζητεί ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση της ούτως ή άλλως κατακερματισμένης αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, βρίσκεται το «κλειδί» της συμφωνίας ή του «ναυαγίου».
Ελα όμως που όλες αυτές οι αλλαγές χτυπούν απευθείας και αλλάζουν το DNA όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά κάθε αριστερού κόμματος.
Αλλωστε όπως επισημάνθηκε στην απόφαση του τελευταίου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ «για το κόμμα μας η υπεράσπιση της εργασίας είναι αδιαπραγμάτευτος στόχος».
Πώς αλλάζουν όμως οι καιροί. Σήμερα αν η κυβέρνηση θέλει να πετύχει τη συμφωνία θα πρέπει να βάλει νερό στο κρασί της, πολύ νερό… Ασχετα αν πολλοί βουλευτές αντιδρούν και υποστηρίζουν ότι με τις αλλαγές αυτές «η κυβέρνηση θα έχει χάσει την ταυτότητά της και δεν θα μπορεί να σταθεί και να υποστηρίξει ούτε τις βασικές της θέσεις ακόμη και αν βρεθεί στην αντιπολίτευση».
Εχει λοιπόν σημασία να αναφέρουμε τα όσα έλεγε και αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ στο συνέδριό του τον περασμένο Οκτώβριο. Στην απόφαση αναφερόταν χαρακτηριστικά:
–«Σε δυσμενές περιβάλλον αναγκαστήκαμε να αποδεχθούμε τη συμφωνία που υπογράφηκε πέρυσι το καλοκαίρι, προκειμένου να αποτρέψουμε την καταστροφή με την οποία οι δανειστές απειλούσαν τη χώρα μας μέσα από τη χρεοκοπία και την έξοδο από την ευρωζώνη, με θύμα πρωτίστως τον κόσμο της εργασίας.
Ασφαλώς, όμως, η συμφωνία δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε «ιδιοκτησία της Αριστεράς»».
«Είμαστε όμηροι»
Το σημερινό όμως αδιέξοδο περιγραφόταν ανάγλυφα πιο κάτω:
–«Η προσπάθεια απεγκλωβισμού από το Μνημόνιο και την επιτροπεία είναι εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική, ωστόσο είναι η αναγκαία συνθήκη για να κρατηθεί η κοινωνία όρθια, να ανοίξει ο δρόμος στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, που υπό τις σημερινές συνθήκες είναι σε καθεστώς ομηρείας. Απαιτεί δε ένα ολοκληρωμένο ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο, με αρχή, μέση και τέλος, με διεθνείς συμμαχίες με κόμματα, ριζοσπαστικά κινήματα και προοδευτικές κυβερνήσεις κυρίως του Νότου και με σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές, που να αποσαφηνίζουν απολύτως ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι διατεθειμένη να τις υπερβεί, ακόμα και αν χρειαστούν ρήξεις με την ευρωπαϊκή ελίτ, όπως για παράδειγμα ό,τι έχει σχέση με τα εργασιακά δικαιώματα, τις συλλογικές συμβάσεις, το δικαίωμα στην απεργία».
«Από την πλευρά των δανειστών, η συμφωνία που υπογράφηκε δεν είναι απλώς ένας κατάλογος υποχρεώσεων αλλά ένα πλαίσιο που επιδιώκουν συνεχώς να διευρύνουν. Επομένως, οι εκβιασμοί και οι συγκρούσεις δεν έληξαν τον Ιούλιο του 2015 αλλά συνεχίζονται».
«Το παράλληλο πρόγραμμά μας χρειάζεται να ξεδιπλωθεί τώρα σε όλο του το εύρος. Αφορά βαθιές αλλαγές στην Παιδεία και την Υγεία, εκδημοκρατισμό του κράτους και της διοίκησης, ριζικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, ώστε να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή, να επιβαρύνονται οι πλούσιοι και να ελαφρυνθούν τα εισοδηματικά κατώτερα και μεσαία στρώματα του πληθυσμού.
Σε αυτό το παράλληλο πρόγραμμα ανήκει ακόμα το δικό μας σχέδιο για την ανάπτυξη και τη γρήγορη καταπολέμηση της ανεργίας, σχέδιο που βρίσκεται στον αντίποδα της καταστροφικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δηλαδή της ασυδοσίας του κεφαλαίου».
Προαναγγελθείσα σύγκρουση
Στο ίδιο κείμενο περιγράφεται ανάγλυφα η σύγκρουση, οι ημέρες που ζούμε σήμερα.
«Η κυβέρνηση εφαρμόζει τη συμφωνία που υπέγραψε αλλά, και πολύ ορθά, απαιτεί από την άλλη πλευρά να υλοποιήσει και τις δικές της δεσμεύσεις. Σήμερα, η εφαρμογή της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους αποτελεί προτεραιότητα για την οποία χρειάζονται συμμαχίες και συνεννοήσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».
Και ειδικότερα για τις εργασιακές σχέσεις:
–«Στο παρόν και το άμεσο μέλλον η κυβέρνηση και το κόμμα μας έχουν να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις εκείνες που, μέσα και έξω από την Ελλάδα, επιδιώκουν να περιοριστούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας. Δεν αρκεί να αποκρούσουμε αυτές τις επιδιώξεις.
Χρειάζεται, πολύ περισσότερο, να ανακτηθούν δικαιώματα, όπως η γενική ισχύς της Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και των κλαδικών συμβάσεων έναντι των συμβάσεων σε επίπεδο επιχείρησης. Αυτό είναι από τα κεντρικά ζητήματα της «δεύτερης αξιολόγησης», η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί γρήγορα και με επιτυχία. Η πάλη για την ανάκτηση τέτοιων δικαιωμάτων δεν περιορίζεται όμως στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Χρειάζεται η ανάπτυξη ενός ρωμαλέου, μαζικού και αυτόνομου συνδικαλιστικού κινήματος κι από τη μεριά της κυβέρνησης στοχευμένη πολιτική για τον έλεγχο της αγοράς εργασίας, ώστε να καταπολεμηθεί η παραβατικότητα, η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία και να επιβληθεί η πλήρης τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Για το κόμμα μας, άλλωστε, η υπεράσπιση της εργασίας είναι αδιαπραγμάτευτος στόχος».
Προσγείωση στη σκληρή πραγματικότηταΗ αλήθεια είναι ότι σήμερα μετά από επτά χρόνια μνημονίων, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος μετά τη συνάντηση με τους κοινωνικούς εταίρους για τη νέα συλλογική σύμβαση, «ούτε οι Συλλογικές Συμβάσεις επανήλθαν ούτε ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, όπως προεκλογικά εξήγγειλε η κυβέρνηση. Ετσι, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της σύμβασης, της νέας Εθνικής Σύμβασης γίνονται στο περιοριστικό περιβάλλον των μνημονιακών νόμων που απαγορεύουν ο κατώτατος μισθός, το ύψος του κατώτατου μισθού, να συνομολογείται από τη ΓΣΕΕ και τις οργανώσεις των εργοδοτών». Από το 2012 μέχρι σήμερα ο νόμιμος κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι στα 586 ευρώ για τους εργαζομένους άνω των 25 ετών και 510 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Ολα αυτά προβληματίζουν, αν δεν εξεγείρουν, κομματικά στελέχη και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με τελευταία αντίδραση την ερώτηση των 33 προς την κυρία Αχτσιόγλου για τα μέτρα που έχει πάρει ώστε να περιορισθεί η ανασφάλιστη εργασία και να καταβληθούν τα δεδουλευμένα σε χιλιάδες απλήρωτους εργαζομένους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που λένε ότι οι φιλελεύθερες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις και η «ζούγκλα» που επικρατεί στην αγορά εργασίας μπορεί να οδηγήσουν σε «melt down», δηλαδή στην «τήξη του πυρήνα», της ιδεολογίας και του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ