Ανήκω στην πρώτη γενιά Ελλήνων και Ελληνίδων που ωφελήθηκαν ιδιαίτερα από την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, μετέπειτα ΕΕ. Η Ευρώπη μάς έδωσε ευκαιρίες για σπουδές, υποτροφίες, σταδιοδρομία. Αρχίσαμε να νιώθουμε την έννοια της πατρίδας διαφορετικά –πιο διευρυμένα. Η ταυτότητά μας άρχισε να γίνεται πιο σύνθετη. Περισσότερο έντονα αισθάνονται οι νεότερες γενιές με αντίστοιχες εμπειρίες. Η Ευρώπη είναι το δεύτερο σπίτι μας.
Το αίσθημα της ικανοποίησης τείνει να δημιουργεί απλοϊκή αισιοδοξία και γραμμική αντίληψη. Λησμονείται εύκολα ότι, όπως κάθε μεγαλεπήβολο εγχείρημα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μια επισφαλής διαδικασία. Μια ένωση χωρών εμπεριέχει την αλληλεγγύη αλλά και σχέσεις ισχύος μεταξύ των μελών της, με τις τριβές που αυτές παράγουν. Η επιτυχία οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάληψη κινδύνων, ρίχνοντας τον σπόρο της δυνητικής αποτυχίας αύριο.
Η εμπειρία της ευρωπαϊκής ενοποίησης μας δίνει τροφή για σκέψη –καταλαβαίνουμε καλύτερα τη σημασία, αλλά και τα όρια, του εγχειρήματος μετά την ανάληψή του. Η ΕΕ διασφάλισε την ειρήνη στην ήπειρό μας, συνέβαλε στην εμπέδωση της ευημερίας και συνεισέφερε στη θεμελίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Στην περίπτωση περιφερειακών χωρών με χρόνιες θεσμικές υστερήσεις, όπως η Ελλάδα, η ΕΕ συνέβαλε σημαντικά στον εκσυγχρονισμό τους και στη θεσμική τους ωρίμαση. Πρόκειται για εξαιρετικής σημασίας επιτεύγματα. Μπορεί οι νεότερες γενιές να τα θεωρούν αυτονόητα (μου κάνει πάντοτε εντύπωση ότι πολλοί νέοι θεωρούν αδιανόητο έναν πόλεμο στην Ευρώπη) αλλά δεν είναι. Τα φιλόδοξα εγχειρήματα ενέχουν πάντοτε μεγάλους κινδύνους.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει τουλάχιστον δύο δομικούς κινδύνους –έναν εγγενή και έναν δικής της κατασκευής. Ο εγγενής κίνδυνος προέρχεται από τις αναπόφευκτες δυσκολίες στην οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η μετάβαση από μια γεωγραφική σε μια πολιτικη-θεσμική και, στη συνέχεια, βιωματική αντίληψη της Ευρώπης είναι γεμάτη εμπόδια. Οχι μόνο γιατί κάθε ευρωπαϊκός λαός διαθέτει τη δική του ιστορική θεσμική τροχιά, γλώσσα και κουλτούρα, αλλά και γιατί η ίδια η δημοκρατία προϋποθέτει έναν «δήμο» –μια πολιτική κοινότητα, με επαρκώς κοινή αντίληψη συμφερόντων και αξιών, η οποία αυτοκατανοείται ως διακριτή από άλλες. Δεν είναι τυχαίο ότι η δημοκρατία ανθεί συνήθως εκεί όπου υφίσταται έθνος-κράτος. «Δήμος» και «έθνος» δεν είναι ταυτόσημες έννοιες αλλά συγκλίνουν επαρκώς στη δημιουργία πολιτικής κοινότητας.
Σήμερα, μπορεί η συνείδηση όσων ζήσαμε σε ευρωπαϊκές χώρες να διευρύνθηκε και η Ευρώπη να βρήκε φωνή στον εν εξελίξει εαυτό μας, για τη μεγάλη μάζα πολιτών όμως το έθνος παραμένει το κύριο σημείο αναφοράς. Στο μέτρο που δεν υφίσταται ευρωπαϊκός «δήμος»-έθνος, δημιουργούνται διαρκώς εντάσεις, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης.
Ο βιόκοσμος του μέσου Ευρωπαίου συγκροτείται από την εμπειρία της μετοχής του σε εθνικούς πολιτικούς θεσμούς και στην κουλτούρα που τους εδραιώνει στη συνείδησή του. Ο αυτοκατανοούμενος «δήμος», υποστηριζόμενος από την εθνική παράδοση, σφυρηλατεί τους απαραίτητους ψυχικούς δεσμούς οι οποίοι διαμορφώνουν το αίσθημα του συνανήκειν, δίχως το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει αυτοκυβερνώμενη πολιτική κοινότητα. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν ανέκαθεν ένα top-down εγχείρημα κοινωνικής μηχανικής των φωτισμένων ελίτ, οι οποίες σκέπτονταν στρατηγικά, έχοντας την εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων. Οι πολίτες έδιναν τη συγκατάθεσή τους στο μέτρο που εμπιστεύονταν τις ελίτ και δεν ένιωθαν ότι απειλούνται (από την οικονομική κρίση και τη μαζική μετανάστευση). Οι προϋποθέσεις αυτές δεν υφίστανται σήμερα, εξ ου και η παρούσα δυσανεξία. Σε συνθήκες κρίσης, οι πολίτες αναζητούν καταφύγιο στην οικειότητα-βεβαιότητα της εθνικής παράδοσης. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα θεωρείται απόμακρο· του ανατίθεται βολικά ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου.
Οι λαϊκιστές πολιτικοί εξάπτουν την εγγενή αντίθεση μεταξύ, αφενός, του βιωμένου λαϊκού αισθήματος το οποίο έχει ρίζες στο έθνος-κράτος και, αφετέρου, της κοινωνικής μηχανικής των ευρωπαϊστών η οποία εδραιώνεται σε οικονομικές-γεωπολιτικές στοχεύσεις και, στην ακραία της μορφή, στην ουτοπική επιδίωξη του φεντεραλισμού. Από την άλλη μεριά, όσο περισσότερο η ευρωπαϊκή ενοποίηση ελαύνεται από ουτοπικά ιδεώδη –την ανιστόρητη αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα θα υπερτερήσει της εθνικής ή ότι ακόμη και χώρες όπως η Τουρκία είναι ευπρόσδεκτες –τόσο θα αποξενώνεται από το λαϊκό αίσθημα και θα μειώνεται η νομιμοποίησή της. Ο ευρωπαϊσμός, για να είναι βιώσιμος, πρέπει να είναι πραγματιστικός. Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων είναι επιβεβλημένη –«όσοι θέλουν πολλά, κάνουν πολλά».
Ο δεύτερος κίνδυνος προέρχεται από τη δημιουργία τής (στρεβλής) ευρωζώνης –το μεγαλύτερο λάθος της ευρωπαϊστικής ελίτ. Το ευρώ, ένα κοινό νόμισμα οικονομικά και θεσμικά ανομοιογενών χωρών, το οποίο δεν υποστηρίζεται από κοινή οικονομική πολιτική και διακυβέρνηση, έχει μεταβάλει τη φύση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ενώ η ευρωπαϊκή ενοποίηση εδράζεται στην ισότιμη συμμετοχή χωρών, η ευρωζώνη αναδεικνύει τις αναπόφευκτες σχέσεις ισχύος μεταξύ των μελών της. Ο πολιτικός αυτοκαθορισμός διαβρώνεται από τον οικονομικό ετεροκαθορισμό.
Οι οικονομικά αδύναμες χώρες που προσφεύγουν στον δανεισμό γίνονται αποδέκτες λιτότητας και ταπεινωτικών εντολών εκ μέρους των δανειστών, γεγονός που μετατρέπει τις πρώτες σε επαίτες και τους δεύτερους σε τιμωρούς. Στην ευρωζώνη δεν υπάρχει ισοτιμία –όποιος κρατά το πουγκί θέτει τους όρους. Η ελληνική κρίση, λ.χ., αντιμετωπίσθηκε αρχικά όχι τόσο με κριτήρια βιώσιμης διάσωσης της χώρας όσο με βάση το συμφέρον των γερμανικών και των γαλλικών τραπεζών. Ηταν αναπόφευκτο: ο ισχυρός επιβάλλει τα συμφέροντά του, όταν μάλιστα ο «άλλος» δεν ανήκει στη δική του πολιτική κοινότητα. Αυτή όμως η εξέλιξη υπογραμμίζει ότι το ιδεώδες της ΕΕ ως ένωση πολιτικά ισότιμων χωρών έχει αποκτήσει όψεις μια οιονεί αποικιακής πραγματικότητας. Η κρίση του ευρώ αμαυρώνει τη λάμψη της ΕΕ και μειώνει τη θελκτική της δύναμη.
Εξήντα χρόνια μετά τη σύλληψή της, η ευρωπαϊκή ενοποίηση παραμένει ένα ευγενές ιδεώδες. Για να προχωρήσει, όμως, χρειάζονται τρία πράγματα: πραγματισμός, αλληλεγγύη, και ηγεσία. Η κοινωνική μηχανική της ευρωπαϊστικής ελίτ θα κερδίζει τη λαϊκή νομιμοποίηση όσο περισσότερο απαλλάσσεται από τις ουτοπικές επιδιώξεις της. Δίχως δοτική αλληλεγγύη, ιδιαίτερα του ισχυρότερου προς τον αδύναμο, του προνομιούχου προς τον ευάλωτο, η ευρωζώνη δεν είναι βιώσιμη και η αποτελεσματική αντιμετώπιση κολοσσιαίων προβλημάτων, όπως το μεταναστευτικό, αδύνατη. Χωρίς υπεύθυνη ηγεσία, ιδιαίτερα εκ μέρους των ισχυρών, οι οποίοι θα αναλάβουν πρωτοβουλίες με όραμα, μακροχρόνια στόχευση και λελογισμένη αυταπάρνηση, το καράβι δεν θα κυβερνηθεί με ασφάλεια. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, όλα είναι ανοιχτά. Η πολιτική δεν τελείωσε, η Ιστορία συνεχίζεται.
Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick, συγγραφέας των βιβλίων «Η Τραγωδία των Κοινών» (Ικαρος) και «Αν ο Αριστοτέλης ήταν Διευθύνων Σύμβουλος» (Καστανιώτης).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ