Ο Μπιλ Χέιζ, συγγραφέας και φωτογράφος, είναι ο άνθρωπος που οδήγησε τον σπουδαίο επιστήμονα Ολιβερ Σακς να αποκαλύψει, στην αυτοβιογραφία του, λίγο πριν από τον θάνατό του, ότι υπήρξε ομοφυλόφιλος. Η σχέση των δύο άνδρών ήρθε σε μια πολύ δύσκολη εποχή για τον Χέιζ, ο οποίος στα 48 του αποφάσισε να κάνει μια νέα αρχή στη Νέα Υόρκη, μετά τον αναπάντεχο θάνατο του προ του Σακς συντρόφου του, με τον οποίο μοιραζόταν τη ζωή του στο Σαν Φρανσίσκο. Ο έρωτας του Χέιζ με τον Σακς ήταν ένας ιδιότυπος έρωτας, όπως ιδιαίτερη ήταν και η σχέση του με την πρωτεύουσα του κόσμου. Σε αυτή την εποχή αλλά και στις κρυφές πτυχές της προσωπικότητας του Σακς αναφέρεται ο Xέιζ στο αυτοβιογραφικό χρονικό του «Ξάγρυπνη πόλη» (εκδόσεις Ροπή), που κυκλοφορεί στα ελληνικά σχεδόν ταυτόχρονα με τις ΗΠΑ.
Κύριε Χέιζ, δημιουργήσατε ένα εξαιρετικό «χαρμάνι» ημερολογίου: χρονικό, ερωτική επιστολή προς μια πόλη και αφήγηση του παθιασμένου έρωτα με τον Ολιβερ Σακς. Αυτός ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του βιβλίου σχεδιάστηκε εκ των προτέρων ή προέκυψε καθώς γράφατε την ιστορία που θέλατε να διηγηθείτε; «Η δομή της «Ξάγρυπνης πόλης» δεν προσχεδιάστηκε. Γνώριζα ότι ήθελα να γράψω ένα χρονικό για τη ζωή μου στη Νέα Υόρκη και να συμπεριλάβω τις φωτογραφίες που τραβώ στους δρόμους της. Ομως αρχικά δεν ήξερα τι ήθελα –ή ακόμη και αν ήθελα –να γράψω για τη σχέση μου με τον Ολιβερ. Εκείνος είχε γράψει για εμάς στην αυτοβιογραφία του «Εν κινήσει: Μια ζωή» (σ.σ.: επίσης από τις εκδόσεις Ροπή), έτσι δεν φοβήθηκα πως θα είμαι αδιάκριτος. Ομως δεν γνώριζα πώς θα προσέγγιζα τη δική μου αφήγηση για εκείνον, για εμάς».

Πώς ξεκίνησε λοιπόν η δουλειά για αυτό το τόσο ιδιοσυγκρασιακής μορφής βιβλίο; «To υλικό με το οποίο ξεκίνησα το βιβλίο ήταν κάποια ολοκληρωμένα δοκίμια και ιστορίες για τη Νέα Υόρκη, καθώς και ένα ημερολόγιο, με πάνω από 700 σελίδες, των επτά ετών της κοινής ζωής μου στην πόλη με τον Ολιβερ. Το είχα ξεκινήσει με δική του παραίνεση, αμέσως όταν μετακόμισα, τον Απρίλιο του 2009. Προτού αρχίσω να δουλεύω το βιβλίο, δεν είχα διαβάσει αυτό το ημερολόγιο. Αλλά όταν το έκανα, διαπίστωσα κάτι εξαιρετικό: είδα ότι στις καταχωρίσεις του κρυβόταν το κλειδί για την αφήγηση. Βρήκα σκηνές (με εμένα και τον Ο και με άγνωστους Νεοϋορκέζους) που μπορούσαν να σταθούν χωρίς περαιτέρω εξήγηση. Διέθεταν μια αμεσότητα και μια αίσθηση χαλαρότητας που ένιωσα πως εξέφραζαν εξαιρετικά τον ρυθμό της ζωής στη Νέα Υόρκη. Ακόμη, οι ημερομηνίες στις καταχωρίσεις έδωσαν μια αίσθηση χρόνου στο βιβλίο».
Αρα το ημερολόγιο ήταν η βάση, η αρχή; Και μετά; «Οταν συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να εκμεταλλευτώ έτσι το υλικό μου, συνένωσα τα τρία στοιχεία –την ιστορία για τη Νέα Υόρκη, τη σχέση με τον Ολιβερ και τις φωτογραφίες –μόλις σε έξι εβδομάδες. Αυτό το πάντρεμα δεν ήταν κάτι νέο –το είχα κάνει στα τρία προηγούμενα βιβλία μου -, όμως στην «Ξάγρυπνη πόλη» υπήρξα πολύ πιο αποκαλυπτικός και προσωπικός».
Δημιουργείτε μια εξαιρετικά ζωντανή, φορτισμένη εικόνα της Νέας Υόρκης –όχι μόνο με όσα γράφετε αλλά και με όσα δεν γράφετε, επιλέγοντας να αφήσετε όλα τα χιλιοειπωμένα κλισέ εκτός. Πώς το πετύχατε αυτό; «Το βιβλίο δεν γράφτηκε «αναδρομικά», κοιτώντας πίσω, με νοσταλγία. Εβαλα σκηνές, ιστορίες, σκέψεις που είχα καταγράψει κυριολεκτικά την ώρα που συνέβαιναν –σε πραγματικό χρόνο, σε ενεστώτα! Ανάμεσά τους και οι υπέροχες συζητήσεις με τον Ολιβερ. Αυτό δίνει στο βιβλίο μια αμεσότητα που αλλιώς δεν θα είχε».

Και πώς πετύχατε να μην υπάρχει αυτή η «λίγη», «τουριστική» αίσθηση της πόλης; «Το αναφέρω και στο βιβλίο. Το να επισκεφθείς τη Νέα Υόρκη είναι απολύτως διαφορετικό από το να ζεις εκεί. Ηλπιζα πως η αφήγησή μου θα αποτύπωνε αυτό –πώς είναι να πηγαινοέρχεσαι στη δουλειά με το μετρό, να παίρνεις ταξί πολύ αργά τη νύχτα, να αγοράζεις εφημερίδα στο κιόσκι της γωνίας, να υπομένεις την απαίσια ζεστή υγρασία του Αυγούστου ή την απόκοσμη σιωπή του χειμωνιάτικου χιονιά. Οποτε με επισκέπτονταν φίλοι ή μέλη της οικογένειάς μου, κάναμε μαζί τουριστικά, διασκεδαστικά πράγματα. Ομως εγώ δεν ήθελα ένα βιβλίο για το Μπρόντγουεϊ και τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Με ενδιέφερε με τις φωτογραφίες αλλά και με τις λέξεις μου να συλλάβω το εφήμερο, το λαθρακουσμένο, το αναπάντεχο».
Η «Ξάγρυπνη πόλη» είναι ένα αισιόδοξο χρονικό της δύναμης του ανθρώπινου πνεύματος να επιβιώνει, να συνεχίζει, να προχωρεί. Αναρωτιέμαι… υπάρχουν πράγματα που μπορούν να μας σπάσουν; Υπήρξαν στιγμές, γεγονότα, που αισθανθήκατε ότι θα σας «τσακίσουν»; «Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να μας τσακίσουν –ο θάνατος, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας –και σίγουρα υπήρξαν στιγμές που ένιωσα ότι θα έσπαγα ή και χειρότερα. Με τσάκισε ο ξαφνικός θάνατος του πρώτου μου συντρόφου, του Στιβ. Χρειάστηκαν περίπου δυόμισι χρόνια για να ξαναβρώ τον προσανατολισμό μου, τη γη κάτω από τα πόδια μου, και να αποφασίσω να ξεκινήσω μια νέα ζωή στη Νέα Υόρκη. Ομως το ότι στάθηκα στα πόδια μου εκείνη την περίοδο, η συνείδηση της αντοχής μου, η διαδικασία αυτογνωσίας αλλά και η διδασκαλία του εαυτού μου να ξεπερνά την απώλεια και το πένθος με βοήθησαν να αντέξω τον θάνατο του Ολιβερ τον Αύγουστο του 2015. Βέβαια αποτελώ, πάντα, όπως όλοι, ένα έργο εν εξελίξει».
Πώς καταφέρατε να «σηκώσετε» δύο τόσο τεράστιες, έντονες, γεμάτες αντιφάσεις προσωπικότητες –τον Ολιβερ και τη Νέα Υόρκη –σε μια τόσο εξαιρετικά οδυνηρή για εσάς περίοδο; Και μάλιστα όχι μόνο μετά, όταν γράψατε για τη ζωή μαζί τους, αλλά και όταν τις ζούσατε… «Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Στιβ βρήκα στο γραφείο του μια χειρόγραφη λίστα με δουλειές. Την είχε κάνει τη νύχτα πριν πεθάνει. Περιελάμβανε συνηθισμένα πράγματα –«μπαταρίες για φακό, να αλλάξω λάμπα, να στείλω κάρτα γενεθλίων στον…». Ο Στιβ δεν υποψιαζόταν πως θα πέθαινε την επόμενη ημέρα. Ηταν σίγουρος πως θα τακτοποιούσε όλες αυτές τις εκκρεμότητες. Αλλά φυσικά αυτό δεν συνέβη. Για κανέναν μας δεν είναι εγγυημένη η επόμενη ημέρα. Αυτή η συνειδητοποίηση –του θανάτου ως μέρους της ζωής, του αναπάντεχού του –επέδρασε πολύ βαθιά πάνω μου».
Και πώς αυτό διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο ζείτε σήμερα; «Οσο περισσότερο μπορώ, χωρίς να το πολυσκέφτομαι ή να είμαι ριψοκίνδυνος, προσπαθώ να ζω τη ζωή με μια αίσθηση νοήματος και σκοπού, αλλά και με τόλμη. Εχω ανοιχτά τα μάτια στη χαρά, στην καλοσύνη γύρω, είμαι ανοιχτός στους άλλους. Και, κάτι που έμαθα από τον Ολιβερ, ζω με ευγνωμοσύνη για όσα έχω. Οσον αφορά το βιβλίο: μου βγήκε πολύ φυσικά να δημιουργήσω κάτι συνεκτικό, και εύχομαι όμορφο, από τις ιστορίες και τις εμπειρίες της ζωής μου».
Ζούμε σε μια εποχή που γίνεται όλο και περισσότερο απαραίτητο να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας την ομορφιά του «ανοίκειου», τη γοητεία του «ξένου» –του μετανάστη, του άγνωστού μας, του μέλους της μειονότητας, του διαφορετικού. Η «Ξάγρυπνη πόλη» κατά την άποψή μου είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτό –μια δίχως συναισθηματισμούς ωδή στην ανεκτικότητα. Πιστεύετε πως τα δικαιώματα των μελών της LGBTQI κοινότητας και άλλων μειονοτήτων απειλούνται σήμερα περισσότερο; Γιατί η ιστορία μοιάζει να παίρνει αυτή τη συντηρητική στροφή; «Ναι, πιστεύω ότι όχι μόνο τα δικαιώματα αλλά και η ίδια η ζωή των ανθρώπων απειλούνται με τρόπους πρωτοφανείς. Ζούμε σε ταραγμένη εποχή. Ωστόσο δεν απελπίζομαι. Η οργάνωση, η αντίσταση, ο ακτιβισμός μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Η σημερινή κατάσταση μου θυμίζει την επιδημία του AIDS…».
Είναι τόσο απειλητικό, πιστεύετε, αυτό που συμβαίνει; «Αλλο εννοώ: Αποκάλυψα ότι είμαι γκέι όταν ήμουν 23 ετών –το 1984, όταν το AIDS είχε μόλις εμφανιστεί –και το 1985 μετακόμισα στο Σαν Φρανσίσκο, στην κατεξοχήν γκέι περιοχή Κάστρο, τη γειτονιά-επίκεντρο της επιδημίας στη Δυτική Ακτή. Είδα και βίωσα τόσο τη συντριβή και την καταστροφή που έφερε το AIDS όσο και την ελπιδοφόρα ενέργεια που γέννησε η αλληλεγγύη. Οι άνθρωποι ενώθηκαν για να δώσουν τη μάχη, να βοηθήσουν φίλους, γείτονες, συναδέλφους (να τους πάνε φαγητό, να τους συμπαρασταθούν το διάστημα πριν από τον θάνατό τους, να τρέξουν προγράμματα διανομής βελονών, κ.λπ.) αλλά και για να διαμορφώσουν πολιτικές, ακόμη και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Οι ακτιβιστές, τα μέλη των τοπικά οργανωμένων δράσεων, είχαν αναμφίβολα μια σπουδαία θετική επίδραση στην πορεία της επιδημίας αλλά και στις αντιλήψεις πολλών ασθενών. Βλέπω παρόμοια καλά πράγματα να συμβαίνουν και τώρα, απόρροια της αντίστασης στις ξαφνικές αλλαγές –πολιτικές, πολιτιστικές, και άλλες –που έφερε η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Είναι βέβαια ακόμη πολύ νωρίς…».

Είστε ανοιχτά ομοφυλόφιλος από πολύ νέος –σε αντίθεση με τον Ολιβερ που έκρυψε μέχρι πολύ αργά ετούτη την πτυχή του. Αυτή είναι μία μόνο από τις πολλές διαφορές ανάμεσά σας –για να μην αναφερθώ και στη διαφορά ηλικίας σας! Είναι η αγάπη τόσο δυνατή;
«Α ναι, η αγάπη είναι τόσο δυνατή. Θυμάμαι όταν εγώ και ο Στιβ, η προηγούμενη από τον Ολιβερ σχέση μου, ερωτευτήκαμε το 1989-1990. Μου είπε στο πρώτο ραντεβού ότι ήταν οροθετικός. Εγώ δεν ήμουν. Νομίζω πως πολλοί δικοί μου αναρωτήθηκαν –εύλογα –για τη σοφία (ή την έλλειψή της) της επιλογής να κάνω σχέση με έναν άνδρα με HIV. Αυτό όμως δεν άλλαζε τα αισθήματά μου. Τον αγαπούσα. Με τον Ολιβερ όντως σε κάποια δεδομένα δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο διαφορετικοί. Ηταν 30 χρόνια μεγαλύτερος, σπουδαγμένος στην Οξφόρδη, Βρετανός, μια διασημότητα που ταυτόχρονα ήταν και ιδιαίτερα κρυψίνους (ή απλώς αφύσικα ντροπαλός)».

Πώς καταφέρατε να ξεπεράσετε τις πρακτικές δυσκολίες ενός τόσο «αταίριαστου» ζευγαριού; Πώς πετύχατε, όπως γράφετε και στο βιβλίο, να είστε «σαν δύο σκυλιά που ανταλλάσσουμε τις μυρωδιές μας»;
«Απολαμβάναμε ο ένας την παρέα του άλλου, για να το πω απλά, και μαθαίναμε ο ένας από τον άλλο. Φυσικά, ως ζευγάρι, είχαμε και εμείς το μερίδιο των προκλήσεων και προβλημάτων που κάθε ζευγάρι αντιμετωπίζει».
Η «Ξάγρυπνη πόλη» είναι κατοικημένη από αξιοσημείωτους χαρακτήρες –διασημότητες και σκέιτερ, ναρκομανείς και σούπερ μόντελ, ταξιτζήδες από το Μαρόκο και 100% αυθεντικούς Νεοϋορκέζους που γεννήθηκαν στο Πακιστάν. Και φυσικά από τον Ολιβερ αλλά και τη Νέα Υόρκη. Ταυτόχρονα όμως εξυμνεί τα οφέλη του «μοναχικού χρόνου με τον εαυτό μας». Ως δημιουργός, πώς κρατάτε την ισορροπία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια συγγραφής αλλά και στην καθημερινότητά σας; «Ημουν πάντα και τα δύο: περιπλανώμενος που λατρεύει να περιδιαβάζει και να επικοινωνεί με διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και ένας μοναχικός –που έχει ανάγκη προσωπικό χρόνο για να στοχαστεί, να γράψει και να πειράξει τις φωτογραφίες του. Κατά τη διάρκεια της σχέσης μας ο Ολιβερ και εγώ μέναμε σε διαφορετικά διαμερίσματα στην ίδια πολυκατοικία, τρεις ορόφους απόσταση, και έτσι είχαμε την ευχέρεια για προσωπικό χώρο και χρόνο. Ημασταν πολύ τυχεροί. Τώρα που ως single ζω μόνος, αν νιώσω ότι κάποιες μέρες είναι περισσότερο μοναχικές από όσο αντέχω, βγαίνω, περπατώ πολύ, φωτογραφίζω, συνδέομαι με τον κόσμο…». l
Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι πεζογράφος και μεταφραστής του βιβλίου «Η ξάγρυπνη πόλη» του Μπιλ Χέιζ (εκδ. Ροπή).

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ