Πρωινό Σαββάτου. Ο ανοιξιάτικος καιρός μας είναι ιδανικός για μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Ακολουθούμε έναν ιδιαίτερο περίπατο, αναζητώντας «γερμανικά σημάδια» στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, με τη βοήθεια του Γερμανικού Ινστιτούτου Goethe και μιας πρωτότυπης ηλεκτρονικής εφαρμογής με τίτλο «Γερμανικά Ιχνη». Ξεναγός μας ο κ. Νίκος Βατόπουλος, ο οποίος μας εξηγεί ότι τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της Αθήνας έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τα κτίρια του Ερνέστου Τσίλλερ. Ομως δεν είναι τα μόνα γερμανικά ίχνη στον αστικό ιστό. Στη βόλτα μας ανακαλύψαμε κι άλλα κτίρια γερμανών αρχιτεκτόνων.
Η οδός Πανεπιστημίου σφύζει από ζωή την ώρα που φτάνουμε στον πρώτο μας σταθμό, τον Καθολικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε από τον Λύσανδρο Καφταντζόγλου, αν και αρχικά είχε ανατεθεί αυτοπροσώπως από τον Οθωνα στον γνωστό Γερμανό Λέο φον Κλέντσε. Η ανέγερσή του στο κέντρο της πόλης συνδέθηκε άμεσα με το θρήσκευμα του πρώτου βασιλιά της Ελλάδος, καθιστώντας τον σημείο συνάντησης για τους καθολικούς όλης της χώρας. Τα φιλόδοξα αρχιτεκτονικά σχέδια προέβλεπαν την οικοδόμηση τριών «ακαδημαϊκών» κτιρίων στην οδό Πανεπιστημίου (Ακαδημία, Προπύλαια, Εθνική Βιβλιοθήκη).
Η επονομαζόμενη «αθηναϊκή τριλογία» ολοκληρώθηκε με διαφορά εξήντα ετών ανάμεσα στα κτίρια (πρώτο εγκαινιάστηκε το κτίριο των Προπυλαίων με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837) και έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην πανεπιστημιακή ζωή της χώρας. Αρχιτέκτονάς τους ήταν ο Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, ενώ το κτίριο της Ακαδημίας ήταν εξ ολοκλήρου δωρεά του Σίμωνα Σίνα. Η «τοιχογραφία Οθωνα», που απεικονίζει τον πρώτο βασιλιά της χώρας, ώριμο και με αρχαιολογική ενδυμασία, περιστοιχισμένο από τις Επιστήμες, προστέθηκε μεταγενέστερα στη ζωφόρο των Προπυλαίων, όταν βασιλιάς πλέον της Ελλάδας ήταν ο Γεώργιος Α’.
Τον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους, η «καλή» κοινωνία της Αθήνας συγκεντρωνόταν στην περιοχή κάτω από τα παλαιά τείχη της πόλης, δηλαδή κάτω από το ύψος της Βασιλίσσης Σοφίας. Από τα Προπύλαια μέχρι την πλατεία Ομονοίας έκαναν την εμφάνισή τους πλήθος νεοκλασικά κτίρια, επηρεασμένα από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Το κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, συγκεντρώνει τις υπογραφές τριών μεγάλων προσωπικοτήτων της αρχιτεκτονικής, του Τσίλλερ, του Βίλχελμ Ντέρπφελντ και του Ερρίκου Σλήμαν. Η ανέγερση του μεγάρου χρηματοδοτήθηκε από τον ανασκαφέα της Τροίας και των Μυκηνών, Σλήμαν, ενώ από το 1899 βρίσκεται στην ιδιοκτησία του γερμανικού κράτους.


Στη γερμανική Κατοχή

Ταξιδεύοντας στον χρόνο, αφήνουμε για λίγο πίσω μας τον 19ο αιώνα και προσγειωνόμαστε στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, και πιο συγκεκριμένα στον αριθμό 64 της οδού Πανεπιστημίου. Εκεί βρισκόταν το «Καζίνο Μαυροκέφαλου», το μεγαλύτερο καζίνο της κατεχόμενης Αθήνας. Εκτός από κέντρο τυχερών παιγνίων, υπήρξε και κέντρο «ανταλλαγής» πληροφοριών, όπου Γερμανοί και έλληνες καταδότες συναντιόνταν. Η ύπαρξή του, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κέντρα διασκέδασης, ήταν χαρακτηριστικά στοιχεία της έντονης κατασκοπευτικής δραστηριότητας της Αθήνας.
«Επόμενος σταθμός η πλατεία Ομονοίας». Αυτή τη φράση ακούν όσοι επιβάτες επιλέγουν να μετακινηθούν με το τρένο προς την Ομόνοια τα τελευταία 100 χρόνια, οπότε και ολοκληρώθηκε ο υπόγειος σιδηρόδρομος στην πλατεία. Αποτελώντας τον ομφαλό της Αθήνας, ήδη από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ελληνικού κράτους, η πλατεία άλλαξε πολλές φορές μορφή. Επί Οθωνα, οι ψηλοί φοίνικες αποτελούσαν χαρακτηριστικό γνώρισμά της, ενώ τη δεκαετία του 1920 αλλάζει και πάλι. Η σχεδόν στρογγυλή πλατεία, περιστοιχίζεται τον 19ο αιώνα από πλήθος ξενοδοχείων. Ξένοι τουρίστες αναφέρουν σε δημοσιεύματα της εποχής ότι η ελληνική πρωτεύουσα μεταμορφώνεται κατά την περίοδο 1860-1890. Από τότε μέχρι σήμερα επιβιώνουν ακόμη το ξενοδοχείο Μπάγκειον και το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, τα δίδυμα κτίρια που οικοδομήθηκαν βάσει σχεδίων του Τσίλλερ τον 19ο αιώνα. Στη θέση του πρώτου υπήρχε παλαιότερα η οικογενειακή οικεία του Χαρίλαου Τρικούπη. Τα δύο ξενοδοχεία εισάγουν το νέο στοιχείο του κεντρικού υαλοσκεπούς αιθρίου, πέριξ του οποίου αρθρώνονται το κτίριο και οι λειτουργίες του. Οι βαθυκόκκινες ορθογώνιες επιφάνειες μεταξύ των ανοιγμάτων αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρχιτεκτονικής του Τσίλλερ.
Λίγο πιο δίπλα, η πλατεία Λουδοβίκου, σημερινή πλατεία Κοτζιά, αποτέλεσε από νωρίς το κέντρο της πόλης των Αθηνών, καθώς εκεί κτίστηκε το δημαρχείο. Αντιπροσωπευτικό έργο του Τσίλλερ είναι το Μέγαρο Μελά, που αποτελούσε το μεγαλύτερο αθηναϊκό ιδιωτικό οικοδόμημα το 1874. Είναι αμφίβολο αν λειτούργησε ποτέ ως ξενοδοχείο (με την ονομασία Grand Hotel d’ Athenes), ενώ το 1881 φιλοξενεί το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Σήμερα, σύμβολο της οικονομικής ελευθερίας της εποχής, φιλοξενεί υπηρεσίες της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Οποιος είχε επισκεφθεί την πλατεία πριν από το 1939, θα μπορούσε να θαυμάσει το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, που συνδέθηκε για πολλές δεκαετίες με τη μουσική παιδεία των Αθηναίων.
Κατευθυνόμενοι προς την οδό Σταδίου, το Νέο Αρσάκειο μαγνητίζει μέχρι σήμερα τα βλέμματα. Το 1907, ο Τσίλλερ αναλαμβάνει την αναμόρφωση του κτιρίου, παρ’ όλο που είχε οικοδομηθεί από τον Κωνσταντίνο Μαρούδη. Παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στην Αθήνα την έννοια της μεγάλης κλίμακας, ο αρχιτέκτονας εντυπωσιάζει με τους νεομπαρόκ πυργοειδείς τρούλους και τη γυάλινη στέγη επί της στοάς του συγκροτήματος. Οι στοές αποτελούσαν έναν δημοφιλή τρόπο «επικοινωνίας» των δρόμων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.


Στην πλατεία Κοραή

Φτάνοντας στην πλατεία Κοραή στα αριστερά μας βλέπουμε τα Προπύλαια, ενώ μπροστά μας ορθώνεται το Μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής. Στα δεξιά, η πλατεία Κλαυθμώνος με την Οικία Δεκόζη-Βούρου, που φιλοξένησε το πρώτο βασιλικό ζεύγος της χώρας, σχεδιασμένη από τους Γιόζεφ Χόφερ και Γκούσταφ Αντολφ. Σε απόσταση μόνο λίγων μέτρων, τα επιβλητικά αυτά κτίρια επιχείρησαν να μεταμορφώσουν την Αθήνα σε μια πόλη δυτικού τύπου. Το Μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, κτισμένο βάσει σχεδίων των Λυκούδη, Αξελού και Κριεζή, ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου το 1938. Θεωρήθηκε τόσο πρωτοπόρο για την εποχή του, που εντυπωσίασε ακόμη και τους γερμανούς κατακτητές. Ετσι, επιτάχθηκε, προκειμένου να στεγαστεί η τοπική διοίκηση της Στρατοχωροφυλακής, που έμεινε γνωστή ως «Κομανταντούρα».
Περπατώντας στην οδό Πανεπιστήμιου, διαπιστώνουμε ότι η μερική ανάταση της οικονομίας, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, οδηγεί σε μεγαλύτερης έκτασης έργα. Ενα από αυτά, το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που άρχισε να κτίζεται το 1928. Οταν ολοκληρώθηκε, κάλυπτε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο, προσφέροντας χώρους για πλούσια εμπορική και κοινωνική δραστηριότητα. Λόγω του μεγέθους του, αποτελούσε το εμβληματικότερο σημείο της παρουσίας των γερμανικών δυνάμεων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, καθώς επιλέχθηκε για να στεγάσει τα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια του κατοχικού στρατιωτικού μηχανισμού. Στο ισόγειό του εγκαινιάστηκε το 1940 το θρυλικό Καφέ Ζόναρς, την ίδια ημέρα με τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Ελλη» στο λιμάνι της Τήνου.
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το Ιλίου Μέλαθρον, το διασημότερο από τα έργα του Τσίλλερ, που οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1878-1880. Το πλουσιότερο ιδιωτικό μέγαρο της εποχής στην Αθήνα, ανεγέρθηκε για λογαριασμό του Ερρίκου Σλήμαν. Η εντυπωσιακή μαρμάρινη σκάλα στην κύρια είσοδο και η πλούσια ζωγραφική διακόσμηση του εσωτερικού χώρου, έργο του Γιούρι Σούμπιτς, αποτελούν δύο χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Τσίλλερ. Η περίτεχνη σβάστικά στα κάγκελα τις αυλής, πολύ προγενέστερη της ναζιστικής, θεωρούταν σύμβολο καλής τύχης και επιτυχίας. Σήμερα, στεγάζεται εκεί το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Η αναζήτηση «γερμανικών ιχνών» στις γειτονιές της Αθήνας συνεχίζεται και κατευθυνόμαστε στο πρώην βασιλικό ανάκτορο, τη Βουλή των Ελλήνων. Οταν το πρώτο βασιλικό ζεύγος αφίχθη στην Αθήνα, η ανάγκη εύρεσης μιας κατάλληλης κατοικίας έγινε επιτακτική. Η οικία Δεκόζη-Βούρου θεωρήθηκε η καλύτερη προσωρινή λύση. Με την ολοκλήρωση των ανακτόρων, το βασιλικό ζεύγος μετακόμισε στη νέα του οικία στις 25 Ιουλίου/6 Αυγούστου 1843. Κοινή ελπίδα όλων ήταν πως η μετακόμιση θα σηματοδοτούσε την έλευση ενός διάδοχου από την Αμαλία.
Το 1909, ύστερα από μια καταστροφική πυρκαγιά, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και της δυτικής. Το κτίριο παρέμεινε αναξιοποίητο μέχρι το 1930, οπότε αποφάσισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος να μεταφέρει εκεί τη Βουλή και τη Γερουσία. Μετά από πέντε χρόνια εντατικών εργασιών, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, εγκαινιάστηκε το νέο κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1935.
Ανηφορίζοντας στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η εικόνα που αντικρίζουμε θα ήταν σίγουρα διαφορετική τον 19ο αιώνα, καθώς μέχρι τότε η περιοχή παρέμενε ανοικοδόμητη, προοριζόμενη για ανέγερση υπουργείων στο μέλλον. Το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο εγκαταλείφθηκε γρήγορα ελλείψει πόρων, και στα τέλη του αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα αρχοντικά. Ενα από αυτά ήταν το Μέγαρο Νικολάου Ψύχα που σήμερα στεγάζει την αιγυπτιακή πρεσβεία. Οικοδομήθηκε το 1885, βάσει σχεδίων του Τσίλλερ, και φέρει πολλά κοινά στοιχεία με το Petit Palais, που βρίσκεται λίγο πιο πάνω και φιλοξενεί την ιταλική πρεσβεία.
Η ιστορική περιπλάνηση στην πόλη τελειώνει έξω από το Μέγαρο Δεληγεώργη, στις οδούς Ακαδημία και Κανάρη. Το κτίριο κτίστηκε το 1890 για λογαριασμό του Λεωνίδα Δεληγεώργη και αποτελεί ένα επιβλητικό έργο της ώριμης περιόδου του Τσίλλερ. Μεταπολεμικά φιλοξένησε το Μικρό θέατρο Τσέπης αλλά και την Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Το 2009 ξεκίνησε η ανακαίνισή του, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1997.

HeliosPlus