Πέρασαν πολλές δεκαετίες έως ότου εντάξω στα αυτονόητα της ελληνικής διανόησης τον Barthes και τον Foucault. Αυτό άρχισα να κάνω και με το θέατρο, εδώ, στα πολιτιστικά του «Βήματος», επειδή, όταν η πολιτική έχει αποσυρθεί στο κακό θέατρο, δεν βλέπω άλλον τρόπο να γράψει κανείς πολιτικά. Και, εφόσον η αναγέννηση του θεάτρου περνάει από ένα είδος μετεκπαίδευσης των οργάνων, έχω βαλθεί πεισματικά να εκπαιδεύσω το όργανο που παραμένει ανεπίδεκτο μαθήσεως: τη διάκριση και την ευφυΐα.
Το θέατρο οφείλει να γίνει ο εκπαιδευτής και όχι ο ισοπεδωτής του καλού γούστου, διότι η έκπτωση του θεάτρου στο κοινότοπο που βλέπουμε συνήθως (από τη Νίκη του Χωμενίδη επί σκηνής έως το Πόθοι κάτω από τις λεύκες στην κεντρική σκηνή του Εθνικού), συμβαίνει επειδή η σκηνή παραμένει το θεολογείο ενός νεκρού θεού που οι παράγοντες του θεάτρου πασχίζουν να τον αναστήσουν.
Αυτή η ανυπόφορη παραστατική δομή μιας κοινωνίας (του θεάματος), που εκπροσωπείται συνήθως από «κολλημένους» ανθρώπους, προσφέρει ένα θέαμα-δώρο των ηδονοβλεπτικών τάσεων όλων των παραγόντων που προανέφερα.
Η σκηνή ως μέγιστη ψευδαίσθηση πρέπει να τους δείξει αυτό το οποίο οφείλουμε να καταστρέψουμε: τις ψευδαισθήσεις της χαραμάδας, δηλαδή τη μίμηση της ζωής και όχι τη μίμηση μιας υπερβατικής αρχής, ως παράσταση της υπέρβασης και κυρίως ως υπέρβαση της παράστασης.
Γίνεται; Θα γίνει όχι αν «το ψάξουμε» στις θεατρολογικές σχολές των Πανεπιστημίων μας, αλλά όταν «αυτό» αναπότρεπτα συμβεί.
Ενα άλλο πεδίο αναφοράς πρέπει να εμφανιστεί. Οχι ένας άλλος τρόπος απόδοσης της παράστασης αλλά ένα άλλο «πεδίο» εφόσον «η σκηνή δεν παριστάνει πλέον» (Αρτώ).
Το ξέρω ότι «αυτό» συνιστά μια έκφραση του ανέκφραστου, που δεν υπάρχει για να εκφραστεί. Αυτού του «τίποτα», που, παρά ταύτα, έχει την υποχρέωση να εκφραστεί, όπως επιμένει ο Beckett, σε αυτή τη διαπλοκή «είναι» και «μη-είναι», καθιστώντας την ίδια την ουσία του ανθρώπου «άμορφη, χαοτική, αινιγματική». Γιατί αν θα υπάρξει «αυτό», θα μορφοποιηθεί μέσω της τέχνης, όπως μέσω της τέχνης θα διαλυθεί.
Πίσω από την ψυχαγωγία, που υπόσχεται το θέατρο στους μικροαστούς, υπάρχει η τρέλα του θεάτρου. Αλλιώς, λογικά, ας κατεβάσουμε στο κινητό μας το snapchat για να διασφαλίσει την ηλιθιότητα του Διαδικτύου, χωρίς να αφήνει ίχνη –υποτίθεται για να προστατεύει την ιδιωτικότητα της βλακείας.
Η πιο μεστή στιγμή όταν πάω στο θέατρο, είναι η ησυχία της σκηνής πριν αρχίσει η παράσταση. Κάποτε ακούω τους παλιούς δάσκαλους που είδα νέος και πείθομαι γι’ αυτό που λέει ο Bergman στο Μετά την πρόβα: «Οι νεκροί εδώ, δεν είναι νεκροί και οι ζωντανοί μοιάζουν με φαντάσματα».
Αυτός λοιπόν ο Βασίλι Μπρεχουνώφ από το διήγημα του Τolstoy Αφέντης και δούλος (Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου), πoυ πίστεψε πως «δεν γίνεται να πεθάνει», επειδή χάθηκε με τον υπηρέτη του Νικήτα στη χιονοθύελλα, παρότι ξαπλώνει πάνω στον παγωμένο Νικήτα να τον ζεστάνει, δεν προβιβάζεται ηθικά. Ξάπλωσε πάνω στον Νικήτα, γράφει στο Χώρο της λογοτεχνίας ο Blanchot, για να μην πεθάνει μόνος λες και θα ανέθετε τον θάνατο στον υπηρέτη.
Οπως έζησε έτσι και πέθανε, συμφεροντολογικά. Δεν κατάλαβε έστω και την τελευταία στιγμή πως ο άνθρωπος πεθαίνει μόνος επειδή δεν πεθαίνει τώρα αλλά στο μέλλον και επειδή στο πρόσωπό του πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι. Αυτός ο δαιμονικός ηθοποιός Δημήτρης Λιγνάδης, που καίγεται και δεν καίγεται σαν καιόμενη βάτος, ξαπλώνοντας πάνω στον Νικήτα του Γιώργου Νανούρη, ήταν σαν να ξάπλωσε πάνω στο ρεαλιστικό θέατρο που επιμένει να επιβιώνει. Αυτή είναι και η μόνη μου ένσταση για τον ποιητικό ρεαλισμό της παράστασης (πλαστικά χιόνια, ανεμιστήρες, καπνοί) διότι πιστεύω πως αν οι δύο καλοί ηθοποιοί συνέχιζαν το μέσα-έξω της αφήγησης, όπως στην αρχή, τότε δεν θα βλέπαμε αυτό που ακούγαμε, ούτε θα ακούγαμε αυτό που βλέπαμε, αλλά μια άλλη δύναμη θα επενεργούσε ώστε να συνέπλεκε τις ορατότητες με το ακρόαμα.

Αυτή είναι άλλωστε και η δύναμη του μυθιστορήματος σε σχέση με το θέατρο, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Thomas Mann: το θέατρο είναι η τέχνη όσων «έχουν τη συνήθεια να μπερδεύουν την πράξη με τον χαρακτήρα, να θαυμάζουν σαν χαζοί τη μοίρα των άλλων και να λογαριάζουν το προϊόν της τεμπελιάς τους ως εγωιστικό πνεύμα για τον Ανθρωπο» (Δοκίμιο για το Θέατρο).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ