Καρίμ Αμελάλ
Μπλε άσπρο μαύρο Μτφρ. Μιχάλης Μητσός
Εκδόσεις Πόλις, 2017, σελ. 448, τιμή 16 ευρώ
Ο Καρίμ Αμελάλ θα βρεθεί στην Αθήνα για μια συζήτηση με τον μεταφραστή Μιχάλη Μητσό και τους Δημήτρη Αντωνίου, Veronique Briand και Κωστή Παπαϊωάννου την Τρίτη 28 Μαρτίου στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» (Ακαδημίας 32).
Το ντιμπέιτ της 20ής Μαρτίου δεν άλλαξε τη δυναμική της προεκλογικής εκστρατείας. Αν κάποια εξέλιξη της τελευταίας στιγμής δεν αλλάξει ριζικά το πολιτικό τοπίο, όπως ήδη έγινε μία φορά με την απαξίωση του Φρανσουά Φιγιόν στο φως του «Penelopegate», οι γαλλικές προεδρικές εκλογές θα φέρουν τον Μάιο στο ανώτατο αξίωμα τον κεντρώο, ανεξάρτητο υποψήφιο Εμανουέλ Μακρόν. Αν όχι, ο Καρίμ Αμελάλ έχει ήδη φανταστεί για εμάς ένα πιθανό μέλλον: στο «Μπλε άσπρο μαύρο» (εκδ. Πόλις) του 39χρονου γαλλοαλγερινού συγγραφέα η Μιρέιγ Λεφέκ, χαρακτήρας που ευθέως παραπέμπει στη Μαρίν Λεπέν, κερδίζει και μετατρέπει άμεσα τη Γαλλία σε ένα κράτος πολιτισμικών, θρησκευτικών, σεξουαλικών διακρίσεων. Οι αποικιακής καταγωγής γάλλοι πολίτες περιορίζονται στις συνοικίες τους φρουρούμενοι από δυνάμεις ασφαλείας, πολιτοφυλακές στοχοποιούν μουσουλμάνους και αντιφρονούντες, ένοπλοι θύλακες αντίστασης υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών οργανώνονται, η χώρα προχωρεί πλησίστια προς έναν εμφύλιο διχασμό. Ο Καρίμ Αμελάλ δεν είναι τόσο απαισιόδοξος όσο δείχνει σε αυτό το ταχύρρυθμο, γοητευτικό, προκλητικό διανοητικά πολιτικό μυθιστόρημα. Αλλά μας εξηγεί εμφατικά ότι μέσα στη μελλοντική δυστοπία του υπάρχουν ικανά ψήγματα του γαλλικού παρόντος.
Η ήττα του Γκέερτ Βίλντερς είναι ένα καλό νέο μετά από καιρό, αλλά ήδη κάποιοι σπεύδουν να προδιαγράψουν το «τέλος του λαϊκισμού».
«Καλά τα νέα από την Ολλανδία, αλλά όχι, δεν είναι το τέλος του λαϊκισμού. Ο Γκέερτ Βίλντερς βρίσκεται προ των πυλών της εξουσίας ως επικεφαλής του δεύτερου σε ισχύ κόμματος της χώρας. Ο λαϊκισμός βρίσκεται πολύ ψηλά σε σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, στη Δανία, στη Σουηδία, στην Αυστρία, στη Γαλλία. Οι αιτίες της εξάπλωσής του δεν θα εξαφανιστούν σύντομα: αυξανόμενες ανισότητες, αδύναμη ανάπτυξη, μεταναστευτική κρίση, τρομοκρατική απειλή, απαξίωση των παλιών, παραδοσιακών κομμάτων. Η νίκη του Τραμπ και το Brexit υπογραμμίζουν αυτή τη δυναμική και σχεδόν όλα τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης ταξιδεύουν πάνω στο κύμα της. Η Μαρίν Λεπέν είναι πρώτη στις δημοσκοπήσεις, φτάνει σχεδόν το 33%. Το ότι θα περάσει στον δεύτερο γύρο είναι η μόνη βεβαιότητα σε αυτές τις επικίνδυνες εκλογές. Ειλικρινά, δεν βλέπω λόγο αισιοδοξίας!».
Και μετά το 2017 υπάρχει πάντα το 2022…
«Και να χάσει η Λεπέν εφέτος, το παιχνίδι δεν έχει τελειώσει. Θα ισχυροποιήσει τη θέση της, θα κερδίσει βουλευτές στις βουλευτικές εκλογές, θα είναι ξανά υποψήφια το 2022. Οι Λεπέν, εκείνη και ο πατέρας της, έχουν κερδίσει ήδη τη μάχη των ιδεών. Αυτό είναι το σημαντικότερο, αυτό προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο μου: πως σταδιακά οι ιδέες της Aκρας Δεξιάς διαχύθηκαν σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, ακόμη και στην ελίτ. Η ταυτότητα βρίσκεται στον πυρήνα του διαλόγου των διανοουμένων εδώ και χρόνια, θυμηθείτε τον διάλογο περί «εθνικής ταυτότητας» για τον οποίο μιλούσε ο Σαρκοζί στην αρχή της θητείας του, το Ισλάμ έχει αναγορευθεί σε υπ’ αριθμόν 1 δημόσιο κίνδυνο, η μετανάστευση θεωρείται πρόξενος οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, αν και ο αριθμός των μεταναστών παραμένει σταθερός εδώ και δύο δεκαετίες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα εξέρχεται ερειπωμένο και βαθιά διχασμένο από την προεδρία του Ολάντ. Το «Penelopegate» έβγαλε νοκ-άουτ τη Δεξιά και τον υποψήφιό της, Φρανσουά Φιγιόν. Ετσι, οι δύο υποψήφιοι που δηλώνουν εκτός «συστήματος», αν και στην πραγματικότητα βαθιά ριζωμένοι εντός του, η Μαρίν Λεπέν και ο Εμανουέλ Μακρόν, κερδίζουν. Αυτές οι εκλογές έρχονται σε μια πολύ ευνοϊκή στιγμή για τη Λεπέν».
Πώς λειτουργεί σήμερα ο δημόσιος λόγος της άκρας Δεξιάς και πού εστιάζει στον δρόμο προς τις εκλογές;
«Εμείς οι Γάλλοι, τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά, ρυμουλκηθήκαμε στη θεματολογία, αλλά ακόμη περισσότερο στην κοσμοθεωρία της Aκρας Δεξιάς, και τελικά γίναμε απαθείς στον λόγο της. Ελλείψει αντιλόγου για τις αξίες, τις ανισότητες, τη νεολαία, τα προάστια, για το ποιοι είμαστε εμείς ως έθνος αντιμέτωποι με την τρομοκρατία, η ακροδεξιά ιδεολογία του προστατευτισμού, του εθνικισμού και οπωσδήποτε του ρατσισμού διαδόθηκε και κυριάρχησε. Βέβαια, η Λεπέν αδρανοποίησε ή αφαίρεσε όλους τους δείκτες και τις αναφορές στην παλιά, παραδοσιακή, αντισημιτική εξτρεμιστική Δεξιά. Η πλατφόρμα της μιλά για τους απλούς πολίτες, όπως έκανε ο Τραμπ, και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση –πολύ πιο δελεαστικός λόγος από εκείνον του πατέρα της που προκαλούσε σάλο μιλώντας για τους θαλάμους αερίων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά ας μην είμαστε αφελείς: πίσω από την εξομάλυνση βρίσκεται η ίδια Ακροδεξιά, υπέρμαχος των αποκλεισμών, της σεκταριστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας. Εδώ είναι ο μεγάλος κίνδυνος, κατά τη γνώμη μου: σε αυτόν τον ψευδή, τον fake (εξ ου και το όνομα της Μιρέιγ Λεφέκ, του χαρακτήρα του βιβλίου μου που προσομοιάζει στη Λεπέν) αναπροσδιορισμό του Εθνικού Μετώπου που γοητεύει όσους δεν βλέπουν την πραγματικότητα, όπως στην αλληγορία του σπηλαίου στον Πλάτωνα».
Διακινείται το επιχείρημα ότι και να εκλεγεί η Λεπέν, δεν θα αλλάξουν πολλά, υπάρχουν θεσμοί και νόμοι που θα περιορίσουν την εξουσία της. Στο βιβλίο όμως δείχνετε ορθά ότι οι θεσμοί παραμερίζονται, οι νόμοι μεταβάλλονται.
«Η Γαλλία είναι κοινοβουλευτική μοναρχία: αντικαταστήσαμε τον βασιλιά με έναν πρόεδρο εκλεγόμενο απευθείας από τον λαό και η ισχύς και τα προνόμιά του υπερτερούν σε σύγκριση με ένα ανίσχυρο κοινοβούλιο. Είναι η κληρονομιά του στρατηγού Ντε Γκωλ και του Συντάγματος του 1958. Η ουσία και η πραγματικότητα της εξουσίας είναι πλήρως συγκεντρωμένες στα χέρια του προέδρου. Το κοινοβούλιο είναι τόσο ανίσχυρο ώστε θα το χαρακτήριζε κανείς «κολοβό κοινοβούλιο». Το «Συνταγματικό Συμβούλιο», το αυτοαποκαλούμενο αντίστοιχό μας του αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου, αποτελεί πολιτική δομή με μέλη πρώην πολιτικούς διορισμένους από πολιτικούς. Κολακεύοντας την κοινή γνώμη και κυβερνώντας διά δημοψηφισμάτων ο πρόεδρος μπορεί να παρακάμψει και τη Βουλή και το Συνταγματικό Συμβούλιο. Για παράδειγμα, αν η Λεπέν εκλεγόμενη αποφασίσει να επαναφέρει στο Σύνταγμα τη θανατική ποινή και κερδίσει το σχετικό δημοψήφισμα, δεν υπάρχει θεσμός που να μπορεί να αναιρέσει κάτι τέτοιο».
Αυτό που το βιβλίο τονίζει με έμφαση είναι ότι η «Μιρέιγ Λεφέκ» δεν θα εξημερωθεί. Αν κερδίσει την εξουσία, θα εφαρμόσει το πρόγραμμά της, φανερό και κρυφό, δεν θα υποχωρήσει.
«Ναι, ξέρετε, πολλοί δεν μπορούν να το φανταστούν αυτό. Εχουμε συνηθίσει ο εκάστοτε πρόεδρος, όταν πια εκλεγεί, να νερώνει το πρόγραμμά του και να υπαναχωρεί από τις υποσχέσεις του, όπως έκαναν ο Ολάντ, ο Σαρκοζί, ο Σιράκ. Αυτή η αίσθηση επικρατεί σήμερα και για τη Μαρίν Λεπέν –και σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Λέμε «έλα τώρα, ποτέ δεν πρόκειται να κάνει αυτά που λέει». Κι έτσι δεν δίνουμε σημασία στο τι μπορεί να συμβεί στη χώρα αν όντως τα κάνει».
Υπάρχει επιστροφή από το «Μπλε άσπρο μαύρο» στο «Μπλε άσπρο κόκκινο», τα κανονικά χρώματα της γαλλικής σημαίας;
«Το βιβλίο αποτελεί μια προειδοποίηση. Δείχνει τι θα μπορούσε να συμβεί αν παραμείνουμε απομονωμένοι, αδιάφοροι, απολιτικοί, αν δεν ενεργοποιηθούμε ή αν δεν αντισταθούμε. Η Μαρίν Λεπέν και η Aκρα Δεξιά ανεβαίνουν τα τελευταία σκαλοπάτια προς την εξουσία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε το νόημα αυτής της πιθανότητας και των συνεπειών της. Ελπίζω ότι το βιβλίο δεν θα αποβεί προφητεία –και γράφτηκε ακριβώς για να μη γίνει προφητεία. Πρόκειται για μια δυστοπία, για το χειρότερο δυνατό σενάριο. Εχω όμως εμπιστοσύνη στον γαλλικό λαό και είμαι βέβαιος ότι τελικά θα καταφέρουμε να δούμε πέρα από τον τοίχο, έξω από το σπήλαιο και να κρατήσουμε τη Λεπέν εκτός εξουσίας. Μετά το 2017 όμως υπάρχει το 2022. Πρέπει να συνεχίσουμε να επαγρυπνούμε».
«Ο ήρωάς μου είναι ένας άνθρωπος του μέσου όρου»
Μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που ανατρέπονται, ο ήρωάς σας βιώνει ένα ταξίδι αυτογνωσίας από την αδιαφορία στην αντίσταση.
«Ο πρωταγωνιστής μου είναι ένας άνθρωπος του μέσου όρου. Δεν ενδιαφέρεται για την ταυτότητα, για το ποιοι είναι οι γονείς του, από πού έρχονται. Προσπάθησε να πετύχει στη ζωή του πηγαίνοντας στο σχολείο, περνώντας εξετάσεις, βρίσκοντας μια καλή δουλειά, έχοντας μια σύντροφο, νοικιάζοντας ένα ωραίο διαμέρισμα. Οπως και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αδιαφορεί για την πολιτική. Ομως όσο προχωρεί η προεκλογική εκστρατεία, αρχίζει να αμφισβητεί τον εαυτό του, να αναρωτιέται ποιος είναι – γιατί τα μέσα ενημέρωσης συνέχεια ασχολούνται με αυτό, γιατί οι τρομοκρατικές επιθέσεις υπαγορεύουν την πολιτική ατζέντα, γιατί όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ιδιοποιούνται τη ρητορική της Aκρας Δεξιάς. Προοδευτικά λοιπόν έρχεται αντιμέτωπος με την ταυτότητά του – είναι οι άλλοι όμως που του το επιβάλλουν. Ο ίδιος δεν αποφασίζει ποτέ να είναι Γάλλος με καταγωγή μετανάστη ή μουσουλμάνος ή οτιδήποτε άλλο: εκείνος θέλει να είναι ένας κανονικός τύπος, δεν μπορεί όμως, γιατί συστηματικά τον παραπέμπουν στην προέλευσή του ή στη θρησκεία. Οταν εκλέγεται η Μιρέιγ Λεφέκ αναγκάζεται να επιλέξει ποιος πραγματικά θέλει να είναι».
Περιγράφετε τρία διαφορετικά πρόσωπα της Γαλλίας σε ασύμπτωτες πορείες μεταξύ τους.
«Σκέφτηκα το μυθιστόρημα σαν ένα ταξίδι σε διάφορα τμήματα της Γαλλίας: στο κέντρο του Παρισιού, το γεμάτο από πλουσίους, εκεί όπου ζουν οι ελίτ, εκεί από όπου πηγάζουν η πολιτική, η οικονομική και η διανοητική εξουσία· στα «banlieue», τις μη προνομιούχες περιοχές έξω από το Παρίσι και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Γαλλίας όπου ζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού με αλλοδαπή καταγωγή και χαμηλό εισόδημα˙ στη Γαλλία της υπαίθρου, ξεχασμένη σε μεγάλο βαθμό, με τους απλούς πολίτες της. Οπως είπατε, αυτά τα τρία μέρη, τα τρία «πρόσωπα» της Γαλλίας, αγνοούν το ένα το άλλο, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, είναι απομονωμένα. Το χάσμα, ή ο διχασμός, ανάμεσα στο Παρίσι και τα περίχωρα είναι πιθανότατα το πιο συμβολικό στοιχείο: προσωποποιεί την απόσταση μεταξύ όσων έχουν την εξουσία ή ενσαρκώνουν την εξουσία και όσων είναι υποκείμενα κυριαρχίας. Στο βιβλίο επιχειρώ να αντιστρέψω το στίγμα: η αντίσταση προέρχεται από τα προάστια, ο «δωσιλογισμός» ή ο συμβιβασμός με την Aκρα Δεξιά από το κέντρο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ