Η Πλατεία του Συνεδρίου στη Λιουμπλιάνα είναι μια από τις ωραιότερες πλατείες της Ευρώπης, όπου δεσπόζουν κάποια εμβληματικά μπαρόκ κτίρια, όπως αυτό της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου και της Φιλαρμονικής της πόλης.
Εδώ στις 29 Οκτωβρίου 1918 διαβάστηκε η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας από την Αυστρία και η δημιουργία του κράτους Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων. Εδώ τον Μάιο του 1945 ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Σλοβενία μετά την απελευθέρωση και εκφώνησε μια ιστορική ομιλία από τον εξώστη του κτιρίου της Πρυτανείας. Σε αυτή την πλατεία έγιναν οι μαζικές διαδηλώσεις τον Ιούνιο του 1988 για την απελευθέρωση δύο δημοσιογράφων που είχε συλλάβει το τιτοϊκό καθεστώς. Ηταν η απαρχή εκείνου που ονομάστηκε Σλοβενική Ανοιξη και οδήγησε στην απόσχιση της χώρας από τη Γιουγκοσλαβία.
Η πλατεία άλλαξε όνομα τρεις φορές. Το 1821 ονομάστηκε Πλατεία του Συνεδρίου, αφού εδώ έλαβε χώρα το Συνέδριο του Λάιμπαχ. Λάιμπαχ λεγόταν τότε η Λιουμπλιάνα που ήταν πρωτεύουσα του Δουκάτου της Καρνιόλας, το οποίο ανήκε στην Αυστρία.
Κατά την τιτοϊκή περίοδο η πλατεία μετονομάστηκε σε Πλατεία της Επανάστασης και μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας σε Πλατεία Ελευθερίας. Το 1990 απέκτησε ξανά το αρχικό της όνομα, αφού έτσι την αποκαλούσαν από το 1821 και εξής οι γηγενείς.
Το Συνέδριο του Λάιμπαχ έχει ιδιαίτερη σημασία για την υπόθεση του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας επειδή διεξήχθη το 1821 (από τις 26 Ιανουαρίου ως τις 12 Μαΐου), χρονιά που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η οποία άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο και συνεχίστηκε με την εξάπλωσή της έναν μήνα αργότερα στην Ελλάδα ενόσω διαρκούσαν οι εργασίες του Συνεδρίου, όπου μετείχαν ο αυτοκράτορας της Αυστρίας, ο τσάρος της Ρωσίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Υπήρχαν ακόμη αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι βασιλείς των Δύο Σικελιών και της Σαρδηνίας-Πεδεμοντίου και οι δούκες της Μόδενας και της Τοσκάνης. Τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης μετά το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων είχαν αποφασίσει να καταστείλουν κάθε επαναστατικό κίνημα στη Γηραιά Ηπειρο.
Για την ελληνική υπόθεση οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς. Το Συνέδριο κατήργησε το Σύνταγμα της Νεάπολης και εξουσιοδότησε την Αυστρία να αποκαταστήσει την απόλυτη μοναρχία στο βασίλειο των Δύο Σικελιών. Στις 8 Απριλίου στη Ναβάρα ο αυστριακός στρατός κατέστειλε τη δημοκρατική εξέγερση του Πεδεμοντίου. Και όταν ο τσάρος της Ρωσίας πληροφορήθηκε την εξέγερση του Υψηλάντη, που ήταν στρατηγός του ρωσικού στρατού, τον διέγραψε από τις τάξεις του και τον αποδοκίμασε.
Τη σχετική επιστολή συνέταξε ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπουργός του των Εξωτερικών. Ο ρόλος του ήταν εξαιρετικά δύσκολος. Πρώτον, είχε να αντιμετωπίσει τον Μέτερνιχ που υποπτευόταν πως η κίνηση του Υψηλάντη εξυπηρετούσε τα επεκτατικά σχέδια της Ρωσίας, στόχος της οποίας ήταν να βγει στη Μεσόγειο. Δεύτερον, ήταν απολύτως αναγκαίο να εκλείψουν οι όποιες υποψίες ανάμεσα στους συνέδρους ότι ενώ ο τσάρος συνεργαζόταν μαζί τους στο ζήτημα της καταστολής κάθε επανάστασης που θα άλλαζε το status quo στην Ευρώπη στο παρασκήνιο υποκινούσε την εξέγερση των Ελλήνων σε μια περιοχή ζωτικού ενδιαφέροντος για τη χώρα του. Και, τρίτον, έπρεπε να αποτρέψει στρατιωτική εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να μην απολεσθούν οι δυνατότητες ευέλικτων διπλωματικών κινήσεων αργότερα, όταν οι συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες. Ετσι έπεισε τον τσάρο να τηρήσει η Ρωσία στάση ουδετερότητας. Ο Μέτερνιχ βεβαίως πανηγύριζε και θεωρούσε προσωπική του επιτυχία την αποδοκιμασία του Υψηλάντη και της Ελληνικής Επανάστασης από τον τσάρο. Οτι δηλαδή ήταν εκείνος που τον έπεισε πως η Επανάσταση ήταν προϊόν αναρχικών και ανατρεπτικών αρχών και γι’ αυτό θα έπρεπε να την αποδοκιμάσει.
Οι κατοπινές εξελίξεις δικαίωσαν τον Καποδίστρια αποδεικνύοντας πως ήταν μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της διεθνούς διπλωματίας στην εποχή του. Το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς στο Συνέδριο της Βερόνας ένα από τα κύρια θέματα ήταν και το ελληνικό ζήτημα. Αλλά νωρίτερα, τον Ιούνιο, είχε προηγηθεί η ρωσική διακοίνωση προς την Αγγλία και τη Γαλλία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ισως από εδώ να προέρχεται η (αβάσιμη βέβαια) φήμη πως ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο τσάρος αποφάσισαν μυστικά οι δυο τους να «υποστηρίξουν» την ελληνική υπόθεση. Και ότι αυτό συνέβη τάχα μια μέρα που οι σύνεδροι είχαν βγει για περίπατο έξω από την πόλη. Λέγεται ότι επιστρέφοντας οι δυο τους άφησαν τους άλλους να προχωρήσουν και καθ’ οδόν συζήτησαν και πήραν τη σχετική απόφαση.
Εκανα πέρυσι με έναν φίλο σλοβένο δημοσιογράφο και συγγραφέα την ίδια διαδρομή με ανάμεικτα αισθήματα. Η Ιστορία βέβαια δεν γράφεται έτσι. Αλλά ποιος μπορεί να την απαλλάξει από τον μύθο;