Με διακηρυγμένο στόχο την ισχυροποίηση του κόμματος, την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την κοινωνική συμμαχία για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, συνέρχεται σε λίγες ημέρες (30 Μαρτίου – 2 Απριλίου) το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ. Σε μια περίοδο δημοσκοπικής ανόδου του κόμματος, λόγω της πολιτικής φθοράς της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε διεμβολίσει εκλογικά το ΚΚΕ, ο Περισσός ατενίζει το μέλλον μέσα από το πρίσμα των πολιτικών και ιδεολογικών επεξεργασιών των τελευταίων ετών, που επισφραγίστηκαν στο προηγούμενο συνέδριο του κόμματος και κινούνται στην κατεύθυνση των επαναστατικών ανατροπών με στόχο την εργατική – λαϊκή εξουσία και τον σοσιαλισμό.
Το προγραμματικό «άλμα» του ΚΚΕ σε σχέση με τον στόχο της εξουσίας, δίχως τη διαμεσολάβηση των «κοινοβουλευτικών αυταπατών» και απορρίπτοντας τις παλαιότερες θεωρήσεις (περί σταδίων μετάβασης στον σοσιαλισμό κ.λπ.), καταγράφεται σε μια φάση μεγάλης ρευστότητας: «Αυτό που σήμερα φαίνεται ακίνητο, αμετάβλητο, αύριο μπορεί να αλλάξει ραγδαία» αναφέρεται στις Θέσεις για το 20ό Συνέδριο, «πολύ περισσότερο που σήμερα συσσωρεύονται στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν σε απότομες αλλαγές και μεταβολές».
Η αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας
Στον Περισσό έχουν καταλήξει ότι «κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει την πορεία των γεγονότων, την πιθανότητα να ανοίξουν ρήγματα, να δημιουργηθούν δυνατότητες και προϋποθέσεις για απότομες ανατροπές στον συσχετισμό δυνάμεων». Γι’ αυτό και μιλούν πλέον για «κόμμα παντός καιρού». Μάλιστα, κάνοντας θεωρητικές προβολές στο μέλλον, δεν διστάζουν να επεξεργαστούν ακόμα και σενάρια πολέμου, προσδιορίζοντας ποια θα είναι η στάση του κόμματος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο και, κυρίως, πώς μπορεί στις συνθήκες εκείνες να υπηρετηθεί με συνέπεια ο στόχος της ανατροπής της εξουσίας.
«Καθοριστικό ζήτημα της υλοποίησης της επαναστατικής στρατηγικής αποτελεί η σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στην αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας σε όλες της τις μορφές» επισημαίνεται στις Θέσεις, όπου αναφέρεται ότι «σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο και σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, το Κόμμα πρέπει (…) να ηγηθεί στην οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης για να βγει η Ελλάδα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», κάτι που προϋποθέτει «όχι μόνο να ηττηθεί ο όποιος πιθανός ιμπεριαλιστής εισβολέας (…) αλλά να ηττηθεί ολοκληρωτικά και η ίδια η εγχώρια αστική τάξη», διότι «μόνο έτσι μπορεί να γίνει εφικτό το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη».
Οι προγραμματικές επεξεργασίες του κόμματος έχουν εξελιχθεί παράλληλα με τις διαδικασίες αναψηλάφησης σημαντικών πλευρών της ιστορίας του ΚΚΕ που αποτελούν μέχρι σήμερα ακανθώδη θέματα για την αριστερή ιστοριογραφία. Δεν περιορίζεται όμως η σημασία τους στο ακαδημαϊκό πλαίσιο, αλλά εκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας μέσω της επανεκτίμησης και επαναξιολόγησης αποφάσεων και χειρισμών του παρελθόντος που σημάδεψαν όχι μόνο το κομμουνιστικό κίνημα αλλά και την εξέλιξη της χώρας. Ετσι, μετά τη συγγραφή του Β’ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (1949-1968) για την αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη και την αποτίμηση της στρατηγικής του κόμματος στον εμφύλιο πόλεμο (1946-49) κ.λπ., ο Περισσός προχωρεί στην επανασυγγραφή του Α’ τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας (1918-1949) που εκδόθηκε το 1995. Στις Θέσεις προαναγγέλλεται η σύγκληση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης «για την έγκριση του αναμορφωμένου πρώτου τόμου της ιστορίας του Κόμματος, από τα χρόνια πριν από την ίδρυσή του μέχρι το 1949», ενώ προβλέπεται ακόμα να προχωρήσει η ολοκλήρωση της μελέτης για τα χρόνια της δικτατορίας μέχρι τη μεταπολίτευση το 1974, αλλά και να συνεχιστεί η προσπάθεια να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί η ιστορική έρευνα για την τελική συγγραφή της ιστορικής περιόδου 1974-1991.
Ο Χαρίλαος και η παλαιά φρουρά
Ο Α’ τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας ξεκίνησε να γράφεται επί των ημερών του Χαρίλαου Φλωράκη και της «παλαιάς φρουράς» του ΚΚΕ, η οποία συμμετείχε στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και σε όλα τα γεγονότα της δραματικής εκείνης εποχής και σήμερα δεν είναι στη ζωή. Στον προσυνεδριακό διάλογο που διεξάγεται μέσω του «Ριζοσπάστη» κάποιος αρθρογράφος το υπενθύμισε: «Αυτό που οι σύντροφοί μας έγραψαν με τους αγώνες τους και –πολλές φορές –με το αίμα τους, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα εμείς σήμερα να το υποβαθμίζουμε ή να του δίνουμε διαφορετικό περιεχόμενο» έγραψε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «καμία «αναμόρφωση» της ιστορίας του κόμματος δεν πρέπει να γίνει δεκτή για να δικαιολογήσει τις σημερινές επεξεργασίες, πολύ περισσότερο όταν γίνεται με τρόπο αφοριστικό για ιδιαίτερα σημαντικές περιόδους του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος όπως το 1940-1945».
Γιατί όμως προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απόφαση αυτή; Διότι αφορά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο κυριαρχίας του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ και τη μοιραία κατάληξή της με την ένοπλη επέμβαση των Βρετανών (Δεκέμβριος 1944) και τον διωγμό των κομμουνιστών και των συνοδοιπόρων τους από το κράτος και το παρακράτος της εποχής στο πλαίσιο του μοιραίου συμβιβασμού της Συμφωνίας της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945). «Ηταν λάθος η υπογραφή των Συμφωνιών; Φυσικά! Ποιος διαφωνεί με αυτό σήμερα; Αλλο τόσο λάθος είναι, στο όνομα του να μην επαναληφθούν τα λάθη που έγιναν, να υποτιμήσουμε τη συνεισφορά του ΕΑΜ, όχι μόνο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη γερμανική κατοχή, αλλά και στον αγώνα τόσο για εθνική όσο και κοινωνική απελευθέρωση, με σαφή στόχο τη «λαοκρατική αναγέννηση» της χώρας μας» αναφέρει ο ίδιος αρθρογράφος επαναφέροντας έναν προβληματισμό που έχει διατυπωθεί και άλλες φορές.
Τα λάθη 1941-1944 και η στρατηγική εξουσίας Ο Περισσός έχει καταλήξει εδώ και καιρό ότι ο Α’ τόμος του Δοκιμίου, «αν και πραγματεύεται τη δεκαετία του 1940, δεν περιλαμβάνει ανάλογη εκτίμηση για τις αδυναμίες της ηγεσίας του Κόμματος στην εξέλιξη της στρατηγικής και της δράσης του και ιδιαίτερα την αδυναμία αντικειμενικής εκτίμησής τους στο 7ο Συνέδριο του Κόμματος (1945)». Επίσης, θεωρεί «δικαιολογημένη και εξηγήσιμη από ερευνητική άποψη την ύπαρξη διαφοροποιήσεων μεταξύ Α’ και Β’ τόμου του Δοκιμίου», όπως για παράδειγμα για τον χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για τη στρατηγική του ΚΚΕ στα χρόνια του ΕΑΜ, για το 7ο Συνέδριο του 1945, για την αποχή από τις εκλογές του 1946, για τη στρατηγική της 5ης Ολομέλειας του 1949 σχετικά με τον χαρακτήρα της πάλης του ΔΣΕ κ.λπ. Και αυτό γιατί τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το ΚΚΕ στον Β’ τόμο του Δοκιμίου αναιρούν την ορθότητα των παλαιότερων προσεγγίσεων και προβαίνουν σε «διόρθωση της στρατηγικής» της περιόδου, η οποία κρίνεται προβληματική και λανθασμένη.
Η μεθοδολογική προσέγγιση της ηγεσίας του ΚΚΕ διαπερνάται από τη σημερινή άποψη περί στρατηγικής για την εξουσία.
«Διερευνούμε την ιστορία του κόμματός μας ως ιστορία της στρατηγικής του, από την οποία απορρέει όλη η πολιτική του δράση» έχει αποφανθεί το κόμμα και μέσα από το πρίσμα αυτό θα «ξαναδεί» την επίμαχη περίοδο 1941-1944. Αλλωστε, όπως έχει αποφανθεί ο Περισσός, η ηγεσία του κόμματος εκείνης της περιόδου «δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα που υπήρχαν ως προς τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας, την αντικειμενική εκτίμηση του συσχετισμού των δυνάμεων κατά την εξέλιξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα». Ετσι, «δεν μπόρεσε να προβλέψει και να εκτιμήσει τη στάση ακόμη και σύμμαχων δυνάμεων μέσα στο ΕΑΜ, ώστε πετυχημένα να επεξεργαστεί στρατηγική εξουσίας, όταν διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και αντικειμενικά τέθηκε άμεσα ζήτημα πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ