Από το γραφείο του, στο Βίλατζ, ο Σίλβερς, Μπομπ για τους φίλους, διηύθυνε την επιθεώρηση που ίδρυσε με τον ενθουσιασμό του πιονιέρου, παραγγέλνοντας και διορθώνοντας άρθρα και κριτικές, με τακτ, χιούμορ και με μια απίστευτη λογοτεχνική και φιλολογική περιέργεια. Το 2011 έβαλε βηματοδότη κι ενώ όλοι περίμεναν να φύγει –μάλιστα γινόταν συζήτηση και για τους διαδόχους του –αυτός όχι μόνο ήταν εκεί κάθε μέρα αλλά πολλές φορές κοιμόταν και στο γραφείο.
Ευρηματικός εκδότης, ο Ρόμπερτ Σίλβερς δεν δίσταζε να στείλει για λογαριασμό της επιθεώρησής του τη Μαίρη Μακ Κάρθι στο Βιετνάμ, τη Σούζαν Σόνταγκ στο Σαράγεβο, τον Νάιπολ στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών στο Τέξας, το 1988. Στις σελίδες του «New York Review of Books» είχε δημοσιευθεί ένα καταπληκτικό άρθρο του αμερικανού παραιτηθέντος διπλωμάτη Μπρέιντι Κίσλινγκ, που υπηρετούσε στην πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα, για τον θρυλούμενο αντιαμερικανισμό των Ελλήνων και για την Αθήνα, τόσο διαφορετικό από τις πέραν του Ατλαντικού παραδεδεγμένες ιδέες. Πώς δημιουργήθηκε αυτή η επιθεώρηση και τι σχέση έχει η visibility; Το είχε εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Ρόμπερτ Σίλβερς. Απογοητευμένος από τη μετριότητα της κριτικής του βιβλίου στη χώρα του, σκεφτόταν ότι κάτι θα μπορούσε να κάνει. Η ευκαιρία τού δόθηκε τον χειμώνα του 1963, όταν η μεγάλη απεργία του νεοϋορκέζικου Τύπου στέρησε τους εκδότες από τον χώρο προβολής και παρουσίασης των βιβλίων τους. Του τηλεφώνησε τότε ο φίλος του Τζέισον Επστάιν, εκδότης στο Random House, λέγοντάς του ότι ήταν ευκαιρία –μέσα στο απόλυτο κενό –να δημιουργήσει μια επιθεώρηση. Και εγένετο «The New York Review of Books».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ