Μάχη σε τρία διαφορετικά μέτωπα δίνει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προκειμένου να διασφαλίσει όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες από τη μείωση του αφορολογήτου και την κατάργηση των φοροαπαλλαγών που ζητούν οι δανειστές να ισχύσουν από την 1η Ιανουαρίου 2019 αν όχι νωρίτερα.
Στις συναντήσεις που έγιναν μέσα στην εβδομάδα στις Βρυξέλλες μεταξύ του υπουργού Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτου και των εκπροσώπων των δανειστών ξεκαθάρισε ότι το αφορολόγητο θα πέσει στα επίπεδα των 6.000 ευρώ με μικρές διαφοροποιήσεις για τις οικογένειες με ένα παιδί, δύο παιδιά, τρία παιδιά ή και παραπάνω.
Από την άλλη, η κυβέρνηση διά στόματος του αρμόδιου υπουργού διεκδικεί δύο – τρία αντίμετρα στο σκέλος της φορολογίας που εκτιμά ότι έτσι θα καλύψει μέρος έστω της χασούρας μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών από τη νέα μείωση του αφορολογήτου.
Ζητεί η ελληνική πλευρά ο ΕΝΦΙΑ να μειωθεί από το 2019 και μετά έως και 35% με ιδιαίτερη μέριμνα για νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και μικρομεσαίες περιουσίες (αντικειμενική αξία ακινήτων έως 200.000 ευρώ). Παράλληλα διεκδικεί και μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, κυρίως στην εστίαση που έχει εκτιναχθεί στο 24% αλλά και σε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Επιλεκτικές αλλαγές
Οι δανειστές φαίνεται ότι δεν δέχονται τις μεγάλες μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ και των συντελεστών του ΦΠΑ. Εκτιμούν ότι οι όποιες αλλαγές γίνουν σε αυτούς τους δύο φορολογικούς τομείς θα πρέπει να είναι επιλεκτικές και σε καμία περίπτωση να μην επιφέρουν τόσο μεγάλες μειώσεις.
Από την άλλη, η ελληνική πλευρά προτείνει και κάτι άλλο που αν περάσει τελικά θα υπάρχει μια μικρή ελάφρυνση στη φορολογία εισοδήματος η οποία ωστόσο δεν θα μπορέσει να καλύψει σε καμία περίπτωση τη μεγάλη μείωση του αφορολογήτου.
Ο κ. Τσακαλώτος και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχουν επεξεργαστεί σενάρια μείωσης των φορολογικών συντελεστών παράλληλα με τη μείωση του αφορολογήτου σε μια προσπάθεια τελικά οι επιβαρύνσεις να μετριασθούν.
Και σε αυτό το μέτωπο όμως δεν φαίνεται να υπάρχει λευκός καπνός καθώς οι δανειστές είναι κάθετοι: μειώστε αφορολόγητο, αυξήστε τα έσοδα και βλέπουμε για από εκεί πέρα τι θα γίνει με τις υπόλοιπες φορολογικές ανατροπές.
Παράγοντας που βρίσκεται κοντά στους υπουργούς που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες δήλωνε ότι μέχρι στιγμής οι δανειστές έχουν δεχθεί ως αντίμετρα μόνο τα προγράμματα κατά της φτώχειας για τα παιδιά, τους παιδικούς σταθμούς όπως άλλωστε αποκάλυψε «Το Βήμα της Κυριακής» και την επιδότηση ενοικίου με αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Για τα καυτά θέματα των φορολογικών επιβαρύνσεων δεν άνοιγαν τα χαρτιά τους.
Εφόσον το αφορολόγητο πέσει στις 6.000 ευρώ τότε οι άγαμοι και έγγαμοι χωρίς παιδιά θα διαπιστώσουν μια πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση που θα ξεκινάει από τα 220 ευρώ ετησίως και θα φθάνει τα 580 ευρώ ετησίως.
Αν πρόκειται για οικογένειες με ένα παιδί τότε είναι πιθανόν, όπως αποκάλυψε «Το Βήμα της Κυριακής» την περασμένη εβδομάδα, το αφορολόγητο να είναι λίγο υψηλότερα, στα επίπεδα των 6.300 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι ο πρόσθετος ετήσιος φόρος ανάλογα με το εισόδημα θα είναι από 154 ευρώ έως 564 ευρώ, ενώ αν πρόκειται για οικογένεια με δύο παιδιά τότε ο πρόσθετος φόρος θα κυμανθεί από 88 έως 548 ευρώ.
Επίσης, οι δανειστές ζητούν να καταργηθεί η έκπτωση 1,5% λόγω μηνιαίας παρακράτησης του φόρου μισθωτών υπηρεσιών καθώς επίσης και όποιες φοροαπαλλαγές έχουν απομείνει.
Ενα από τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς ότι δεν χρειάζεται να υπάρξουν σημαντικές μειώσεις στο αφορολόγητο και στις φοροεκπτώσεις είναι το γεγονός ότι αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο η χρήση του πλαστικού χρήματος και κατά συνέπεια θα υπάρξουν πολλαπλά οφέλη στην περιστολή της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, πλέον το 68% των Ελλήνων χρησιμοποιεί πλαστικό χρήμα ενώ τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης καρτών εντοπίζονται στους άνδρες (ποσοστό 70%) έναντι 65% των γυναικών και στις ηλικιακές ομάδες 35-44 ετών (70%), 45-54 (77%) και 55-64 ετών (72%).
Από την άλλη, οι δανειστές επισημαίνουν ότι κάθε μήνα αυξάνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη της Εφορίας και ότι αυτή τη στιγμή 4.173.206 πολίτες οφείλουν στο κράτος 93,4 δισ. ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ